Απόψεις

«Νόρα» από το Δημοτικό Θέατρο, μια κριτική για το έργο του Ίψεν

Η παράσταση του δημοτικού μας θεάτρου «Νόρα» ήταν προσεγμένη, με επαγγελματική ευσυνειδησία και επιμονή στις λεπτομέρειες, σημαντικό στοιχείο για ένα κλασικό έργο. Είναι φτιαγμένη με κόπο, «με το χέρι» που λέμε λαϊκά για ένα εργόχειρο έργο τέχνης, για ένα ψηφιδωτό με τις ψηφίδες καλοβαλμένες, όπου η προσπάθεια όλων των συντελεστών είναι φανερή από τη μουσικό του τσέλου επί σκηνής (Μάχη Βαλαή) μέχρι τη Νόρα.

Είναι γεγονός ότι αποτελεί πρόκληση η παρουσίαση ενός κλασικού θεατρικού έργου πολυπαιγμένου στα 140 χρόνια περίπου από την πρώτη του παρουσίαση. Μόνο στη χώρα μας αριθμεί δεκάδες παρουσιάσεις είτε με τον σημερινό του τίτλο, είτε ως «Κουκλόσπιτο» ή «Το σπίτι της κούκλας» με πρώτο ανέβασμα το 1899! Αν δε μας απατά η μνήμη μας, το έργο παίχτηκε από το Δημοτικό μας Θέατρο και το 1988-89 με σκηνοθέτη τον Νίκο Περέλη και Νόρα τη Ματίνα Καρά. Το ζήτημα, λοιπόν, που τίθεται με το νέο ανέβασμα ενός παλαιού θεατρικού έργου, είναι η ματιά με την οποία το βλέπει σήμερα ο θεατρικός δημιουργός, δηλαδή ο σκηνοθέτης, ο οποίος και ουσιαστικά φέρνει το βάρος της νέας σκηνικής παρουσίας με τη συμβολή βεβαίως των άλλων συντελεστών.

Το κλασικό έργο πάντα έχει πάντα κάτι να πει, παρά τις ρυτίδες του, ανεξάρτητα από την οπτική γωνία κάθε φορά. Κατά τα γνωστά, άλλωστε, το κλασικό έργο δεν είναι μονοσήμαντο. Επιδέχεται πολλές αναγνώσεις κάθε φορά, αλλά, για να μπορέσει να σταθεί στη σύγχρονη εποχή, θέλει, εκτός από τόλμη, η καινούργια ματιά με την οποία το βλέπει ο θεατρικός δημιουργός να έχει να πει αυτό το κάτι στον σημερινό θεατή. «Η παρουσίαση ενός έργου του νορβηγού δραματουργού προϋποθέτει οι συντελεστές -και κυρίως οι ερμηνευτές- «να πατούν γερά στο σανίδι», για να σηκώσουν το βάρος του ψυχισμού που διέπει τους ήρωες», γράφαμε παλαιότερα με αφορμή την παρουσίαση πάλι από το ΔΗΠΕΘΙ ενός άλλου έργου του Ίψεν (Ο Μικρός Έγιολφ).

Η «Νόρα» θεωρήθηκε από τις φεμινιστικές οργανώσεις ως κήρυγμα για τα δικαιώματα της γυναίκας και ιδιαίτερα για την εποχή, που γράφτηκε, αποτέλεσε σκάνδαλο για τους συντηρητικούς. Δεν ήταν εύκολο να δεχτεί η εποχή αυτή -και όχι μόνο- την επίθεση της Νόρας κατά του γάμου και κατά της ανδροκρατούμενης κοινωνίας, επιθέσεις οι οποίες σήμερα δεν κάνουν την ίδια εντύπωση, πολύ περισσότερο δεν αποτελούν σκάνδαλο, αλλά κοινό τόπο.

Η «Νόρα» είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα έργα του Ίψεν, γραμμένο στα τέλη του 19ου αιώνα. Πραγματεύεται την ιστορία μιας γυναίκας, που στο παρελθόν, αντιμέτωπη με ένα πιθανόν θανάσιμο πρόβλημα υγείας του συζύγου της, τολμά να δανειστεί χρήματα, για να τον «σώσει». Χρόνια αργότερα, ο δανειστής, Γκρόγκσταντ απειλεί να αποκαλύψει στον σύζυγο τις παράνομες πράξεις της Νόρας και εκείνη τρέμει στην ιδέα του να πάρει ο άντρας της την ευθύνη. Πάραυτα, όταν ο σύζυγος μαθαίνει, όχι μόνο δεν προσφέρεται να τη «σώσει», όπως εκείνη νόμιζε, μα και την κατηγορεί, ενώ λίγο αργότερα, όταν η απειλή έχει περάσει, εκείνος τη συγχωρεί και ξαναγίνεται γλυκός απέναντί της. Η παράσταση κλείνει με τη Νόρα να εγκαταλείπει το σπίτι και τα παιδιά της, λέγοντάς του πως δε νιώθει σύζυγος παρά η κούκλα του. Έπειτα από έναν διάλογο σε μακρύ συμβολικό τραπέζι με τις δυο άκρες να καταλαμβάνουν οι δύο αντίπαλοι σύζυγοι μονομαχούν… και αποκαλύπτονται με τη Νόρα να λέει πως μόνο το «θαύμα» θα τους έκανε ξανά συζύγους και αυτό θα ήταν ένας άλλος γάμος και όχι αυτός που έκαναν.

Η παράσταση του δημοτικού μας θεάτρου ήταν προσεγμένη, με επαγγελματική ευσυνειδησία και επιμονή στις λεπτομέρειες, σημαντικό στοιχείο για ένα κλασικό έργο. Είναι φτιαγμένη με κόπο, «με το χέρι» που λέμε λαϊκά, για ένα εργόχειρο έργο τέχνης, για ένα ψηφιδωτό με τις ψηφίδες καλοβαλμένες, όπου η προσπάθεια όλων των συντελεστών είναι φανερή από τη μουσικό του τσέλου επί σκηνής (Μάχη Βαλαή) μέχρι τη Νόρα. «Πατούν γερά στο σανίδι». Η σκηνοθέτιδα Μαρία Μαγκανάρη οργάνωσε μια αρκούντως πετυχημένη παράσταση. Δεν προσπάθησε να δώσει μια σύγχρονη Νόρα, αλλά τη γυναίκα όλων των εποχών. Δεν «εκμοντέρνισε» τον νορβηγό δραματουργό γα να τον κάνει αγνώριστο, όπως γίνεται συνήθως με την προσπάθεια ορισμένων να εκσυγχρονίσουν το κλασικό κείμενο, γιατί το θεωρούν ξεπερασμένο, με συνέπεια να καταλήγουν σε θεατρικά αδιέξοδα. Το κείμενο τους εκδικείται. Το κλασικό έργο δεν ξεπερνιέται, αυτοί που καλούνται να το ζωντανέψουν στη σκηνή, μερικές φορές ξεπερνιούνται από τις δικές τους αδυναμίες.

Η Νόρα της Βίκης Κατσίκα θα μας μείνει στη μνήμη, σ’ έναν ρόλο, που λάμπρυναν με τις ερμηνείες τους «ιερά τέρατα» του ελληνικού θεάτρου, όπως Κυβέλη (1907), Κατερίνα (1942), Βάσω Μανωλίδου ( 1964), Αντιγόνη Βαλάκου ( 1974). Η άνεση, η χάρη μαζί με αφέλεια και παιδικότητα αλλά και θηλυκότητα της ηρωίδας στις πρώτες πράξεις του έργου, δόθηκαν σωστά και με μέτρο. Το κρεσέντο της τελευταίας πράξης, με την αλλαγή που συμβαίνει στη ζωή της «κούκλας» και την εμφάνιση του Γκρόγκσταντ, της απειλής δηλαδή που εισβάλλει στο κουκλόσπιτο, έκανε πειστική την «καινούργια» Νόρα με πολύ καλή ερμηνεία.

Ο Γιώργος Τσαμπουράκης (Τόρβαλντ) ερμήνευσε σωστά τον σύζυγο, κυρίαρχο στην αρχή αναπαυμένο στις δάφνες του επιτυχημένου με ξένες πλάτες, αλλά και στη συνέχεια, όταν η ευτυχία φεύγει κάτω από τα πόδια του και αδυνατεί να καταλάβει την αλλαγή, που επήλθε στο «σπίτι της κούκλας». Ο Γκρόγκσταντ του Βαγγέλη Χατζηνικολάου ερμήνευσε με άνεση τον «εκβιαστή», πολύ θετική η παρουσία του. Ο Γιάννης Κοντός (Γιατρός Ρανκ) δεν είχε δυσκολίες με τον ρόλο, είχε καλές στιγμές, όπως και η Χαρά Ζησιμάτου (Λίντε), η οποία ερμήνευσε σωστά την φίλη της Νόρας, που έπαιξε άθελά της ένα ρόλο στην απόφαση της ηρωίδας να επαναστατήσει. Η Ελένη Δημοπούλου συμπλήρωσε τη διανομή στον μικρό ρόλο της Άννας. Τα σκηνικά – κοστούμια της Ευαγγελίας Κιρκινέ και η μουσική της Τατιάνας Ζωγράφου βοήθησαν στην αρτιότητα της παράστασης.

Σχετικά άρθρα

«Δούλες» για επτά ακόμη παραστάσεις και με μία συζήτηση

Συνέχεια παραστάσεων για τις «Δούλες»

Φεστιβάλ Ερασιτεχνικών Ομάδων τον Μάιο