Την ιδέα γέννησε η αγωνία. Αυτήν που όσοι είμαστε γονείς –και κακά τα ψέματα: μαμάδες- έχουμε από την πρώτη στιγμή που ανοίγουν τα πελώρια μάτια τους και μας κοιτάνε, μέχρι την ώρα που κλείνουμε τα δικά μας οριστικά. Σε όνειρο μάλλον κακό μαζεύτηκαν όλες οι σκέψεις τη μέρας ή και μιας ζωής ολόκληρης –σαν απολογισμός- και έγιναν ερωτήματα που ποτέ σχεδόν δεν απαντώνται με βεβαιότητα. Ήμουν καλή μητέρα; Τη μεγάλωσα σωστά; Την πρόσεξα όσο έπρεπε; Την προστάτεψα, όταν με είχε ανάγκη;
Την αγωνία έκαναν λέξεις δύο γυναίκες –η Ελένη Ευθυμίου και η Σοφία Ευτυχιάδου- και τις λέξεις ερμήνευσαν άλλες τρεις -φαινομενικά διαφορετικών ηλικιών, ουσιαστικά όλων- η Ελένη Δημοπούλου, η Χαρά Ζησιμάτου και η Σοφία Μπλέτσου. Το σκηνικό είναι οικείο –σχεδόν ρετρό, σαν να πέρασαν χρόνια από πάνω του, αλλά περιποιημένο σαν να το συγύρισε σχολαστικά μόλις η αεικίνητη μαμά. Τα στιγμιότυπα σε λωρίδες video wall, αλλά και πίσω σε φόντο, θυμίζουν σκηνές από εκείνο το όνειρο που τις γέννησε, η επανάληψη των αγχωτικών σκέψεων αποδίδει την αμείλικτη και διαρκή επιστροφή τους, κάθε φορά που κάτι δεν ειπώθηκε σωστά, κάτι που δεν έπρεπε να ειπωθεί ξεστομίστηκε, κάτι που δεν έπρεπε να γίνει συνέβη και φαίνεται μη αναστρέψιμο, χωρίς όμως να είναι.
Οι σκηνές και τα περιστατικά στην παράσταση: «Μαμά! Το δωμάτιο των θαυμάτων» -μιας πρωτότυπης δουλειάς, καθώς το κείμενο γράφτηκε κατά παραγγελία, σκηνοθετήθηκε και ερμηνεύτηκε για πρώτη φορά- είναι, σε όλες όσες έχουμε ευλογηθεί με το δώρο της μητρότητας, οικείες. Το ίδιο και οι βασανιστικές σκέψεις, τα αναπάντητα ερωτήματα που, όσο τα παιδιά μας μεγαλώνουν, πληθαίνουν και γίνονται πιο σύνθετα, αντί να μειώνονται και να απλοποιούνται. Οι ρόλοι της μητρότητας εναλλάσσονται με ταχύτητα: η νεαρή κόρη που γίνεται μαμά, η μαμά χταπόδι που ακόμη κι όταν δεν χρειάζεται να φροντίσει για όλα, επινοεί νέα καθήκοντα, η ανήμπορη μαμά που δεν παύει να αγωνιά για την κόρη της, παρόλο που οι δυνάμεις την εγκαταλείπουν και δεν της φτάνουν πια οι ανάσες. Μέσα σε μια ώρα και κάτι οι μικρές κόρες με όλες τις απορίες γίνονται μαμάδες, σύζυγοι, φροντιστές ανήμπορων μαμάδων, ορφανές, γριές και πάλι από την αρχή. «Τι είναι αυτό», ρωτά τη μαμά του γεμάτο λαχτάρα το μικρό κορίτσι στην αρχή. «Τι είναι αυτό», ρωτά ξεψυχισμένα η μαμά του, σαστισμένη από την ανημποριά των γηρατειών και την αρρώστια στο τέλος. Η νομοτέλεια της ζωής, οι κύκλοι της, η ακριβής επαναληπτικότητά της, οι σχεδόν εργοστασιακές συμβουλές, θυμοί, απαγορεύσεις, συγγνώμες. Όλα απ’ όσα διαρκώς και βιαστικά περνάμε καθημερινά είναι εκεί και ερμηνεύονται μοναδικά από τρεις γυναίκες, που θα μπορούσαν (όλες τους) να είναι η γιαγιά μας, η μαμά μας, η κόρη μας, η εγγονή μας, εμείς σε διαφορετικούς ρόλους στο πέρασμα του αμείλικτου χρόνου.
Το έργο είναι σχεδόν βιωματικό για τον θεατή, περνά μέσα από συναίσθημα που έχει ήδη νιώσει ή αναπόφευκτα θα αισθανθεί μέχρι το τέλος της ζωής του, ακόμη κι αν είναι γιος, σύζυγος ή πατέρας. Παρόλο που είναι μια παράσταση φτιαγμένη και αποδομένη από γυναίκες, δεν εξαιρεί όσους υπάρχουν εκτός της γραμμής ή όσες αποφάσισαν ή έτυχε να μην μπορέσουν να τη συνεχίσουν. Επειδή συχνά επιχειρεί αρκετές βυθίσεις στην άβυσσο του άγνωστου, της ανεπάρκειας και του αναπόδραστου, έχει και στιγμές αστείες, που λειτουργούν ως αντίβαρο στο δύσκολο και συχνά αφόρητο. Οι πολύ καλοί φωτισμοί αναδεικνύουν τις δυνατές σκηνές και ερμηνείες. Η μουσική και τα τραγούδια ανακατεύονται φυσικά με τα λόγια και τις ψιθυριστές σκέψεις.
Δεν μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ποια στιγμή της παράστασης θα σας συγκινήσει περισσότερο. Είναι πολύ υποκειμενικό, καθώς έχει να κάνει και με τη θέση σας πάνω στη γραμμή, την απόστασή σας από τον έναν ή τον άλλο ρόλο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι, στο τέλος της παράστασης, αν είστε πολύ τυχεροί και στο σπίτι σάς περιμένουν ακόμη μια μαμά και μια κόρη, νιώθετε τη μεγάλη ανάγκη να τις πάρετε αγκαλιά, να ζητήσετε (μάλλον αόριστα) συγγνώμη, να αναπληρώσετε όσον χρόνο τις στερηθήκατε, να διορθώσετε ό,τι προλαβαίνετε πριν η μια χαθεί και η άλλη μεγαλώσει…