Στα δεξιά, η προτομή του Χρήστου Χρηστοβασίλη στο Άλσος (γλύπτης Νικόλας)
Ιστορίες

Χρήστος Χρηστοβασίλης, ο ηθογράφος της Ηπείρου, ο γνήσιος πατριώτης

Ο Απόστολος Κατσίκης γράφει στον Ηπειρωτικό Αγώνα για τη ζωή και το έργο του κατεξοχήν εκπροσώπου της ηθογραφικής και βουκολικής λογοτεχνίας της Ηπείρου, του Χρήστου Χρηστοβασίλη, τα διηγήματα των Χριστουγέννων του οποίου καταλαμβάνουν σημαντική θέση μαζί με αυτά άλλων συναδέλφων του εκπροσώπων της ίδιας λογοτεχνικής σχολής.

Δεν είναι διόλου συμπτωματικό που στο διήγημα του Χρήστου Χρηστοβασίλη “Τα Χριστούγεννα της γριάς”, η γιαγιά με την εγγονή της καρτερά τον ξενιτεμένο της γιο τα Χριστούγεννα, όπως κι η Τασιούλαινα, στο δεύτερο διήγημα, το “Ύστερα από εικοσιπέντε χρόνια“, περιμένει τον άντρα της την ίδια περίοδο, τις γιορτινές μέρες δηλαδή, που η απουσία αγαπημένων προσώπων γίνεται αβάστακτη. Η ξενιτειά στην πατρίδα μας υπήρξε για δεκαετίες πολλές και για πάμπολλα σπίτια κοινή μοίρα και μεγάλος καημός. Όλες οι οικογένειες είχαν κάποιον που περίμεναν να καλοδεχθούν.

Έτσι, στην εργογραφία του  κατεξοχήν εκπροσώπου της ηθογραφικής  και βουκολικής λογοτεχνίας της Ηπείρου, του Χρήστου Χρηστοβασίλη, τα διηγήματα των Χριστουγέννων καταλαμβάνουν σημαντική θέση μαζί με αυτά και άλλων συναδέλφων του εκπροσώπων της ίδιας λογοτεχνικής σχολής. Και τα μικρά αυτά αριστουργήματα της ηθογραφικής λογοτεχνίας δεν συγκρίνονται βέβαια με τα αντίστοιχα -μεταπολιτευτικά κυρίως- τα οποία περιορίζονται σε περιγραφή ρεβεγιόν, από τα οποία απουσιάζουν τα Χριστούγεννα και πλεονάζουν οι σαμπάνιες!

Στον αποκαλούμενο «κήπο των ποιητών», στο άλσος των Ιωαννίνων, δεσπόζουσα θέση μεταξύ των άλλων ομοτέχνων του κατέχει η προτομή σε χαλκό του Ηπειρώτη λογοτέχνη Χρήστου Χρηστοβασίλη, στον οποίο είναι αφιερωμένες οι «Μικρές Ιστορίες» σήμερα. Η τοποθέτηση της προτομής αποτελεί βέβαια έκφραση του οφειλόμενου χρέους και απόδοση της ανάλογης ευγνωμοσύνης της πόλης προς τον συντοπίτη μας Χρηστοβασίλη για την προσφορά του στη Λογοτεχνία και τα Ηπειρωτικά Γράμματα εν γένει.

Εάν όμως η πόλη και ευρύτερα η Πολιτεία θα ήθελε να τιμήσει τον Χρηστοβασίλη για το σύνολο της προσφοράς του προς την Πατρίδα θα έπρεπε να τοποθετήσει αντίστοιχη προτομή ή τιμητικό μνημείο και στον κήπο των εξόχων Πατριωτών και Ηρώων. Διότι η πατριωτική δράση και η προσφορά του Χρηστοβασίλη προς την μητέρα Πατρίδα, σε καιρούς μάλιστα χαλεπούς, είναι εφάμιλλη, ίσως δε και ανώτερη της συμβολής του στον εμπλουτισμό με θαυμάσια πονήματα και στη ανέλιξη της Ηπειρωτικής Λογοτεχνίας (κάτι το οποίο δεν είναι ευρέως γνωστό). Και με τον τομέα αυτό θα ασχοληθούμε περισσότερο στο σημερινό αφιέρωμα στον Σουλιώτη δημοσιογράφο, λογοτέχνη αλλά και μέγα πατριώτη Χρήστο Χρηστοβασίλη!

Η ζωή του Χρηστοβασίλη υπήρξε τόσο πολυσχιδής και πολυκύμαντη που θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για τη συγγραφή μυθιστορηματικής βιογραφίας. Ο Χρήστος Χρηστοβασίλης γεννήθηκε στο μικρό χωριό Σουλόπουλο και ήταν γιος του Αναστάση Βασιλείου που καταγόταν από την οικογένεια των Ζουλιαταίων (οι Ζουλιάτες ήταν χωριό της Β. Ηπείρου). Παππούς του ήταν ο Χρήστος Βασιλείου (από όπου προέκυψε και το ψευδώνυμο του λογοτέχνη), άρχοντας του Σουλόπουλου τον 19ο αιώνα, στον οποίο ανήκε και ολόκληρη η περιοχή του χωριού. Έτσι ερμηνεύεται και η ονομασία του χωριού σήμερα, που αποκαλείται «Σούλι-Χρηστοβασίλη». Ως ακριβέστερη χρονολογία γέννησής του, διότι υπάρχουν πολλές εκδοχές, θεωρείται η 20ή Ιουλίου του1862.

Ο Χρήστος Βασιλείου (Χρηστοβασίλης) είχε την τύχη να επισκεφθεί εξαιρετικά σχολεία αρχίζοντας από το χωριό του, για να συνεχίσει στο αλληλοδιδακτικό σχολείο της Ζίτσας, κατόπιν στην Κρετσούνιστα, το σημερινό Δεσποτικό. Αργότερα μετακόμισε στην Ξάνθη, όπου διέμενε ο θείος του Σπυράκης Βασιλείου και εκεί ολοκλήρωσε το Σχολαρχείο. Στη συνέχεια επισκέφτηκε την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, την πόλη όπου ζούσε η σύζυγος του θείου του, Σπυράκη Βασιλείου. Σε ηλικία 14 ετών, λόγω «της πατριωτικής του ζωηρότητας», απομακρύνεται από τις τουρκικές αρχές από τη Σμύρνη και ως όμηρος φοιτά στο αυτοκρατορικό Λύκειο της Κωνσταντινούπολης. Τα γεγονότα της εποχής όμως και οι αξίες με τις οποίες γαλουχήθηκε δεν τον αφήνουν να ησυχάσει. Με την έναρξη του ρωσοτουρκικού πολέμου δραπετεύει και μετά από περιπέτειες φτάνει στην Κέρκυρα, όπου εντάσσεται σε σώμα εθελοντών και λαμβάνει μέρος (1878) στην εξέγερση του Λυκουρσίου (Β. Ηπείρου). Η εξέγερση καταπνίγεται, ο Χρηστοβασίλης διασώζεται και περνάει στο αντάρτικο της Πίνδου. Τελικά συλλαμβάνεται και εξορίζεται στα Τρίκαλα. Εκεί βιώνει και γιορτάζει την απελευθέρωση της Θεσσαλίας (1881), εργαζόμενος ως γραμματέας (1881-1885) στα κτήματα του Χρηστάκη Ζωγράφου. Έμπλεος μάλιστα πατριωτικού ενθουσιασμού απαγγέλει την ημέρα του εορτασμού της απελευθέρωσης στη Μητρόπολη των Τρικάλων το ποίημά του «Στ’ αδέλφια μας», το οποίο κατέληγε με τη φράση «.. και το σταυρό στην Αγιά Σοφιά, στην Πόλη να δούμε!». Το περιεχόμενο αυτό του ποιήματος οδήγησε τον Χρηστοβασίλη ξανά στη φυλακή. Ενώ είχε ήδη νυμφευθεί τη Σωσσάνα Παπασταύρου από τη Ζίτσα το 1882, συλλαμβάνεται και οδηγείται στα Γιάννενα για να απολογηθεί ως επαναστάτης και υποκινητής ταραχών. Δικάζεται και καταδικάζεται εις θάνατον. Ευτυχώς η ποινή δεν εκτελέστηκε άμεσα και η οικογένεια Χρηστοβασίλη εκμεταλλευόμενη τη διαφθορά του τουρκικού καθεστώτος δωροδοκεί τους δεσμοφύλακες και ο Χρηστοβασίλης φυγαδεύεται στα Τρίκαλα.

Οι ατυχείς συγκυρίες όμως  δεν εγκαταλείπουν την οικ. Χρηστοβασίλη. Από τα  τρία παιδιά της οικογένειας τα δύο πέθαναν το 1889, ενώ τον επόμενο χρόνο αποδήμησε και η ίδια η σύζυγος τού Χρηστοβασίλη, Σωσσάνα.

Το επόμενο διάστημα ο Χρηστοβασίλης αφιερώνει την πατριωτική του δράση  στο Μακεδονικό ζήτημα. Με έδρα την ελεύθερη  Θεσσαλία προσπαθεί να οργανώσει επαναστατικό σώμα προς αντιμετώπιση του βουλγαρικού κομιτάτου. Ήλθε μάλιστα σε ρήξη για τις ενέργειές του αυτές με τον Νομάρχη Τρικάλων, ο οποίος τον κατηγόρησε ότι με τις πράξεις του «εμπλέκει το ελληνικό κράτος σε πολιτικές περιπέτειες» (sic!)

Το 1885 ο Χρηστοβασίλης εγκαταλείπει τη Θεσσαλία και εγκαθίσταται στην Αθήνα αναζητώντας την τύχη του στη δημοσιογραφία. Με την επιστράτευση όμως του Οκτωβρίου και τον ενθουσιασμό που επικρατούσε ο ένθερμος πατριώτης Χρηστοβασίλης δεν μπορεί να παραμείνει αδρανής. Ξαναγυρίζει στη Θεσσαλία, ως έφεδρος ανθυπολοχαγός και παραμένει μέχρι το 1886 οπότε επιστρέφει πάλι στην Αθήνα.

Η δημοσιογραφία είναι η κύρια ενασχόλησή του. Ο επαγγελματικός του χώρος περιελάμβανε εφημερίδες, περιοδικά καθώς και ημερολόγια. Ανάμεσά τους και η «Εφημερίς», το «Μουσείον», η «Νέα Εστία», τα «Παναθήναια», το «Ημερολόγιον των Κυριών», το «Αττικόν Ημερολόγιον», η «Κυψέλη», η «Εστία», η «Εθνική Αγωγή» και η «Ακρόπολις», για την οποία και πραγματοποίησε πολλές δημοσιογραφικές, αλλά συγχρόνως εθνικές αποστολές. Το 1894 επισκέφτηκε  τη Θεσσαλονίκη, το 1895 την Κωνσταντινούπολη, στη συνέχεια τη Βουλγαρία και τη Σερβία. Το 1896 μεταβαίνει στη Μόσχα, ως μοναδικός Έλληνας αντιπρόσωπος στη στέψη του Τσάρου, στη συνέχεια στη Βιέννη και στην Παλαιστίνη.

Το 1896 παντρεύεται σε δεύτερο γάμο την Αλεξάνδρα Γιώτη στο Καρπενήσι, με την οποία απέκτησαν επτά παιδιά. Αλλά και εδώ στάθηκε άτυχος. Δύο γιοι τους χάθηκαν πρόωρα, ενώ και τρίτος, ο Βασίλης, ο αγαπημένος του Χρηστοβασίλη, πέθανε αργότερα, φοιτητής, το 1925.

Παράλληλα με τη δημοσιογραφία επιδίδεται στην προσφιλή του ενασχόληση: τη λογοτεχνία και τη συγγραφή. Ένθερμος δημοτικιστής, αποκαλούσε μάλιστα προφητικά τη δημοτική γλώσσα “κοινή του μέλλοντος”, δημοσίευσε συλλογές ηθογραφικών και ιστορικών διηγημάτων, θεατρικά έργα, ποιήματα, αλλά και ιστορικές και λαογραφικές μελέτες. Επίσης πολυάριθμα άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες. Συνέταξε ακόμη σχολικά εγχειρίδια, γλωσσάρια, γραμματική της δημοτικής γλώσσας και μετέφρασε έργα του Βιργιλίου (αποσπάσματα από τα Βουκολικά), του Θεοκρίτου, του Οβιδίου και τα «Ρουμπαγιάτ» του Ομάρ Καγιάμ.

Το 1896 ξεκίνησε η συνεργασία του με την εθνική «Εταιρεία του Ελληνισμού», που είχε ιδρυθεί το 1893 «τη φιλοπάτριδι πρωτοβουλία εξεχόντων εν τη κοινωνία προσώπων», στο περιοδικό της οποίας για αρκετά χρόνια υπήρξε διευθυντής. Εκεί δημοσίευε  πραγματείες με το ψευδώνυμο «Ζευς Δωδωναίος». Ο ρόλος του όμως ήταν ευρύτερος: αγωνιζόταν για τα εθνικά θέματα, προσπαθούσε να συσπειρώσει τους αλύτρωτους Έλληνες, ταξιδεύοντας σε μυστικές αποστολές. Μια από τις πραγματείες που είχε δημοσιεύσει με τίτλο «Εθνικά Άσματα 1453-1821» στάθηκε αφορμή διαφωνίας του με το Νικόλαο Πολίτη. Τελικά αποχώρησε από την Εταιρεία το 1909 και έφυγε για τη Σμύρνη, έμεινε ένα διάστημα στην Κωνσταντινούπολη και το 1913 (Ιανουάριος) επέστρεψε στην Αθήνα, θέλοντας να λάβει μέρος, σε ηλικία 51 ετών, στον πόλεμο για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Η επιθυμία του δεν πρόλαβε να εκπληρωθεί: το Φεβρουάριο του έτους αυτού η ιδιαίτερη πατρίδα τού Χρηστοβασίλη, τα Γιάννενα, απελευθερώνονται από τον μακροχρόνιο τουρκικό ζυγό. Ο Χρηστοβασίλης εμπνεόμενος από το γεγονός δημοσιεύει το ποίημά του «Τα ελευθερωμένα Γιάννινα» στην «Ακρόπολη» και αναχωρεί για τη γενέτειρά του αποφασισμένος να δραστηριοποιηθεί εκεί.

Η εφημερίδα του Χρηστοβασίλη, φύλλο 29-10-1928

Στα Γιάννενα εργάζεται πάλι ως δημοσιογράφος. Το 1913 παίρνει άδεια έκδοσης νέας εφημερίδας της «Ελευθερίας», η οποία όμως για πολιτικούς λόγους βλέπει το φως της δημοσιότητας 10 χρόνια αργότερα, το 1923. Η εφημερίδα ήταν δισέλιδη και δισεβδομαδιαία και επέζησε ως το 1937, ενώ το 1936 ο Χρηστοβασίλης εξέδωσε και το περιοδικό «Ηπειρωτικά Φύλλα».

Παρά την απελευθέρωση μέρους της Ηπείρου ο πατριωτισμός του δεν τον αφήνει σε ησυχία. Προσπαθεί με κάθε μέσο να κρατάει στην επικαιρότητα το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα, επιδιώκοντας την ενσωμάτωση και του υπολοίπου τμήματος της Ηπείρου στη μητέρα πατρίδα. Μάλιστα το 1914 του ανατέθηκε αμισθί η διοίκηση της πολιτοφυλακής Αργυροκάστρου. Δυστυχώς ο πόθος και οι προσπάθειές του για ενσωμάτωση και της Β. Ηπείρου στον εθνικό κορμό δεν ευοδώθηκαν. Πρωτοστάτησε επίσης στην απόδοση των 16 χωριών της επαρχίας Φιλιατών από τους Τουρκαλβανούς και των 79 εθνικών κτημάτων της Ηπείρου από τον Αλή πασά.

Με το τέλος του Α’ παγκοσμίου πολέμου αρχίζουν δύσκολες μέρες για την οικ. Χρηστοβασίλη. Είναι η περίοδος του εθνικού διχασμού. Ο Χρηστοβασίλης υφίσταται τις συνέπειες των πολιτικών διενέξεων αλλά και διώξεων μεταξύ βασιλικών και βενιζελικών. Όντας φιλοβασιλικός φυλακίζεται το 1917 και εξορίζεται στη Νάξο (1918). Ενεργός πολίτης, αλλά και ενεργός επίσης πολιτικά, εξελέγη αργότερα δύο φορές βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος (το 1926 και το 1935).

Ο Χρηστοβασίλης παρά τις ποικίλες ενασχολήσεις του και την έντονη παρουσία στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα του τόπου, ουδέποτε υποτίμησε και λησμόνησε την μεγάλη του αγάπη, τη λογοτεχνία. Η συνέχεια, η διαχρονικότητα του έργου του και τα αριθμητικά τεκμήρια αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες. Ο Χρηστοβασίλης συνέγραψε δεκάδες διηγήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα, χρονογραφήματα, διαλέξεις, μελέτες, ακόμη σχολικά εγχειρίδια και βέβαια, ως δημοσιογράφος, δημοσιεύσεις σε εφημερίδες και περιοδικά και ανταποκρίσεις.

Η Πολιτεία αναγνωρίζοντας και εκτιμώντας την προσφορά του τόσο στα Γράμματα όσο και στην Πατρίδα τον τίμησε, ευτυχώς, πριν το θάνατό του. Το Υπουργείο Παιδείας τον βράβευσε για το σύνολο του λογοτεχνικού του έργου και η Πολιτεία του απένειμε το χρυσό Σταυρό του Σωτήρα για «τους μόχθους του υπέρ του Έθνους  και του Ελληνικού πνεύματος».

Από τα μέσα Ιουλίου του 1936 η υγεία του άρχισε να επιδεινώνεται. Ο Χρηστοβασίλης άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα την 21η Φεβρουαρίου του 1937, ανήμερα της επετείου απελευθέρωσης των Ιωαννίνων, που τόσο πολύ αγαπούσε.

Σχετικά άρθρα

Πρώτη στην ικανοποίηση επισκεπτών η Ήπειρος 

Στην πράξη θα κριθούν τα νέα μέτρα

43,7 εκατ. ευρώ ΕΝΦΙΑ για 17,533 δισ. ευρώ ακίνητης περιουσίας

Γεωργία Χαλάτση