ΠολιτισμόςΑπόψεις

Τέσσερις εικόνες αγάπης συν δύο

Χειρότερος από έναν ηθοποιό, που δεν γνωρίζει μέχρι πού μπορεί να φτάσει η δρασκελιά του και ακροβατεί σε κείμενα που αδυνατεί να σηκώσει στους ώμους του, είναι ο θεατής που δεν έχει επίγνωση μέχρι πού μπορεί να αντέξει και πόσο είναι σε θέση να ελέγξει τον εαυτό του, όταν δεν καταλαβαίνει τι βλέπει.

Απόψε πήγαμε να δούμε το έργο «Τέσσερις εικόνες αγάπης» του Lucas Bärfuss, που ανεβάζει ως τη Δευτέρα στο Καμπέρειο Θέατρο η Θεατρική Συμπαιγνία σε σκηνοθεσία Γιολάντας Καπέρδα.

Το κείμενο είναι σύγχρονο, φαινομενικά απλό, ουσιαστικά δύσκολο και τολμηρό, υπηρετώντας όλες τις αβεβαιότητες και τους μετεωρισμούς του μεταμοντέρνου θεάτρου. Η παράσταση είναι καλά δουλεμένη, σκόπιμα αφαιρετική στα δραματουργικά ευρήματα και στοιχεία, με έμφαση στην ερμηνεία και τον λόγο. Εγχείρημα εκ προοιμίου δύσκολο, που υπηρετήθηκε από πολύ δυνατές (αλλά όχι κραυγαλέες) ερμηνείες, κυρίως των δύο γυναικών, της Γιολάντας Καπέρδα και της Στέλλας Κατσαρού, και του εξαιρετικού (όσες τουλάχιστον φορές τον έχουμε δει) Κώστα Σερίφη.

Δυστυχώς, την άποψή μας γι’ αυτό που είδαμε (όπως πολύ φοβόμαστε και την παράσταση του Σαββάτου) επισκίασε η συμπεριφορά θεατών, που, για κακή μας τύχη, βρίσκονταν πολύ κοντά μας. Χειρότερος από έναν ηθοποιό, που δεν γνωρίζει μέχρι πού μπορεί να φτάσει η δρασκελιά του και ακροβατεί σε κείμενα που αδυνατεί να σηκώσει στους ώμους του, είναι ο θεατής που δεν έχει επίγνωση μέχρι πού μπορεί να αντέξει και πόσο είναι σε θέση να ελέγξει τον εαυτό του, όταν δεν καταλαβαίνει τι βλέπει. Και δεν μιλάμε ασφαλώς για βίαιες ή άβολες στιγμές του έργου. Μιλάμε για εκείνες, που δεν σερβίρονται έτοιμες στο πιάτο και δεν εκβιάζουν προφανή συναισθήματα ή αναμενόμενες αντιδράσεις. Έτσι, σε μια από τις καλύτερες ίσως σκηνές της παράστασης, όπου ό,τι χτίζεται αργά από την αρχή του έργου, φτάνει στη σχεδόν σιωπηλή κορύφωσή του, δυο κυρίες μπροστά μας άρχισαν να χασκογελούν. Και παρόλο που έβλεπαν πως δεν μπορούσαν πια να ελέγξουν το νευρικό τους γέλιο, επέμεναν να ανταλλάσσουν –μεταξύ βρυχηθμών και ρουθουνισμάτων- κι άλλα αστειάκια επιτείνοντας την ήδη εκτροχιασμένη κατάστασή τους. Ασφαλώς και η μόνη βεβαιότητα, η απαραίτητη για τον Bärfuss σύμβαση μεταξύ κοινού και ηθοποιού, βίαια καταστρατηγήθηκε. Και μπορεί σε εκείνες να κόστισε ένα-δυο χαρτομάντιλα παραπάνω, που έβγαλαν λίγο πριν το τέλος για να σκουπίσουν τα δακρυσμένα από τα γέλια μάτια τους, σε όσους βρεθήκαμε κοντά τους, όμως, κόστισε μία πολύτιμη και καθοριστική σκηνή, την τελευταία.

Για υστερόγραφο κρατάμε, ωστόσο, μια ωραία εικόνα από το κοινό του Σαββάτου. Στην ώρα του και διακριτικά, χωρίς κάμερες, συνοδεία και επισήμους, ήρθε ο δήμαρχος της πόλης, κάθισε στη θέση του και παρακολούθησε την παράσταση, μια συνηθισμένη μάλιστα μέρα, που δεν ήταν η επίσημη πρεμιέρα του έργου. Δεν είναι η πρώτη φορά που τον βλέπουμε σε παραστάσεις, που δεν είναι απαραίτητα παραγωγές του δημοτικού θεάτρου της πόλης. Τον πολιτισμό δεν τον υπηρετούμε μόνο όταν τον παράγουμε, αλλά και όταν τον στηρίζουμε με την παρουσία μας σε ό,τι τον αναδεικνύει στην πόλη. Και είναι σπουδαίο σε τέτοιες προσπάθειες, ανάμεσα στο κοινό, να βλέπουμε και τον δήμαρχο της πόλης. Μια απλή, συνηθισμένη μέρα. Χωρίς κάμερες, φωτογραφίες και σχετικά δελτία τύπου.

Σχετικά άρθρα

Όταν αυτοί δεν ζήσαν καλά κι εμείς καλύτερα

Τιτίκα Τζάλλα

Επτά σκοτεινά λαϊκά παραμύθια σε μια παράσταση

«Καημός», μια παράσταση με σκοτεινά παραμύθια