Απόψεις

Οι κλώνοι του Αλέξη Τσίπρα

Αυτή είναι ακριβώς η διαφορά του Τσίπρα με τον Σημίτη, αλλά και τον Μητσοτάκη. Η κριτική απέναντι στους δύο τελευταίους είναι ότι ενώ προσπάθησαν να πάνε κόντρα στο ρεύμα του κόμματος, τελικά τους κατάπιε. «Δεν μπορεί να μην ήξερε για τον Άκη», λέμε για τον Σημίτη. «Κουμάντο στη ΝΔ κάνουν οι Βορίδηδες, ο Κυριάκος είναι αχυράνθρωπος» λέμε για τον Μητσοτάκη. Αυτή η υποτιθέμενη ανημποριά αποτυπώνεται και στο λεξιλόγιο μας. Λέγαμε «Σημιτάκο» τον Σημίτη και λέμε «Κούλη» τον Μητσοτάκη.

Η υπόθεση Οτσαλάν χάρισε κάποτε στη χώρα μας τον πρώτο στον κόσμο φανερό-μυστικό πράκτορα. Ήταν ο Σάββας Καλεντερίδης, πράκτορας της ΕΥΠ που έβγαινε νυχθημερόν στα τηλεπαράθυρα για να μας εξηγήσει τα καθέκαστα της «απαγωγής» Οτσαλάν. Τώρα, ένα άλλο φιάσκο, μας χαρίζει τον πρώτο προστατευόμενο μάρτυρα σελέμπριτι. Ο Νίκος Μανιαδάκης, από χθες φιγουράρει στα κανάλια και όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μόνο που ο Μανιαδάκης οφείλει την αναγνωρισιμότητα του στον Παύλο Πολάκη (έναν υπουργό που μπροστά του ο Κίμων Κουλούρης και ο Μάκης Γιακουμάτος μοιάζουν με τον Βίλι Μπραντ και τον Χέλμουτ Σμιτ αντίστοιχα).

Μπορεί κάποιος να πει ότι αναπληρωτές και υφυπουργοί αλά Πολάκη πάντοτε υπήρχαν στο περιθώριο των υπουργικών συμβουλίων, σε ήσσονος σημασίας υπουργεία. Η προσέγγιση αυτή κολλάει όμως στο ότι τα δύο κορυφαία υπουργεία του ΣΥΡΙΖΑ (Οικονομικών και Εξωτερικών) ανατέθηκαν στον Βαρουφάκη και τον Κοτζιά. Επειδή πράγματι υπάρχει ο Πολάκης, αυτή η εμβληματική φυσιογνωμία που συνταιριάζει τη γελοιότητα με τη βία στο λόγο του, οι Βαρουφάκης και Κοτζιάς πέρασαν στην κοινή γνώμη ως σοβαροί.

Ο Βαρουφάκης και ο Κοτζιάς είναι σαν να βλέπεις τον Στάθη Ψάλτη σε σοβαρές σκηνές στις ταινίες του. Όταν δηλαδή γίνονται σοβαροί, ντρέπεσαι. Είναι πιο υποφερτοί σε αυτό που ξέρουν: την κωμωδία. Δηλαδή, ο μεν Κοτζιάς όταν φοράει εμβληματικό καπέλο στη συμφωνία των Πρεσπών, γιατί βλέπει τον εαυτό του ήδη σε φωτογραφία σέπια στα σχολικά βιβλία του 2080. Ο δε Βαρουφάκης όταν κοιτάει το ρολόι ώστε να καταφέρει να αργήσει, και μετά μπαίνει σαν εξαγριωμένος Bronski Beat στα συμβούλια κορυφής για να σπάσει τον τσαμπουκά του Σόιμπλε. Το πρόβλημα ξεκινάει όταν ο ένας επεκτείνει τα μίλια, και ο άλλος κλείνει τις τράπεζες. Εκεί θέλεις να ανοίξει η γη να σε καταπιεί και να σε ξαναβγάλει σε άλλο σημείο της οικουμένης.

Το να τους βλέπεις ως κόμικς είναι λοιπόν μια χαρά, και γούστο μάλιστα έχει, εφόσον διαθέτεις τη σχετική υπομονή να περάσεις ένα τέταρτο με τον Σεφερλή. Να τους λες όμως ανοιχτά βιβλία, όπως κάνει θαμπωμένος ο πρωθυπουργός, είναι πρόβλημα. Ο Βαρουφάκης μπορεί να σε ξεγελάσει ακόμη πιο εύκολα, γιατί είναι συγγραφέας παγκόσμιας εμβέλειας. Και ο Νταν Μπράουν επίσης. Επειδή ο Τσίπρας συγχέει τον Μπράουν με τον Τζόις, δεν σημαίνει ότι Κώδικας Ντα Βίντσι είναι η Οδύσσεια*. Μια χαρά είναι ο Μπράουν, αλλά δεν τον διαβάζεις για να λύσεις τα υπαρξιακά σου. Τον διαβάζεις για να περάσεις ένα ευχάριστο απόγευμα. Γι’ αυτό και τον Βαρουφάκη τον φωνάζουν για ομιλητή σε όλον τον κόσμο, τα εισιτήρια εξαντλούνται σε λίγα λεπτά, τα βιβλία του διαβάζονται όπως τρώει τις κασερόπιτες ο Πανάγος. Υπουργός έγινε μόνο στην Ελλάδα του Τσίπρα. Όταν δε ο πρωθυπουργός κατάλαβε το λάθος του, τον έδιωξε. Όπως έδιωξε και τον Κοτζιά.

Το ερώτημα είναι ποιο ακριβώς λάθος κατάλαβε ο Τσίπρας. Και εδώ συνήθως το λάθος το κάνουμε εμείς. Θεωρούμε ότι ο πρωθυπουργός αντιλήφθηκε ότι οι άνθρωποι ήταν επικίνδυνοι και τους έκανε πέρα. Αν ακολουθήσουμε αυτή τη λογική θα έπρεπε να φύγει επίσης ο Πολάκης, ο Καρανίκας, ο Καμμένος (για να μην πάω παρακάτω γιατί θα οδηγηθούμε σε σούπερ ευέλικτο κυβερνητικό σχήμα). Δεν είναι κριτήριο η σοβαρότητα ενός πολιτικού για να παραμείνει στο υπουργικό συμβούλιο του Τσίπρα. Το κριτήριο είναι αν οι κραυγές του τραγουδάνε τον ίδιο σκοπό με τον λόγο του πρωθυπουργού. Αν όχι, φεύγουν (κραυγάζοντας φυσικά πάντα, αφού δεν ξέρουν να κάνουν και κάτι άλλο).

Αυτή είναι ακριβώς η διαφορά του Τσίπρα με τον Σημίτη, αλλά και τον Μητσοτάκη. Η κριτική απέναντι στους δύο τελευταίους είναι ότι ενώ προσπάθησαν να πάνε κόντρα στο ρεύμα του κόμματος, τελικά τους κατάπιε. «Δεν μπορεί να μην ήξερε για τον Άκη», λέμε για τον Σημίτη. «Κουμάντο στη ΝΔ κάνουν οι Βορίδηδες, ο Κυριάκος είναι αχυράνθρωπος» λέμε για τον Μητσοτάκη. Αυτή η υποτιθέμενη ανημποριά αποτυπώνεται και στο λεξιλόγιο μας. Λέγαμε «Σημιτάκο» τον Σημίτη και λέμε «Κούλη» τον Μητσοτάκη.

Για τον Τσίπρα, η κριτική είναι η ακριβώς αντίθετη. Ο Τσίπρας είναι πανίσχυρος και έχει γεμίσει το κόμμα με εξαγριωμένους κλώνους του. Ο ίδιος κρύβεται πίσω από ένα υποτιθέμενο χαμηλό προφίλ που του εξασφαλίζει η ξύλινη γλώσσα και και το κύρος της θέσης του. Δηλώνει πως «αυτόν τον τόπο δεν τον κυβερνούν τα διαπλεκόμενα και το βαθύ παρακράτος». Ο Πολάκης μας το κάνει λιανά: λέει «δικαστικό πραξικόπημα», και βγάζει τα ονόματα των δικαστών. Ο μόνος λόγος για να φύγει ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας είναι να αλλάξει το τραγούδι του Τσίπρα. Όσο οι δυο τους τραγουδάνε τον ίδιο σκοπό, θα βρίσκεται στη θέση του. Το πολύ πολύ να έρθει νέος τραγουδιστής για να μην κουραστεί το φιλοθέαμον πλήθος.

 

*Διόρθωση. Στο αρχικό κείμενο, λανθασμένα ανέφερα τον Πάολο Κοέλιο, και όχι τον Νταν Μπράουν, ως συγγραφέα του Κώδικα Ντα Βίντσι.  Με εκδικήθηκε η βιασύνή μου να αστειευτώ με τα ελαφρά αναγνώσματα των δύο συγγραφέων (εκτός αν είναι η συνωμοσία του σύμπαντος και του Κοέλιο, γιατί όσες φορές και να διάβαζα το κείμενο, το λάθος δεν το έβλεπα, και ας ήταν μπροστά μου). 

Σχετικά άρθρα

Ποιος τελικά κρατάει το φτυάρι;

Θύμιος Τζάλλας

Οι νομπελίστες με τα καλάσνικοφ

Θύμιος Τζάλλας

Γιατί ξαναζούμε το 1990;

Θύμιος Τζάλλας