Ιστορίες

Αλέξανδρος Αλεξανδράκης, ο ζωγράφος του έπους του ‘40

Οι παλαιότεροι, σε κάθε επέτειο του ελληνοϊταλικού πολέμου σίγουρα ανακαλούν στη μνήμη τους τους χαρακτηριστικούς και τόσο «ζωντανούς» πίνακες ζωγραφικής με θέμα το έπος του ‘40 που έβλεπαν στους τοίχους των σχολικών αιθουσών. Υποθέτω όμως ότι ελάχιστοι γνώριζαν- γνωρίζουν το όνομα του ζωγράφου που απαθανάτισε αυτές τις σκηνές. Ακόμα πιο λίγοι βέβαια είναι οι νεότεροι που έχουν δει τα έργα και γνωρίζουν το όνομα και την προσφορά του καλλιτέχνη, στην Πατρίδα και στην Τέχνη.

«Με το βιβλίο τούτο θέλησα να διηγηθώ τον πόλεμο με τον δικό μου τρόπο. Στην Τέχνη μου με απασχόλησαν πολλά. Οι εικόνες, όμως, του μετώπου και της υπεράνθρωπης προσπάθειάς μας στον συντριπτικά άνισο αγώνα, έρχονται και ξανάρχονται στη ζωγραφική μου σαν ανεξόφλητο χρέος».

Είναι τα λόγια του Αλέξανδρου Αλεξανδράκη, του αποκαλούμενου και ζωγράφου του έπους του ’40, αποτυπωμένα στον πρόλογο του λευκώματος με τίτλο «Έτσι πολεμούσαμε 1940-41», με 80 σκίτσα από το μέτωπο και 22 πολεμικούς πίνακες από την περίοδο εκείνη, που εξέδωσε λίγο πριν από το θάνατό του, το 1968.

Οι παλαιότεροι, σε κάθε επέτειο του ελληνοϊταλικού πολέμου σίγουρα ανακαλούν στη μνήμη τους τους χαρακτηριστικούς και τόσο «ζωντανούς» πίνακες ζωγραφικής με θέμα το έπος του ‘40 που έβλεπαν στους τοίχους των σχολικών αιθουσών. Υποθέτω όμως ότι ελάχιστοι γνώριζαν- γνωρίζουν το όνομα του ζωγράφου που απαθανάτισε αυτές τις σκηνές. Ακόμα πιο λίγοι βέβαια είναι οι νεότεροι που έχουν δει τα έργα και γνωρίζουν το όνομα και την προσφορά του καλλιτέχνη, στην Πατρίδα και στην Τέχνη.

Αναμφίβολα και κατά κοινή παραδοχή μόνο ο Αλέξανδρος Αλεξανδράκης (1913-1968) μπορεί να φέρει αιτιολογημένα τον εξαιρετικά τιμητικό τίτλο «ο ζωγράφος του ’40». Και αυτό όχι μόνο γιατί ζωγράφισε και σχεδίασε τις σκηνές του πολέμου, αλλά γιατί τον έζησε σε όλες του τις εκφράσεις και μας δίνει τα ίδια τα εσωτερικά του βιώματα.

Ο Αλέξανδρος Αλεξανδράκης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαρτίου του 1913.  Κατάγονταν από παλιά αστική και οικονομικά ευκατάστατη οικογένεια εμπόρων (στην οδό Ερμού 27 εξακολουθεί και σήμερα να λειτουργεί το αρχικό κατάστημα της οικογένειας). Οι γονείς του τον προόριζαν για έμπορο, οι δάσκαλοι όμως της Μέσης Εμπορικής Σχολής όπου φοιτούσε, έκαναν διαρκώς παράπονα πως τα τετράδια του αντί για γραψίματα ήταν γεμάτα σχέδια και ζωγραφιές. Έτσι και παρά τις αντιρρήσεις των γονέων του, γράφτηκε στο προκαταρκτικό τμήμα της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ) το 1931. Το οξύμωρο είναι ότι παρά το αναμφισβήτητο ταλέντο του δεν έγινε δεκτός για τη συνέχιση των σπουδών του ως «ανεπίδεκτος μαθήσεως». Η αδικία αυτή διορθώθηκε με την παρέμβαση του Υπουργού Παιδείας και ο Αλεξανδράκης συνέχισε κανονικά τις σπουδές του με δασκάλους στη ζωγραφική τον Σπυρίδωνα Βικάτο, τον Ουμβέρτο Αργυρό, τον Νικηφόρο Λύτρα και τον Γεώργιο Ροϊλό και αργότερα, στη χαρακτική, τον Γιάννη Κεφαλληνό. Την αναμφισβήτητα υψηλή κλάση του, ως καλλιτέχνη, την επιβεβαίωσαν τα βραβεία, που κέρδισε, στον τελικό διαγωνισμό της Α.Σ.Κ.Τ. το 1937, σύνθεση, προσωπογραφία, γυμνό, ημίγυμνο, περίπτωση που αναφέρεται ως μοναδική στα χρονικά της Σχολής.

Με την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940, επιστρατεύεται ο ίδιος και οι πέντε αδελφοί του και αναχωρεί για το μέτωπο της Ηπείρου, όπου έζησε όλο το έπος των μαχών από την πρώτη στιγμή. Προτού όμως αναχωρήσει για την πρώτη γραμμή, πήρε μαζί του τα στοιχειώδη σύνεργα του ζωγράφου. Η συμμετοχή του στον πόλεμο υπήρξε και η ευκαιρία της καλλιτεχνικής ζωής του. Ο Αλεξανδράκης θεωρείται ότι αποτελεί τη συνέχεια μιας δημιουργικής αλυσίδας Ελλήνων ζωγράφων, αναφέρονται ιδιαίτερα οι Γεώργιος Ροϊλός, Γεώργιος Προκοπίου και Φλωρά-Καραβία, που μας έχουν δώσει έργα που εμπνεύστηκαν από τους πολέμους του 1897, 1912-1913, 1922. Στις παραπάνω, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις, τόσο για τον πόλεμο του ’40 όσο και για άλλους πολέμους και συγκρούσεις, οι καλλιτέχνες, με λίγες εξαιρέσεις, αντιμετωπίζουν περισσότερο «εξωτερικά» τον πόλεμο. Ο Αλεξανδράκης, όμως, βρίσκεται στο μέτωπο, ζει τις σκηνές που εικονίζει, αποτυπώνει σε σχέδια και αργότερα σε ζωγραφική, καθαρά βιωματικά τις εμπειρίες του, μεταφέρει όλο το «εσωτερικό» περιεχόμενο του πολέμου μέσω των παραστάσεών του. Μεταγγίζει δηλ. στον θεατή την ίδια την προσωπική επαφή με τις σκηνές που δίνει. Σκηνές που έχει ζήσει και στις οποίες έχει και αυτός μέρος. Και αυτό είναι που δίνει μεγαλύτερη αμεσότητα και εκφραστική αλήθεια στις εικόνες του. Άλλοτε με λίγες γραμμές και άλλοτε με ιδιαίτερη έμφαση σε συγκεκριμένα θέματα, οι παραστάσεις του εκφράζουν με εκπληκτικό, για την αλήθεια τους τρόπο, τον χαρακτήρα των σκηνών που θέλει να αποδώσει.

Με τη ζωγραφική και τα σχέδια του ο Αλεξανδράκης δεν επιδιώκει να εξωραΐσει τον πόλεμο αλλά να δείξει τα διάφορα πρόσωπα του. Δίνει τον ενθουσιασμό και την έξαρση των μαχητών που αγωνίζονται για την ελευθερία, την ανθρώπινη υπόσταση και τις ανθρώπινες αξίες. Αλλά δεν ξεχνά με τι εξαργυρώνονται αυτά και δεν διστάζει να μας το δείξει. Γιατί και ο πόλεμος του ’40, όπως εξάλλου κάθε πόλεμος, είχε πολλά πρόσωπα. Δεν ήταν μόνο οι ηρωισμοί, οι επιθέσεις και οι προελάσεις. Ήταν και ο πόνος, τα κρυολογήματα και οι ακρωτηριασμοί, η πείνα και οι κακουχίες, ήταν οι τραυματίες και οι νεκροί. Αυτά τα έζησε ο Αλεξανδράκης και αυτά θέλησε να απεικονίσει στα έργα του. Έτσι, παρουσιάζεται σαν ένας χρονικογράφος του πολέμου, που δεν επιχειρεί να κρύψει κανένα από τα πρόσωπά του. Μια μικρή παράθεση του περιεχομένου των σχεδίων και των αποδόσεών τους σε καμβά αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.

Όλο τον χαρακτήρα και την εκφραστική δύναμη της ζωγραφικής του γλώσσας το διαπιστώνει κανείς αν μείνει έστω και σε λίγα έργα του, ζωγραφικά και σχέδια. Η «Έφοδος με τους φαντάρους με εφ’ όπλου λόγχη», το πιο γνωστό έργο από την ενότητα των απεικονίσεων του πολέμου, η «Κατάληψη εχθρικής θέσεως» με τους φαντάρους στο πρώτο και το δεύτερο επίπεδο, το «Γρήγορη Προέλαση του Πυροβολικού», παραπέμπουν στις επιθέσεις και στην ορμή των μαχητών, ενώ η «Πορεία» με τον φαντάρο που προχωρά τυφλωμένος σχεδόν από τη χιονοθύελλα με έμφαση στα ψυχρά χρώματα και τα υπαινικτικά χαρακτηριστικά, που ολοκληρώνουν το περιεχόμενο του θέματος, απεικονίζει ρεαλιστικά τις κακουχίες και τις ακραίες καιρικές συνθήκες των ημερών εκείνων.

Το έργο «Προς το Χειρουργείο», με τον φαντάρο μόνο στο χιόνι, το χέρι με γάζες, τα πόδια σε κουρέλια, για να αποφύγει τα κρυοπαγήματα, εκφράζει τον σωματικό πόνο και τις αντίστοιχες ψυχικές καταστάσεις. Δεν λείπουν και έργα, όπως το «η Τελευταία Προσπάθεια», με τον νεκρό ανάμεσα στους συναδέλφους του, που μας μεταφέρουν τη φρίκη του πολέμου, που ζει ο ίδιος ο καλλιτέχνης, τον πόνο και το θάνατο.

Ο Αλεξανδράκης επέζησε του πολέμου και συνέχισε να εργάζεται και να δημιουργεί μεταπολεμικά μέχρι το θάνατό του. Η καλλιτεχνική δραστηριότητά του περιλαμβάνει συμμετοχές σε πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Διακρίθηκε και τιμήθηκε εν ζωή, έλαβε το πρώτο βραβείο χαρακτικής σε διαγωνισμό της Α.Σ.Κ.Τ. το 1943, το 1950 έλαβε το πρώτο και το δεύτερο βραβείο σε διαγωνισμό αφίσας για το Σχέδιο Μάρσαλ και την επόμενη χρονιά το Α΄ βραβείο αφίσας του Εθνικού Οργανισμού Τουρισμού. Η φήμη του μάλιστα ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας και άρχισε να συνεργάζεται με μεγάλα ιδρύματα, όπως το Μουσείο Γκουγκενχάιμ και τη Βιβλιοθήκη της Γερουσίας των ΗΠΑ. Δυστυχώς, ο πρόωρος θάνατός του σε ηλικία μόλις 55 ετών, του στέρησε την δυνατότητα να γίνει ευρύτερα γνωστός.

Ο Αλεξανδράκης πέθανε στις 13 Σεπτεμβρίου του 1968,  έμεινε όμως και θα μείνει ζωντανός ως ο ζωγράφος του έπους του ’40, ως ο αγωνιστής και πολεμιστής, ως ο καλλιτέχνης που «διηγήθηκε τον πόλεμο με τον δικό του τρόπο».

Σχετικά άρθρα

Μνήμες, με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, για αφανείς και ξεχασμένους ήρωες

Παύλος Παπαδόπουλος

Λεονάρντο ντα Βίντσι: οι ιδιαιτερότητες μιας μεγαλοφυΐας  

Απόστολος Κατσίκης

Τριήμερες εκδηλώσεις για το έπος του 1940 στον δήμο Πωγωνίου