Απόψεις

Ίδρυση Ιδιωτικών Πανεπιστημίων: Επιπτώσεις και κίνδυνοι στα δημόσια περιφερειακά Πανεπιστήμια

Γράφει ο πρώην πρύτανης πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Τριαντάφυλλος Αλμπάνης.

Αποτελεί γενική παραδοχή ότι η ίδρυση και η λειτουργία των Περιφερειακών Πανεπιστημίων πυροδότησε μια νέα ανάπτυξη σε όλες της περιφέρειες της χώρας και συνετέλεσε άμεσα στη συγκράτηση και προσέλκυση υψηλού επιπέδου ανθρώπινου δυναμικού, με την αναβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας, την ανάπτυξη καινοτόμων ερευνητικών και αναπτυξιακών δράσεων στους επιστημονικούς τομείς που θεραπεύει, την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών σε επιστημονικά πεδία αιχμής, την αποτελεσματική ενσωμάτωση των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών, καθώς και την προστασία και ανάδειξη του πολιτιστικού και πολιτισμικού δυναμικού. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλά από τα δημόσια πανεπιστήμια της χώρας στην δύσκολη περίοδο της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης και της πανδημίας που ακολουθήσε, κατάφεραν να στηρίξουν αποτελεσματικά τη στέγαση και σίτιση των φοιτητών τους, αποφεύγοντας και την εύκολη λύση των διδάκτρων στα μεταπτυχιακά τους προγράμματα.

Η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης να επιτρέψει τη λειτουργία ιδιωτικών (μη Κρατικών) Πανεπιστημίων έρχεται ουσιαστικά να ακυρώσει ότι η χώρα έχει επενδύσει και ότι οι καθηγητές και ερευνητές έχουν επιτύχει από το 1982, με πολύ προσπάθεια και κόπο. Η απάντηση όμως στην πρωτοβουλία της Ν.Δ. είναι ηχηρή από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου 16, για όσους κατανοούν την ελληνική γλώσσα, και όπως χαρακτηριστικά την διατυπώνει ο συνταγματολόγος Κ. Γιαννόπουλος, «Η εγκατάσταση μη κρατικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα και, ιδίως, αυτών που προέρχονται από κράτη εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα μπορούσε να επιτραπεί μόνο μέσω της τυπικής συνταγματικής αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110 του τελευταίου. Μέχρι δε να καταστεί εφικτή η κίνηση της σχετικής αναθεωρητικής διαδικασίας, οι θιασώτες της ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων έχουν ακόμη αρκετό χρόνο να αναλογιστούν τους σοβαρότατους κινδύνους που ενέχει, για την ακαδημαϊκή ελευθερία των διδασκόντων και των διδασκομένων, η ιδιωτική χρηματοδότηση υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης. Το τελευταίο δίμηνο, η επικαιρότητα είναι πολύ διδακτική, καθώς, μεταξύ άλλων, καθίσταται φανερή η αδυναμία ακόμη και των πιο φημισμένων μη κρατικών πανεπιστημίων στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής να διατηρήσουν την αυτονομία τους, διότι μεγάλοι χορηγοί τους αρνούνται και επιχειρούν να εμποδίσουν την άσκηση κριτικής κατά του Ισραήλ και υπέρ των Παλαιστινίων (βιβλίο του Κ. Γιαννακόπουλου με τίτλο “La déréglementation constitutionnelle en Europe”, Sakkoulas Publications, Athènes-Salonique, 2019.

Σήμερα ιδιωτικά πανεπιστήμια στη χώρα μας υπάρχουν και αυτά είναι τα Κολλέγια που συνεργάζονται με τα πανεπιστήμια του εξωτερικού. Η κυβέρνηση της Ν.Δ. φρόντισε στην προηγούμενη θητεία της να κατοχυρώσει πολλά από τα αιτήματα των ιδιοκτητών των Κολλεγίων και οι απόφοιτοι ορισμένων τμημάτων τους να έχουν επαγγελματικά δικαιώματα. Επιπλέον, δόθηκε η δυνατότητα σε μεγάλες εταιρίες του εξωτερικού όπως η BC Partners και η CVC capital Partners να συμμετέχουν σε πλειοψηφικά πακέτα μετοχών σε ορισμένα από τα μεγαλύτερα Ιδιωτικά κολλέγια και ΙΕΚ, με την παραχώρηση ιδιαίτερα ευνοϊκών όρων από πλευράς της πολιτείας.

Η τρέχουσα νομοθετική προσπάθεια του Υπουργού Παιδείας έρχεται να πάει τα πράγματα ένα βήμα παραπέρα με τη νομοθέτηση των Ιδιωτικών Πανεπιστημίων κάνοντας χρήση μια κρυμμένης διάταξης του άρθρου  το Άρθρο 28 του συντάγματος, αφού βέβαια η εφαρμογή της ΕΒΕ έχει αφήσει ένα μεγάλο αριθμό υποψηφίων φοιτητών εκτός των δημοσίων πανεπιστήμιων δημιουργώντας μια πελατεία πάνω από 20,000 περίπου νέους, σε κάθε ακαδημαϊκή χρονιά. Τα κενά σε φοιτητές ορισμένων τμημάτων κυρίως των Περιφερειακών Πανεπιστημίων είναι τεράστια και βέβαια διακυβεύεται το μέλλον τους σύμφωνα με τα κριτήρια και τις επισημάνσεις της ΕΘΑΕ. Μαζί τους διακυβεύονται οι ευκαιρίες για τη νέα γενιά και η δυναμική δεκάδων ερευνητών καθώς και η συμβολή τους στην ανεξάρτητη έρευνα που στηρίζει την ανάπτυξη της χώρας και της κοινωνίας. Ειδικά για το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων στο οποίο πάνω από  το 80 % των φοιτητών προέρχονται από περιφέρειες εκτός της Ηπείρου και το 50 % εξ αυτών κατάγονται από την Αττική και Μακεδονία, δημιουργούνται συνθήκες απομείωσης του φοιτητικού πληθυσμού στο μέλλον, αφού τα ιδιωτικά ΑΕΙ θα εγκατασταθούν κυρίως σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Η εφαρμογή της ΕΒΕ ήδη μειώνει κάθε χρόνο τον αριθμό των εισαγόμενων φοιτητών στην Ήπειρο κατά 1200 και σε βάθος τετραετίας η μείωση αυτή εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε 5.000 περίπου φοιτητές. Ιδιαίτερα στα Ιωάννινα όπου η οικονομία της πόλης στηρίζεται κατά ¼ στη λειτουργία του Πανεπιστήμιου και Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου, θα δημιουργηθούν και συνθήκες απώλειας νέων ερευνητών με σοβαρές επιπτώσεις, σε βάθος χρόνου, στις προοπτικές ανάπτυξης της καινοτομίας και της νεανικής επιχειρηματικότητας.

Επιπλέον, η πρόσφατη κύρωση της διακρατικής συμφωνίας Ελλάδας-Κύπρου για την αναγνώριση των τίτλων σπουδών των ιδιωτικών πανεπιστημίων της Μεγαλονήσου παρακάμπτει τις διαδικασίες που απαιτούνται μέσω ΔΟΑΤΑΠ, αναγνωρίζει και δίνει ισοτιμία στα πτυχία τους, με τρόπο πολιτικά πρόχειρο και ακαδημαϊκά προκλητικό. Αναγνωρίζεται ακόμη και το Ιδιωτικό Παράτημα του Λιβάνου καθώς και η Εκκλησιαστική Σχολή της Εκκλησίας της Κύπρου ως ισότιμη με τις θεολογικές σχολές των ΑΠΘ και ΕΚΠΑ. Έτσι, πλαγίως, ανοίγει ο δρόμος του ιδιωτικού πανεπιστημίου και στην χώρα μας. Στα πανεπιστήμια αυτά απευθύνεται ένα σημαντικό μέρος νέων από την Ελλάδα που λόγω εφαρμογής της ΕΒΕ αναζητά πανεπιστημιακές σπουδές εκεί. Αποτελεί δε κοινό μυστικό μεταξύ των πανεπιστημιακών στην Ελλάδα ότι στα ιδρύματα αυτά διδάσκει συνήθως μη αξιολογημένο προσωπικό καθώς και πολλοί συνταξιούχοι των ελληνικών πανεπιστήμιων, διεκπεραιώνοντας σε μια μόνο εβδομάδα την ύλη ενός εξαμήνου.

Το γεγονός της Ίδρυσης μη κρατικών είναι μία ακόμη απόπειρα υπονόμευσης των δημόσιων πανεπιστημίων. Η χώρα σήμερα χρειάζεται ισχυρά δημόσια πανεπιστήμια που θα διασφαλίσουν την επιστροφή των Ελλήνων ερευνητών του εξωτερικού με αξιοπρεπείς μισθούς. Προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του δημοσίου πανεπιστημίου αποτελεί η ουσιαστική οικονομική υποστήριξη των λειτουργικών εξόδων τους, η ενίσχυση των υποδομών κτιριακών και ερευνητικών καθώς η πλήρης στελέχωση των κενών που δημιούργησε η οικονομική κρίση και η συνέχιση αυτής, με διδακτικό και διοικητικό προσωπικό.

Σήμερα μόνο το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο παρέχει ελεύθερή πρόσβαση στη δωρεάν εκπαίδευση για το σύνολο των νέων ανεξάρτητων οικονομικοκοινωνικής βαθμίδας. Η φοίτηση δεν απαιτεί δίδακτρα υποδηλώνοντας ότι η εκπαίδευση είναι δημόσιο αγαθό. Ταυτόχρονα παρέχει τη δυνατότητα στους φοιτητές προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς καθώς και στους νέους ερευνητές να συμμετέχουν ισότιμα και διασφαλίζει πλήρως την κοινωνική κινητικότητα. Τα ζητήματα αυτά όχι μόνο δεν συναντούν την ίδρυση και το σκοπό των ιδιωτικών πανεπιστημίων, ιδιαίτερα με τον τρόπο που επιχειρεί να τα συστήσει η κυβέρνηση και να εδραιώσει τη θέση τους, αλλά υπονομεύει την βιωσιμότητα των δημοσίων και ιδιαιτέρως των περιφερειακών πανεπιστήμιων.

Στην πράξη, τα ιστορικά αλλά ευαίσθητα θεμέλια του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου μετά από τόσους οικονομικούς τριγμούς και συγκεκριμένες πρακτικές υπονόμευσης τους φαίνεται ότι αντέχουν. Κάποιοι, και ίσως δεν είναι λίγοι, θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν ότι η δημόσια παιδεία αποτελεί επένδυση στο μέλλον της χώρας.

Σχετικά άρθρα

Με πολύμορφες κινητοποιήσεις συνεχίζουν οι φοιτητές

Δε φοβούνται τον ανταγωνισμό, αλλά τους άνισους όρους

Γεωργία Χαλάτση

Αίτημα σύγκλησης του περιφερειακού συμβουλίου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια