Ιστορίες

Λεονάρντο ντα Βίντσι: οι ιδιαιτερότητες μιας μεγαλοφυΐας  

Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι υπήρξε ο άνθρωπος που ήθελε να ξέρει τα πάντα, ένα γενικό πνεύμα που γεννήθηκε πολύ νωρίς για να μπορέσει να «εκμεταλλευτεί» πλήρως τη μεγαλοφυΐα του, ένας μύθος του οποίου, 500 χρόνια μετά το θάνατό του, κάποιες ιδέες, συλλήψεις και ανακαλύψεις είναι ακόμα ελάχιστα γνωστές στο ευρύ κοινό.

“Υπάρχουν τριών ειδών άνθρωποι: εκείνοι που βλέπουν, εκείνοι που βλέπουν όταν τους δείχνουν και εκείνοι που δεν βλέπουν”

Η φράση ανήκει στον Leonardo da Vinci (Λεονάρντο ντα Βίντσι), τον άνθρωπο που εκφράζει όσο κανένας άλλος τις ιδιότητες του Homo universalis και βέβαια τον καλλιτέχνη, εφευρέτη και δημιουργό που δικαιούται όσο, ίσως, κανένας άλλος να ανήκει στην πρώτη κατηγορία των ανθρώπων της παραπάνω κατάταξης, αυτών δηλαδή που μπορούν και ξέρουν να βλέπουν.

Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι υπήρξε ο άνθρωπος που ήθελε να ξέρει τα πάντα, ένα γενικό πνεύμα που γεννήθηκε πολύ νωρίς για να μπορέσει να «εκμεταλλευτεί» πλήρως τη μεγαλοφυΐα του, ένας μύθος του οποίου, 500 χρόνια μετά το θάνατό του, κάποιες ιδέες, συλλήψεις και ανακαλύψεις είναι ακόμα ελάχιστα γνωστές στο ευρύ κοινό.

Το πολυμήχανο αυτό μυαλό, που προηγείτο σίγουρα της εποχής του, ανήκε σ’ έναν άνθρωπο με ιδιαιτερότητες και «αποκλίσεις». Ίσως και ακριβώς λόγω αυτών των χαρακτηριστικών ο Λεονάρντο ντα Βίντσι συμπεριλαμβάνεται στα πιο προικισμένα και πρωτοποριακά πνεύματα όχι μόνον της εποχής του αλλά όλων των εποχών. Γιατί ο μέγας Λεονάρντο ήταν αυτός που «είδε πράγματα που χιλιάδες χρόνια τα μάτια των πιο μεγάλων σοφών δεν είχαν καταφέρει να δουν».

Τα «ιδιαίτερα» χαρακτηριστικά του Λεονάρντο εμφανίζονται από τη στιγμή της ίδιας της έλευσής του στον κόσμο, συνδέονται με τους βιολογικούς του γονείς αλλά και τις κοινωνικές συνθήκες του περιβάλλοντος ενηλικίωσής του.

Γεννήθηκε το 1452 σε μια μικρή πόλη έξω από τη Φλωρεντία, το Βίντσι (από το οποίο προήλθε το «επώνυμό» του). Το πλήρες όνομά του ήταν Leonardo di ser Piero da Vinci, αν και υπέγραφε τα έργα του ως «Leonardo» ή «Io, Leonardo», «Εγώ, ο Λεονάρντο»).

Ήταν ένα παιδί εκτός γάμου. Ο πατέρας του, Πιέρο, ανήκε σε μια ισχυρή οικογένεια συμβολαιογράφων και η μητέρα του ήταν ένα ορφανό και φτωχό δεκαεξάχρονο κορίτσι, ονόματι Κατερίνα Λίπι. Ο Λεονάρντο μέχρι τα 12 χρόνια του μεγάλωσε με τους παππούδες του και με έναν θείο. Παρά τη μη αναγνώριση του γιου του, ο πατέρας του φαίνεται ότι τον φρόντισε, τουλάχιστον οικονομικά. Ήταν μεν «μέλος» της οικογένειας, αλλά όχι και πλήρως ενταγμένος σε αυτήν. Επειδή είχε γεννηθεί εκτός γάμου, δεν πήγε σε ένα από τα λατινικά σχολεία που δίδασκαν την κλασική γραμματεία. Η μόνη επίσημη εκπαίδευση που έλαβε ήταν σε προ-παιδευτικό σχολείο, όπου έλαβε στοιχειώδεις δεξιότητες (κάποτε υπέγραψε ως «Λεονάρντο ντα Βίντσι, μαθητής της εμπειρίας»). Μοναχικός ως χαρακτήρας, είδε τη νόθα καταγωγή του αργότερα ως αποτέλεσμα λάθος επιλογών της μητέρας του, μάλιστα ο Φρόιντ την συνέδεσε με το ανολοκλήρωτο αρκετών έργων του, ονομάζοντας αυτή την ιδιοτροπία του ως «σύμπλεγμα του Λεονάρντο». Ο ίδιος απέδωσε στην εγκατάλειψη από τη μητέρα του (και) την ομοφυλοφιλία του. Σχεδόν αυτοδίδακτος, ο Ντα Βίντσι αφέθηκε από νωρίς στην ελευθερία της Φύσης, που τον δίδαξε καλύτερα από τα αυστηρά σχολεία της εποχής του.

Το ταλέντο του στις καλές τέχνες, αλλά και η δεξιότητα στις κατασκευές (καίτοι αριστερόχειρας, άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό για τον οποίο τον κορόιδευαν όλοι), οδήγησαν τον πατέρα του να τον στείλει ως μαθητευόμενο σε ηλικία 14 ετών στο εργαστήριο του φλωρεντινού ζωγράφου και αρχιτέκτονα Αντρέα ντελ Βερόκιο, όπου παρέμεινε έως το 1480. Εκεί ο Λεονάρντο ανέπτυξε και φανέρωσε τα πολλαπλά ταλέντα, τις δεξιότητες αλλά και τα ειδοποιά στοιχεία του χαρακτήρα του. Ήταν ένας άνδρας εξαιρετικής ομορφιάς και χάρης, όπως μπορεί να αντιληφθεί κανείς από την αυτοπροσωπογραφία του στο δεξί άκρο της «Προσκύνησης των Μάγων», ή στο ορειχάλκινο άγαλμα «Δαβίδ» (1473-75) του Αντρέα ντελ Βερόκιο, για το οποίο υπήρξε μοντέλο. Παρά τα εμφανή σωματικά του προσόντα, μάλλον δεν τον ενδιέφεραν οι γυναίκες, φαίνεται ότι υπήρξε μέχρι τέλους επιρρεπής στους ανήλικους νεαρούς που προσλάμβανε ως βοηθούς στο εργαστήριό του.

Ξεπερνώντας καλλιτεχνικά από νωρίς το δάσκαλό του, δεν ένιωσε ποτέ μέλος της ομήγυρης των κάπως αναγνωρισμένων ζωγράφων της εποχής του, ίσως γιατί θεωρούσε, πρόωρα και υπερφίαλα μάλλον, ότι ήταν ανώτερος ακόμη και από τον ίδιο τον Μποτιτσέλι, που βρισκόταν τότε στο αποκορύφωμα της καριέρας του! Παρά ταύτα καλλιεργούσε φιλικές σχέσεις με ορισμένους από τους ομοτέχνους του, μάλλον όμως κανένας από αυτούς δεν είχε αντιληφθεί ποιες δυνάμεις έκρυβε το χέρι αλλά και το μυαλό του Λεονάρντο.

Όντας σίγουρος για τα πολλά προσόντα του ανέπτυξε σταδιακά μια υπεροψία, την οποία μάλιστα δεν απέκρυπτε. Σε ηλικία τριάντα ετών και διαπιστώνοντας ότι στη Φλωρεντία δεν είχε τύχει της αναγνώρισης που πρέσβευε για τον εαυτό του, έγραψε μια επιστολή στον ηγεμόνα της πόλης του Μιλάνου και του εξέθετε τους λόγους για τους οποίους θα όφειλε(!) να τον προσλάβει. Σε αυτήν απαριθμούσε μέσα σε δέκα παραγράφους τις δεξιότητές του στη μηχανική, καθώς μπορούσε να σχεδιάζει όπως ισχυριζόταν θωρακισμένα οχήματα, γέφυρες, κανάλια και κτίρια. Επίσης ανέφερε ότι «… μπορώ να κατασκευάσω γλυπτά σε μάρμαρο, ορείχαλκο και πηλό. Ομοίως, στη ζωγραφική, μπορώ να κάνω ό,τι είναι δυνατόν εξίσου καλά με οποιονδήποτε, όποιος κι αν είναι αυτός». Το περιεχόμενο της επιστολής έπεισε τον ηγεμόνα της πόλης Λουδοβίκο  Σφόρτσα να προσλάβει τον (περισσότερο) εφευρέτη και κατασκευαστή Ντα Βίντσι και έτσι ο Λεονάρντο εγκαθίσταται στο Μιλάνο όπου και δημιουργεί. Εργάζεται ως σύμβουλος αρχιτέκτονας στον καθεδρικό ναό της πόλης, εκεί ζωγραφίζει την «Παναγία των Βράχων» και τον «Μυστικό Δείπνο» στο μοναστήρι της Σάντα Μαρία ντε λε Γκράτσιε Η τάση του να ξεφεύγει από τα καθιερωμένα, άλλη μια ιδιαιτερότητα του Λεονάρντο, όχι μόνο στιλιστικά αλλά και τεχνικά συνδέεται με το τελευταίο έργο, που θεωρείται το αριστούργημά του. Ο Λεονάρντο εργαζόταν παρουσία θεατών με τους οποίους συζητούσε καθώς ζωγράφιζε. Μερικές φορές στεκόταν εκεί, χωρίς να αφήνει καθόλου το πινέλο, ξεχνώντας να φάει και να πιει, ζωγραφίζοντας ακατάπαυστα. Άλλες φορές πάλι είχε δύο, τρεις ή τέσσερις μέρες να αγγίξει το πινέλο. Ο βραδύς ρυθμός δημιουργίας του υπό κατασκευή έργου, που οφείλεται και στην παράλληλη ενασχόλησή του με άλλες παραγγελίες, και στην επιθυμία του να χρησιμοποιήσει ως μοντέλα για την απεικόνιση των μαθητών του Χριστού πρόσωπα πραγματικά, ήταν ένας λόγος της πρόωρης φθοράς του.

Η πολυμέρεια του Ντα Βίντσι υπήρξε παροιμιώδης. Ό,τι σκεπτόταν και ό,τι φανταζόταν τα αποτύπωνε γραπτώς στα περίφημα σημειωματάριά του. Έχουν διασωθεί πάνω από 7.000 σελίδες με ιδιόχειρες σημειώσεις του που απεικονίζουν με λεπτομέρεια ανθρώπινα μέλη, εκατοντάδες εφευρέσεις και κατασκευές του και διάφορα δικά του σχόλια. Μέσω αυτών αποκαλύπτεται ότι η ιδιοφυΐα του δεν ήταν κάτι το υπερφυσικό ή το ανεξήγητο, αλλά ότι βασιζόταν στην παρατηρητικότητα, στη ζωηρή φαντασία, αλλά και στην ανεξάντλητη περιέργειά του. Για την ακρίβεια «την πιο αδυσώπητη περιέργεια στην ιστορία», σύμφωνα με τον ιστορικό τέχνης Κένεθ Κλαρκ. Ο Λεονάρντο καταπιάστηκε με τα πάντα – μα τα πάντα – γύρω του. Με την ανατομία, τα ζώα, τη γεωλογία, τα απολιθώματα, την οπτική, τη βοτανική, τις μηχανές, τη ροή των υδάτων, τα στρατιωτικά όπλα… Έπαιζε μουσική και τραγουδούσε, μα προπαντός ήταν διανοητής, δημιουργός και εφευρέτης. Υπήρξε ο πρόδρομος -λίγο ή πολύ- των πιο «μοντέρνων» θετικών επιστημών. Αυτό ήταν το «μυστικό» της επιτυχίας του, «η ικανότητά του να συνδυάζει την τέχνη, την επιστήμη, την τεχνολογία και τη φαντασία» και αποτελεί μια «διαχρονική συνταγή δημιουργικότητας» (δεν είναι τυχαίο ότι ο Λεονάρντο ήταν το ίνδαλμα του Τζομπς, ακριβώς όπως συνεχίζει να είναι για τον Μπιλ Γκέιτς  ο οποίος, σημειωτέον, κατέχει ένα από τα  σημειωματάρια του Ντα Βίντσι).

Η ευφυΐα, ο οίστρος, η ανικανοποίητη περιέργεια, αλλά και η ηδονή, ο πόνος, η εσωστρέφεια και η καχυποψία φαίνονταν να συνδέονται στο πρόσωπο του Λεονάρντο με τον πλέον οδυνηρό τρόπο, όπως έγραφε κάτω από ένα σχέδιο του το 1517. Ιδιαίτερα οι δύο τελευταίες ιδιότητές του (μάλλον ιδιορρυθμίες) αποδεικνύονται ολοφάνερα από το γεγονός ότι έγραφε τις σημειώσεις του κρυπτογραφημένες, γραμμένες από τα δεξιά στα αριστερά με κατοπτρική γραφή, έτσι ώστε να διαβάζονται μόνο μέσω καθρέπτη! Η εργατικότητά του σε περιόδους καλλιτεχνικού οίστρου ήταν γνωστή σε όλους: θεωρούσε τον ύπνο χάσιμο χρόνου, το πνεύμα του ήταν τόσο ανήσυχο που οι σκέψεις του δεν τον άφηναν να ηρεμήσει. Λέγεται ότι κοιμόταν συνολικά μία ώρα την ημέρα, «σπασμένη» σε 4 δεκαπεντάλεπτα.

Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι εθεωρείτο εκκεντρικός και από τις συνήθειες της καθημερινότητας: είναι γνωστή η αδυναμία που είχε στα ζώα. Ο ίδιος ήταν χορτοφάγος και «δεν σκότωνε ψύλλο για κανέναν απολύτως λόγο», όπως δε έγραψε προφητεύοντας «θα έρθει η εποχή που οι άνθρωποι, όπως κι εγώ, θα βλέπουν τη δολοφονία των ζώων, όπως τώρα βλέπουν τη δολοφονία των ανθρώπων».

Η εκκεντρικότητα και η ιδιαιτερότητά του επεκτείνονταν και στις παραγγελίες που ελάμβανε αλλά και στις σχέσεις του με τους εργοδότες. Τα περισσότερα από τα έργα του, ακόμη και τα διασημότερα, θεωρείται ότι δεν έχουν ολοκληρωθεί ποτέ. Από μερικούς το «ημιτελές» των έργων του αποδίδεται στην τελειομανία του, γιατί οι συλλήψεις του ήταν τόσο «εμπνευσμένες και εξαίσιες» που ήταν αδύνατο να εκτελεστούν άψογα.

Η εξιδανίκευση τον απέτρεπε από το να βάλει την τελευταία πινελιά, αλλά τον έκανε να μπορεί να φωτίζει με ιδανική ακρίβεια το πρόσωπο του Ιησού, να βάζει γοητευτική αμφιβολία στο χαμόγελο της Μόνα Λίζα και να ενσωματώνει εσωτερική θλίψη μαζί με αμφιβολία στα πορτρέτα του.

Η Τζοκόντα, ή άλλως πως Μόνα Λίζα, το πλέον αναγνωρίσιμο και ακριβό έργο όλων των εποχών, αποτελεί ακριβώς έκφραση του ιδιόρρυθμου χαρακτήρα τού Λεονάρντο. Παραγγελία το 1503 του εύπορου εμπόρου της Φλωρεντίας Φρανσέσκο ντελ Τζιοκόντο απεικονίζει τη γυναίκα του, Λίζα Γκεραρντίνι. Ο Λεονάρντο, αφού ασχολήθηκε επί τέσσερα χρόνια με το έργο, το άφησε, κατά την προσφιλή του τακτική, ημιτελές. Η Τζοκόντα δεν παραδόθηκε ποτέ στον Τζιοκόντο. Φαίνεται όμως ότι ήταν το πιο αγαπημένο έργο του Λεονάρντο, γι’ αυτό και το πήρε μαζί του κατά τη μετοίκησή του στη Γαλλία, όπου λέγεται ότι το συμπλήρωσε και εκεί παρέμεινε (έτσι εξηγείται και η κατοχή του έργου από το Μουσείο του Λούβρου).

Παρά την αγάπη του για την Ιταλία και αφού δημιούργησε καλλιτεχνικά στις σπουδαιότερες πόλεις της, Φλωρεντία, Μιλάνο, Βενετία, Ρώμη, ο Λεονάρντο δέχεται το 1516 την πρόσκληση του βασιλιά της Γαλλίας Φραγκίσκου Α΄, δεινού συλλέκτη των έργων του, και με εύθραυστη πλέον υγεία εγκαθίσταται στο παλάτι της Αμπουάζ. Στην διάρκεια της εκεί παραμονής του περιορίστηκε στην ταξινόμηση των χειρογράφων και σημειώσεών του και δεν ζωγράφισε κάτι που να έχει διασωθεί.

Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο εμβληματικός αυτός καλλιτέχνης της Αναγέννησης, πέθανε στις 2 Μαΐου 1519, σε ηλικία 67 ετών  στο Κλου της Γαλλίας, κοντά στον βασιλικό πύργο του Αμπουάζ. Εκεί και τάφηκε στην εκκλησία Sainte Florentine.

Η τοποθεσία του τάφου του δεν έχει διασωθεί. Έχει διασωθεί όμως αυτό που έγραφε ο Ντα Βίντσι τριάντα χρόνια νωρίτερα: «Όπως μια καλά ξοδεμένη ημέρα φέρνει έναν ευχάριστο ύπνο, έτσι και μια καλά αξιοποιημένη ζωή φέρνει έναν ευχάριστο θάνατο». Για το θάνατό του δεν γνωρίζουμε αν ήταν ευχάριστος, σίγουρα όμως η ζωή του Λεονάρντο ντα Βίντσι, της εξέχουσας αυτής προσωπικότητας και ιδιοφυΐας της αναγέννησης, ήταν απόλυτα αξιοποιημένη.

Σχετικά άρθρα

Αλέξανδρος Αλεξανδράκης, ο ζωγράφος του έπους του ‘40

Απόστολος Κατσίκης