Ιστορίες

1913: Τουρίστες στο Μπιζάνι αμέσως μετά την Απελευθέρωση

Η Απελευθέρωση τον Φεβρουάριο του 1913 έφερε στα Γιάννενα μια ασυνήθιστη μορφή τουρισμού: Τις εκδρομές στο Μπιζάνι. Παρουσιάζω σήμερα φωτογραφίες και αφηγήσεις από τις επισκέψεις αυτές.

Το θρυλικό φρούριο

Το ασυνήθιστο φαινόμενο οφείλεται στη φήμη που απέκτησε το Μπιζάνι όταν ο ελληνικός στρατός πολιόρκησε τα Γιάννενα τον χειμώνα του 1912-13. Αν και το φρούριο δεν ήταν το μόνο στις αμυντικές γραμμές των Τούρκων γύρω από την πόλη, η εντυπωσιακή παρουσία του επισκίασε όλα τα άλλα (Εικόνες 1, 2).

Εικόνες 1, 2. Πάνω, ένα σκίτσο από την αθηναϊκή εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ (14/21913) με τη θέα «από του λόφου Φουάτ» όπου υπήρχε παρατηρητήριο του ελληνικού στρατού. Κάτω, η ίδια περιοχή σε φωτογραφία από τη συλλογή του Μουσείου Μπενάκη.

Όταν άρχισε η πολιορκία των Ιωαννίνων, σε πολλές εφημερίδες εμφανίστηκαν περιγραφές του φοβερού οχυρού. Διαβάζουμε στην ΑΜΑΛΘΕΙΑ της Σμύρνης στις 5 Ιανουαρίου 1913:

«Το Μπιζάνι ἁποτελεῖται ἐκ τριῶν ὑψωμάτων συνδεδεμένων ἀλλήλοις. Ἡ ὀχύρωσις δὲ αὑτοῦ ἔχει γείνει ὡς ἑξῆς: Τὸ πρῶτον πρὸς τὰ Ἰωάννινα ὕψωμα ἔχει ὀχυρωθῆ διὰ δύο πυροβολείων, ἑκάτερον τῶν ὁποίων ἔχει τέσσαρα πυροβόλα πεδινά συστήματος Κρούπ. Τά πυροβόλα ταῦτα δεσπόζουν τῆς ὁδοῦ Ιωαννίνων-Πρεβέζης καὶ ὑποστηρίζουν καὶ το ΝΔ κείμενον ἕτερον φρούριον τοῦ Ἀγίου Νικολάου. Το δεύτερον ὕψωμα το καὶ κυρίως Μπιζάνι καλούμενον ἔχει πέντε πυροβολεῖα  δεσπόζοντα καθ’ ὅλας τὰς διευθύνσεις τῆς πεδιάδος τῶν Ιωαννίνων οὔτε καὶ αὐτῆς τῆς Αετορράχης ἐξαιρουμένης. Ἀμέσως μετὰ τὀ δεύτερον τοῦτο ὕψωμα ἔρχεται τὸ τρίτον και τελευταῖον, ὅπερ δεσπόζει τοῦ ὑψώματος τῆς Ἀετορράχης καὶ τῶν Πεστῶν. Τὸ τελευταῖον δὲ ὕψωμα, ὅπερ χωρίζεται τοῦ μεσαίου διὰ μιᾶς ρεματιᾶς ἐκτάσεως 50 σχεδὸν μέτρων ἔχει ὀχυρωθῆ ὡσαύτως διὰ τριῶν πυροβόλων ἐντός ὀχυρωμάτων πυροβολείων ὡς καὶ τὰ προηγούμενα».

Αμέσως μόλις σίγησαν τα όπλα, το Μπιζάνι έγινε εκδρομικός προορισμός. 

Ο Έλληνας αναγνώστης του Παρισινού ΧΡΟΝΟΥ

Διαβάζουμε μια πρώτη αναφορά στην παρισινή εφημερίδα Ο ΧΡΟΝΟΣ (Le Temps) στις 11 Μαρτίου 1913 (24/3 στη Γαλλία) από «έναν Έλληνα αναγνώστη της εφημερίδας που ήταν από τους πρώτους που μπήκαν στα Γιάννενα με την κατάληψη της πόλης». Τρεις μόνο μέρες μετά την Απελευθέρωση, την Κυριακή 24 Φεβρουαρίου, αυτός συνόδεψε τους στρατιωτικούς ακόλουθους της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Ισπανίας στο Μπιζάνι.

«Διασχίζουμε την πεδιάδα των Ιωαννίνων που είναι ακόμα σπαρμένη με πτώματα. Δεν είχαν ακόμη το  χρόνο να τα θάψουν και απλά τα έσπρωξαν σε χαντάκια δίπλα στο δρόμο. Μερικά άλογα ψοφούν σφαδάζοντας. Μετά από δέκα χιλιόμετρα φτάνουμε στη διασταύρωση για το Μπιζάνι. Τρώμε κάτι γρήγορα και αρχίζουμε να ανεβαίνουμε το βουνό πεζοί. Διακρίνουμε ό,τι απέμεινε από τους Τούρκικους καταυλισμούς, κουρελιασμένα ρούχα, τρύπιες κατσαρόλες, βρώμικες μπάλες από βαμβάκι, εκατομμύρια φυσίγγια σε στοίβες ένα μέτρο ψηλές».

«Μετά από τρία τέταρτα πορεία σε δρόμο καλό, σε κοιλάδα και προφυλαγμένο από τα ελληνικά πυροβόλα, φτάνουμε σε μια σειρά κανονιών στο δεξί άκρο του Μπιζανίου. Είναι ένα προσωρινό πυροβολείο προστατευμένο με σάκους και βαρέλια γεμάτα χώμα. Βάλλει, όπως όλα τα τούρκικα κανόνια μόνο απ’ ευθείας, σίγουρα λόγω της άγνοιας των Τούρκων αξιωματικών».

«Οι Έλληνες, οι οποίοι έβαλλαν χωρίς να έχουν οπτική επαφή με το στόχο, διέλυσαν το πυροβολείο, καταστρέφοντας δύο από τα τέσσερα κανόνια. Η γη γύρω από τα κανόνια είναι κατασκαμμένη, ενώ οι σάκοι και τα βαρέλια είναι τρυπημένα. Στις κάβες με αποθηκευμένες οβίδες υπάρχουν παντού ίχνη από αίμα. Η γη σε ακτίνα πενήντα μέτρων από τα κανόνια είναι γεμάτη κρατήρες».

«Προχωρούμε στο Μεγάλο Μπιζάνι στην κορυφή (το βουνό είναι χωρισμένο από μια κοιλάδα πιο βαθιά από τις άλλες σε Μεγάλο και Μικρό Μπιζάνι). Η θέα είναι καταπληκτική. Στην άκρη της κορυφογραμμής υπάρχουν τρία πρωτόγονα μόνιμα πυροβολεία για είκοσι κανόνια. Τρεις τοίχοι από μπετόν συγκρατούν τα χώματα γύρω από τα κανόνια και κελάρια με τσιμεντένιους θόλους είναι  γεμάτα από οβίδες, πράγμα που διαψεύδει την δικαιολογία ορισμένων Τούρκων ότι τους έλειπαν πυρομαχικά».

«Τα πυροβολεία στην κορυφογραμμή είναι πολύ άσχημα τοποθετημένα, τελείως ορατά, και υπέφεραν από τις ελληνικές βολές. Τα περισσότερα κανόνια στα τρία πυροβολεία είναι Κρουπ των 150 χιλιοστών του 1876. Αλλά υπάρχουν και μερικά μοντέρνα εκστρατείας των 75 χιλιοστών. Από το καταπληκτικό αυτό παρατηρητήριο διακρίνω στη βάση του ολόκληρο το πεδίο της μάχης. Οι Τούρκοι αιφνιδιάστηκαν από την κυκλωτική κίνηση στην αριστερή πτέρυγα των Ελλήνων οι οποίοι κατέλαβαν τα Γιάννενα εμποδίζοντας την οπισθοχώρηση από το Μπιζάνι» (Εικόνες 3, 4).

Εικόνες 3, 4. Αριστερά, σε φωτογραφία των Ρωμαΐδη-Zeitz, Τούρκοι σε βομβαρδισμένο πυροβολείο στο Μπιζάνι τη μέρα της παράδοσης (από τη συλλογή του Μουσείου Μπενάκη). Δεξιά, ο διάδοχος Κωνσταντίνος, ο Ιωάννης Μεταξάς και η πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη στο ίδιο πολυβολείο λίγο αργότερα (από το αρχείο Ε.Λ.Ι.Α.).

Ο Έλληνας συνεργάτης της γαλλικής εφημερίδας επέστρεψε στο Μπιζάνι την επόμενη μέρα μαζί με έναν ρώσο αεροπόρο, έναν γάλλο μηχανικό, και ένα λοχία του ελληνικού στρατού.  Στη διαδρομή συνάντησαν τούρκους αιχμαλώτους που έθαβαν τους νεκρούς. Οι «εκδρομείς»  κατευθύνθηκαν προς το Μικρό Μπιζάνι. «Εκεί τα αμυντικά έργα των Τούρκων είναι εντυπωσιακά. Πυροβολεία παντού, ένας μεγάλος ηλεκτρικός προβολέας Haclé, μια σειρά από συρματοπλέγματα με δέκα μέτρα πλάτος και πίσω τους ένα χαράκωμα με στέγη. Όλες οι μικρές κοιλάδες είναι καλυμμένες από μια δεύτερη σειρά από συρματοπλέγματα και χαρακώματα. Ήταν αδύνατο για τους Έλληνες να περάσουν από αυτό το μέρος, όσες θυσίες κι αν είχαν κάνει. Το ελληνικό πυροβολικό τα διέλυσε όλα, τα κατέσκαψε, όμως οι οβίδες δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να μπερδέψουν τα συρματοπλέγματα. Ο προβολέας έγινε συντρίμμια και τα πυροβολεία κατεστραμμένα. Βλέπουμε ακόμα ανθρώπινα λείψανα γύρω από τα διαλυμένα κανόνια. Στα χαρακώματα, κάσες από φυσίγγια».  Ο αναγνώστης του ΧΡΟΝΟΥ πήγε πάλι το Μπιζάνι την Πέμπτη 28/2.

Η επίσκεψη του Γάλλου πρόξενου με τη σύζυγό του

Οι επισκέψεις «τουριστών» στο Μπιζάνι είχαν αρχίσει ανήμερα της Απελευθέρωσης, την Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου. Τη μέρα που ο υποστράτηγος Αλέξανδρος Σούτσος μπήκε στην πόλη με τρεις μοίρες ιππικού, ένα αμάξι με τον πρόξενο της Γαλλίας Εντγκάρ Ντισάπ, τη σύζυγο του Ζαν (η οποία ήταν γνωστή στο γαλλικό κοινό σαν συγγραφέας με το ψευδώνυμο Γκι Σαντεπλέρ) και τον καβάση του προξενείου Αμπεντίν ξεκίνησε για το Μπιζάνι στις 10 το πρωί.  Στο βιβλίο της «Η Πολιορκημένη Πόλη» η σύζυγος του γάλλου πρόξενου περιγράφει την εμπειρία τους αυτή.

Στον δρόμο από τα Γιάννενα προς το Μπιζάνι, καλοστεκούμενοι νεαροί έλληνες φαντάροι τους χαιρετούσαν. Στα χαμογελαστά τους πρόσωπα, λέει η Ντισάπ, δεν υπήρχε ίχνος της κόπωσης που γενναία είχαν υπομείνει. Οι στολές τους ήταν καθαρές και καλοδιατηρημένες και οι άνδρες τής θύμισαν τον στρατό της πατρίδας της. Πλησιάζοντας στο Μπιζάνι, άρχισαν να συναντούν τούρκους στρατιώτες, που πορεύονταν προς την πόλη σε ελεεινή κατάσταση. Μετά συνάντησαν το φρικιαστικό θέαμα με τα πτώματα στην άκρη του δρόμου που αναφέραμε νωρίτερα.

Όταν έφτασαν στη βάση του βουνού, ξεκίνησαν πεζοί προς το Μπιζάνι ακούγοντας κατά καιρούς μακρινές εκρήξεις. Συνάντησαν έναν έλληνα λοχαγό, ο οποίος τους συμβούλεψε να γυρίσουν πίσω επειδή οι Τούρκοι δεν είχαν εγκαταλείψει ακόμα το φρούριο. Η επίσημη παράδοση θα γινόταν δύο ώρες αργότερα και στο μεταξύ οι Τούρκοι κατέστρεφαν τα πυρομαχικά τους. Αυτοί όμως συνέχισαν επειδή είχαν καλές σχέσεις με τον διοικητή του φρουρίου Φουάτ Μπέη.

Όσο σκαρφάλωναν, η κατασκαμμένη από τις οβίδες πλαγιά γινόταν όλο και πιο απότομη και το έδαφος σκληρό για τα λεπτά τους παπούτσια. Συνάντησαν ομάδες τούρκων στρατιωτών, που κατευθύνονταν προς το Μεγάλο Μπιζάνι για την παράδοση. Με τις στολές τους κατασκισμένες και με την αδυναμία τους από την πείνα, η Γαλλίδα αναφέρει πως της φάνηκαν περισσότερο σαν ζητιάνοι ή σαν τρελοί. Είπαν πως είχαν στερηθεί από τρόφιμα και ανεφοδιασμό για τρεις μέρες. Στο φρούριο τούς υποδέχτηκε φιλικά «με την διακριτική λύπη του ηττημένου» ο Φουάτ Μπέης, ο οποίος ανέφερε ότι ένας σημαντικός παράγοντας στη μάχη ήταν η υπεροχή των γαλλικών κανονιών που χρησιμοποίησε ο ελληνικός στρατός.

Οι Γάλλοι είδαν και τη λευκή σημαία που κυμάτιζε πάνω από το φρούριο και τους ευζώνους, «αυτούς τους σχεδόν άγριους άνδρες του βουνού», να μοιράζονται αυθόρμητα το ψωμί τους με τούρκους στρατιώτες.

Την ηλιόλουστη Δευτέρα 4 Μαρτίου, το ζεύγος Ντισάπ επέστρεψε στο Μπιζάνι. Αυτή τη φορά μετακινήθηκαν με αυτοκίνητο και έφτασαν στο βουνό από την ανατολική του πλευρά ακολουθώντας ένα στενό δρόμο καλυμμένο από αγριόχορτα με «αόρατες λακκούβες από κάτω». Άφησαν το αυτοκίνητο στη βάση του βουνού και σκαρφάλωσαν την πλαγιά στην οποία δεν υπήρχε κανονικό μονοπάτι. Ούτε δέντρα υπήρχαν, αφού, όσα θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν σαν σημεία αναφοράς για το ελληνικό πυροβολικό, είχαν κοπεί. Μόνο άγρια φυτά αντίκρισαν, μερικές μωβ ανεμώνες και βιολέτες. «Το φοβερό Μπιζάνι ανθίζει!» παρατήρησε η Ντισάπ. Από ψηλά έβλεπαν τους λόφους πάνω από την Κανέτα και το «μικρό μπουκέτο από δέντρα το οποίο για ένα αρκετό διάστημα έκρυψε το παρατηρητήριο του Ελληνικού γενικού επιτελείου» (Εικόνες 1,2). Στη μέση της πεδιάδας ξεχώριζε ο «στρογγυλός λόφος που οι Έλληνες βάφτισαν Αυγό». Εκεί βρισκόταν το κέντρο του ελληνικού στρατού.

Στο πεδίο της μάχης ανάμεσα στα δύο στρατεύματα, στους κάμπους κοντά στο Αβγό ανάμεσα από τα Σερβιανά και το Επισκοπικό (Μπάρτζι) είχε τσιφλίκια και η οικογένεια του θείου της γιαγιάς μου, του γιατρού και ερασιτέχνη φωτογράφου Νισήμ Λεβή, ο οποίος επισκέφτηκε και αυτός την περιοχή αμέσως μετά τη μάχη (Εικόνες 5, 6).

Εικόνες 5,6. Ένα κατεστραμμένο πυροβόλο Κρουπ 150 χιλιοστών που φωτογράφισε ο Γιαννιώτης γιατρός Νισήμ Δ. Λεβής στο Μικρό Μπιζάνι λίγο μετά τη μάχη (βλ. Το Πανόραμα του Νισήμ Λεβή: 1898-1944, Εκδόσεις Καπόν). Στο ένθετο, η θέα σήμερα από το πυροβολείο, με τα Σερβιανά στον απέναντι λόφο και στο βάθος την Ιωνία οδό.

Στην περιοχή είχαν πλέον αρχίσει να επιστρέφουν οι βοσκοί με τα κοπάδια τους. Αντί για τις άγριες εκρήξεις από οβίδες, ηχούσαν πλέον γλυκά στους λόφους τα κουδούνια από τα γιδοπρόβατα. Αν και η θέα ήταν ευχάριστη και οι ήχοι γαλήνιοι, στις μύτες των επισκεπτών έφτανε η φρικτή οσμή από τους πρόσφατα θαμμένους που είχαν πέσει κοντά στα κανόνια τους.

Η επίσκεψη του στρατηγού Εϊντού και του βουλευτή Νταβίντ

Αν και δεν το αναφέρει στο βιβλίο της, το ζεύγος Ντισάπ επέστρεψε στο Μπιζάνι και στις 30 Μαρτίου μαζί με τον στρατηγό Ζοζέφ – Πολ Εϊντού, αρχηγό της Γαλλικής στρατιωτικής αποστολής στην Αθήνα. Μαζί τους ήταν και ο Γάλλος πρέσβης στο Μαυροβούνιο Ρεϊμόν Αϊνάρ και ο βουλευτής Δορδόνης (και μετέπειτα υπουργός) Ρομπέρ Νταβίντ. Την επίσκεψη αυτή περιγράφει η εφημερίδα ΝΕΟΛΟΓΟΣ Πατρών στις 5 Απριλίου. Έφτασαν στο Μπιζάνι με αυτοκίνητα από τα Γιάννενα και πέρασαν ολόκληρη τη μέρα τους εκεί. Στη βάση του βουνού τους περίμεναν άλογα για την ανάβαση στο φρούριο, αλλά ο Εϊντού «ἀπέφυγε νὰ ἱππεύσῃ προτιμήσας τὴν πεζῆ ἀναρρίχησιν μὲ μίαν ράβδον εἰς χεῖρας. Ἐκόντες ἄκοντες καὶ οἱ ἄλλοι ἠναγκάσθησαν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν πεζῆ. Ἐθαυμάσθη ἡ πεζοπορία καὶ ἡ ἀντοχὴ τοῦ στρατηγοῦ, ὅστις προεπορεύετο ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἠκολούθουν εἰς ἰκανὴν ἀπόστασιν, σχεδὸν ἀσθμαίνοντες» (Εικ. 7, 8).

Εικόνες 7, 8. Δύο στιγμιότυπα από την επίσκεψη του γάλλου στρατηγού Εϊντού στο Μπιζάνι μαζί με το ζεύγος Ντισάπ και τον βουλευτή Νταβίντ. Αριστερά, ο ασπρομάλλης Εϊντού κρατώντας τη ράβδο στο αριστερό του χέρι δίπλα σε ένα κανόνι του τουρκικού στρατού. Δεξιά, ο πρόξενος Ντισάπ με έλληνα αξιωματικό. Ο άνδρας στο βάθος είναι ίσως ο γάλλος βουλευτής Ρομπέρ Νταβίντ.

Φτάνοντας στα πυροβολεία εξέτασαν τη διαρρύθμιση του χώρου και αποφάνθηκαν ότι «δὲν ἦσαν τελείου συστήματος ὑπὸ ἄποψιν τῆς τελευταιας στρατηγικῆς τέχνης, ἀλλ’ ὅτι ἡ φύσει ὀχυρὰ θέσις τοῦ Μπιζανίου τὰ καθίστα  ἰσχυρά. Ἕτερον σοβαρὸν σφάλμα ἡ Γαλλικὴ ἀποστολὴ εὖρεν ὁτι είς πολλὰς θέσεις τὸ ἕν πυροβόλον ἦτο ὄπισθεν τοῦ ἄλλου, τοὐτέστι εἰς τὸ αὐτὸ ὕψος εἰς τρόπον ὥστε μία ὀβίς τῶν ἡμετέρων ἐπιτυγχάνουσα τὸν στόχον ἠδύνατο νὰ πρσβάλλη ἔμπροσθεν ἤ ὄπισθεν τοῦ στόχου εὑρισκόμενον. Ἐπίσης παρετηρήθη, ὅτι ὄπισθεν ἑνὸς πυροβολείου εὑρίσκετο μία πυριτιδαποθήκη πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἐθεωρήθη ὡς ἀσυγχώρητον λάθος. Τὰ εἰς τὰς διαφόρους θέσεις τῶν δύο Μπιζανίων εὑρισκόμενα πυροβόλα ἐθεωρήθησαν πολλά κατ’ ἀριθμὸν ὑπό τῆς Γαλλικῆς ἀποστολῆς. Ἡ γνώμη ἥν διετύπωσεν εἰς ἐπιτόπιον συζήτησιν εἶνε ὅτι μὲ μικρότερον ἀριθμὸν πυροβόλων, καλύτερον ὅμως διατεθειμένων θὰ ἐγίνετο ἡ αὐτὴ ἐργασία ἄν ὄχι καλυτέρα».  

Στη συνέχεια οι εκδρομείς «παρεκάθησαν εἰς κοινὸν γεῦμα ἐφ’ἑνὸς Τουρκικοῦ πυροβολείου ἐν ἀδιαπτώτῳ εὐθυμίᾳ». Και προσθέτει: «Εἰς μίαν στιγμὴν διελθὼν εὔζωνος ἐκεῖθεν ἠρωτήθη ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ διὰ διερμηνέως ἄν εἶνε ἀληθές, ὅτι οἱ εὔζωνοι διερχόμενοι τὰ διάφορα Ἠπειρωτικὰ χωρία ἔδιδον εἰς τάς γυναῖκας τεμάχιον φουστανέλας διὰ νὰ τὸ ἔχωσιν ὡς φυλακτὀν. Καἲ ὁ εὐσταλὴς ἔυζωνος δὲν ἠρνήθη τὸ γεγονὸς προσθέσας ἀφελέστατα:Καὶ τὶ τῆς ἠθέλαμε, στρατηγέ μου, τῆς φουστανέλες;»

Η ημερήσια εκδρομή τους κατέληξε με επίσκεψη στις απέναντι από το φρούριο ελληνικές γραμμές, όπου είχαν πολεμήσει γενναία για πάνω από 40 μέρες τα ευζωνικά στρατεύματα μέσα στον άγριο χειμώνα και κάτω από τα τουρκικά πυρά από το Μπιζάνι.

Την επίσκεψη του στο Μπιζάνι αφηγήθηκε όταν επέστρεψε στο Παρίσι και ο βουλευτής της κεντροαριστεράς Ρομπέρ Νταβίντ σε ομιλία του στον «Γαλλικό Σύνδεσμο για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ελληνισμού» στις 1/14 Ιουνίου 1913. Στον λόγο του αναφέρθηκε στο ταξίδι του με τον Εϊντού στη νότια και τη βόρεια Ήπειρο και στην υποδοχή που τους επεφύλαξαν οι έλληνες κάτοικοι. Στο Μπιζάνι αυτός και οι άλλοι επισκέπτες «διέσχισαν τα συρματοπλέγματα που προστάτευαν τη βάση του βουνού, περιηγήθηκαν στα εγκαταλειμμένα χαρακώματα με τα διαλυμένα κανόνια, τα κατεστραμμένα οχυρώματα με θλιβερά συντρίμμια όπου ήταν φανερό πως ένας πύρινος τυφώνας είχε περάσει από εκεί θερίζοντας τα πάντα στο διάβα του επί πολλές εβδομάδες».

Ο Νταβίντ περιγράφει και την εξής σκηνή: «Απομονωμένη σε ένα από τα βουνά που βρισκόταν στη μέση της μάχης, συναντήσαμε μια άθλια τέντα τοποθετημένη πάνω από ένα μικρό πέτρινο τοίχωμα. Εκεί είχε βρει καταφύγιο μια οικογένεια με πέντε παιδιά, της οποίας η ταπεινή καλύβα είχε καεί στην αρχή της μάχης. Ανάμεσά τους ήταν και ένα μωρό τεσσάρων μηνών, το οποίο η μάνα είχε φέρει στον κόσμο μέσα στην αναταραχή, έξω στην ύπαιθρο, στο χιόνι, ενώ ο πατέρας είχε αιχμαλωτιστεί. Στη μικρή του κούνια μας χαμογέλασε ξένοιαστα».

Εικόνες 9, 10. Από άλλες «εκδρομές τουριστών» δύο ακόμη φωτογραφίες από το κατεστραμμένο τουρκικό κανόνι που δημοσιεύτηκαν στην αθηναϊκή εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ στις 24 Μαρτίου και στις 6 Απριλίου 1913.

Από τις φωτογραφίες εκείνης της εποχής, είναι εμφανές ότι υπήρξαν και πολλές άλλες εκδρομές «τουριστών» στο Μπιζάνι (Εικόνες 9, 10). Για τους στρατιωτικούς, οι επισκέψεις αυτές είχαν και τεχνικό χαρακτήρα, αφού τους επέτρεψαν να μελετήσουν την αμυντική διάταξη του τουρκικού στρατού. Για άλλους ωστόσο, η εκδρομή ήταν απλά μια ασυνήθιστη μορφή «αναψυχής». 

Τουρίστες και στον Δρίσκο

Διαβάζοντας τις περιγραφές από το πεδίο της μάχης μετά την ήττα και την παράδοση του τουρκικού στρατού, είχα την εξής απορία: Τι θα είχε γίνει αν είχαν κερδίσει οι Τούρκοι; Άραγε οι ίδιοι αυτοί «τουρίστες» θα είχαν επισκεφτεί πάλι την περιοχή;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό μας είναι γνωστή: Ναι, οι ίδιοι επισκέπτες θα είχαν πάει και μετά από ήττα του ελληνικού στρατού. Δεν είναι θεωρητική η διαπίστωση αυτή, αλλά στηρίζεται σε πραγματικό γεγονός: Στις 29 Νοεμβρίου του 1912, αμέσως μετά τη μάχη του Δρίσκου όπου γνώρισε τη συντριβή το σώμα των Γαριβαλδινών και άφησε την τελευταία του πνοή ηρωικά ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης, πολλοί από τους ίδιους «τουρίστες» είχαν συνδράμει στην περιοχή για να δουν τα απομεινάρια της μάχης.

Την επίσκεψη αυτή αναφέρει στο ημερολόγιό της από την «Πολιορκημένη Πόλη» η σύζυγος του γάλλου πρόξενου. Οι Γαριβαλδινοί, στην ομάδα των οποίων είχαν καταταχτεί και ελληνοαμερικανοί εθελοντές, είχαν φτάσει τόσο κοντά στα νοτιοανατολικά υψώματα πάνω από τη λίμνη Παμβώτιδα, ώστε η μάχη ήταν ορατή από τα Γιάννενα. Γράφει η Ντισάπ τη Δευτέρα 26 Νοεμβρίου (9 Δεκεμβρίου στο ημερολόγιο της): «Σήμερα το πρωί μας ξύπνησε ο θόρυβος από κοντινό τρίξιμο ανταλλαγής πυρών, μιας μάχης μεγάλης, επεκτεινόμενης… και τόσο κοντινής! Ποτέ ως τώρα δεν είχαμε ακούσει κάτι τέτοιο. Ήταν λες και γινόταν μάχη στα πρόθυρα της πόλης. Που και που, βούιζε η μεγάλη φωνή του κανονιού, ακόμα πιο δυνατή, πιο βαριά, πιο έντονη, επισκιάζοντας το πιστολίδι…» (Εικόνες 11, 12).

Εικόνες 11, 12. Δύο φωτογραφίες από το πυροβολείο που οι Τούρκοι είχαν τοποθετήσει στο νησί των Ιωαννίνων με την κάνη των 75 χιλιοστών του στραμμένη προς τον Δρίσκο. Αριστερά, από έκδοση των αποφοίτων της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων και δεξιά από την εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ στις 28 Μαρτίου 1913.

Αρχικά, αν και άκουγαν τη μάχη, δεν την έβλεπαν από τα Γιάννενα. «Κι όμως! Στο πλευρό ενός λόφου πιο μακρινού, του οποίου η κορυφή είναι ψηλότερη από την Καστρίτσα, ξεπροβάλλει ένα μικρό σύννεφο καπνού, μετά άλλο ένα… Λίγα δευτερόλεπτα περνούν και, διαπερνώντας την καθαρή ατμόσφαιρα, ο απόηχος του θανάτου φτάνει ως εμάς… Πρόκειται για τις οβίδες που σκάνε έτσι, μπροστά στα μάτια μας, πριν βουίξουν στα αυτιά μας… Τα συννεφάκια από καπνό πολλαπλασιάζονται, και γυαλίζουν στον ήλιο. Οι βολές διαδέχονται η μία την άλλη πιο συχνά, το πιστολίδι ξαναρχίζει. Επιτέλους, φτάνει κάποια στιγμή που το κανόνι παύει. Κατεβαίνουμε προς την πόλη χωρίς να γνωρίζουμε το αποτέλεσμα μιας μάχης η οποία πιθανότατα δεν έχει τελειώσει».

Την επόμενη μέρα και ενώ η μάχη στον Δρίσκο συνεχίζονταν, οι Ντισάπ πλησίασαν για πρώτη φορά το Μπιζάνι απ’ όπου τις μέρες εκείνες ακούγονταν μάχες στα Πέντε Πηγάδια. Πέρασαν, λέει η Ντισάπ, από το Χάνι του Μίχου και τον λόφο στο Αβγό για να φτάσουν στο Χάνι Ροβιλιαστού όπου είχε στηθεί τις μέρες εκείνες το αρχηγείο του Εσάτ Πασά. Τότε είδαν στον ουρανό ένα από τα πρώτα ελληνικά πολεμικά αεροπλάνα γαλλικής κατασκευής… Η γαλλίδα συγγραφέας θυμήθηκε τους στίχους του γαλλικού πατριωτικού τραγουδιού «Ένα πουλί που προέρχεται από τη Γαλλία» το οποίο, γραμμένο το 1880, αναφέρεται σε ένα χελιδόνι που πέρασε τα γαλλικά σύνορα πετώντας πάνω από την κατεχόμενη τότε από τους Γερμανούς Αλσατία. Εκεί οι ντόπιοι, μικροί και μεγάλοι, φώναξαν στον κατοχικό στρατό: «Περίπολοι, μη πυροβολείτε. Είναι ένα πουλί που έρχεται από τη Γαλλία!». Στο τραγούδι ένας γερμανικός στρατιώτης πυροβολεί και σκοτώνει τελικά το χελιδόνι.

Δύο μέρες μετά την εκδρομή των Ντισάπ στο αρχηγείο του Εσάτ, διαδόθηκε στα Γιάννενα το νέο πως ο ελληνικός στρατός είχε απωθηθεί από τους Τούρκους με βαριές απώλειες. «Λίγες μόνο ώρες αφότου οι τραυματίες και οι νεκροί είχαν μαζευτεί, είδαμε το πεδίο της μάχης, με έντονα ακόμα τα ίχνη της λυσσαλέας δράσης, κόκκινο ακόμη από το αίμα».

Ακολούθησε ανάβαση σε απότομες βουνοπλαγιές με κηλίδες από αίμα, γαλάζιους χιτώνες, σκάγια και θραύσματα από οβίδες, τάφους τούρκων στρατιωτών και μια μοναδική θέα της λίμνης Παμβώτιδας και της πόλης των Ιωαννίνων. Από τα υψώματα αυτά, η Γαλλίδα διακρίνει «τα Γιάννενα ρόδινα και επίχρυσα, εξωπραγματικά και μεγαλοπρεπή σαν μια πόλη μέσα από θρύλο ή από παραμύθι».

Και καταλήγει θρηνώντας τον έλληνα φαντάρο που, πριν αφήσει την τελευταία του πνοή στον Δρίσκο, πρόλαβε να δει τη μαγευτική πόλη. Αναφέρει τους στίχους, όπως της είπαν, ενός ηπειρώτικου δημοτικού τραγουδιού: «Ευτυχής αυτός που είδε τα Γιάννενα από τους λόφους του Δρίσκου, όποιος τα βλέπει δεν θέλει πια τίποτα, μπορεί να πεθάνει».

Η Ντισάπ αναφέρεται υποθέτω στο τραγούδι «Γιαννιώτισσα (Στα Γιάννενα στον Δρίσκο)» :

«Θέλω να ζήσω να διαβώ, στα Γιάννενα στο Δρίσκο

στην άκρη από τα Γιάννενα, τρέχει μια κρύα βρύση
και ποιος θα πάει κοντά να πιει, αχ τον πόνο του να σβήσει».

Σχετικά άρθρα

Fake News από το 1913!

Αλέξανδρος Μωυσής

Η Δεύτερη Υποδοχή του Διαδόχου στα Ιωάννινα το 1913

Αλέξανδρος Μωυσής

Απελευθέρωση της πόλης των Ιωαννίνων από τον τουρκικό ζυγό – Ο ρόλος των ευρωπαϊκών διπλωματικών αντιπροσωπειών

Αλέκος Ράπτης