Απόψεις

Καφενεία, καφετέριες και cafe: μια ιστορία δρόμο!

Ο γιατρός - ψυχίατρος Νίκος Μπιλανάκης γράφει για τα καφενεία του χθες και του σήμερα και τις σχέσεις των ανθρώπων που άλλαξαν μαζί τους μέσα στα χρόνια.

Τα καφενεία, μέχρι περίπου τα τέλη του 1970, ιδιαίτερα στην ελληνική επαρχία, ήταν ένας καθαρά αντρικός χώρος. Εκεί πήγαιναν μόνον οι άντρες της γειτονιάς για να πιουν το καφέ τους. Να απολαύσουν το τσιγαράκι τους με το ουζάκι τους ή το τσιπουράκι τους, με τον απαραίτητο μεζέ. Ένας χώρος δημόσιας χρήσης που αποσκοπούσε αποκλειστικά στην απόλαυση των αντρών, στη συλλογική τους ευωχία. Εκεί που συναντιόντουσαν οι φίλοι, που χαιρόντουσαν ή λυπόντουσαν οι απλοί ανθρώποι, ένας χώρος που εκδραμάτιζαν τα παυσίλυπα πάθη τους και δίναν συμβουλές ή πειράζαν ο ένας τον άλλον. Το καφενείο όμως εκτελούσε και άλλες λειτουργίες. Αποτελούσε επιπλέον προνομιακό χώρο ανταλλαγής πληροφοριών. Κάτι σαν αναβίωση της αρχαίας αγοράς. Εκεί μαθευόταν αν κάποιος αρρώστησε, αν κάποιος χρειαζόταν ανθρώπους να δουλέψουν γι’ αυτόν, αν κάποιος είχε βγάλει προϊόντα και ήθελε να τα πουλήσει κ.λπ. Το καφενείο επίσης λειτουργούσε και ως χώρος που έφερνε σε επαφή την ανδρική κοινωνία της περιοχής με τον έξω κόσμο. Εκεί θα πρωτοεμφανιστεί το πρώτο τηλέφωνο, το πρώτο ραδιόφωνο, το πρώτο τζουκμπόξ, η πρώτη τηλεόραση. Στο καφενείο πάλι θα ερχόταν ο κινηματογράφος, αφού εκεί έστηναν τα πανιά και τη μηχανή και προβαλλόταν η ταινία. Στο καφενείο θα ερχόταν και ο βουλευτής από την πρωτεύουσα για να κεράσει και να δώσει προεκλογικές υποσχέσεις και να μαζέψει ψήφους. Το καφενείο, συμπερασματικά, τα παλιά χρόνια ήταν ένας χώρος αντρικής διασκέδασης αλλά κατείχε ποικίλες ακόμα άλλες λειτουργίες όπως χώρος πληροφόρησης, χώρος επαφής με τους άλλους, χώρος πολιτικών ζυμώσεων.

Στα παλιά καφενεία έβρισκες μια συγκεκριμένη αισθητική. Ο χώρος του, οι ξύλινες καρέκλες του και τα σιδερένια τραπέζια του, οι φωτογραφίες στον τοίχο, η μυρωδιά από αλκοόλ, καφέ και βασιλικό, ο καφετζής, οι θαμώνες με τις κουβέντες τους και τα παιγνίδια τους, ο καφές τους που ήταν ακόμα τότε αποκλειστικά ελληνικός (ή τούρκικος), όλα μετρούν στο να χτιστεί αυτή η αισθητική. Ακόμα και η θέρμανση του χώρου μετρά: αν είχαν σόμπα στη μέση φερ’ ειπείν και όχι κεντρική θέρμανση, τότε οι θαμώνες αναγκάζονταν να μαζεύονται όλοι τριγύρω της. Και πάνω στη σόμπα έβαζαν κάστανα, κρασί, ρακί με μέλι, αναδεύαν τη φωτιά αν ήταν ξυλόσομπα, τεντώναν τα χέρια τους προτού τα φέρουν να χαιδέψουν το πρόσωπο τους, δημιουργούταν μια ατμόσφαιρα που συνόδευε την έννοια «καφενείο» τον χειμώνα. Που συνήθως δεν τη διέθεταν τα αθηναϊκά καφενεία.

Στου καφενείου το αλλησηβερίσι δημιουργούνταν σχέσεις, μετριώνταν και ακυρωνόταν άλλες, χτίζονταν αξίες και συμπεριφορές που ακολουθούσαν οι άντρες της περιοχής. Σε μερικά καφενεία, ιδιαίτερα φτωχών περιοχών, σε μια Ελλάδα γενικότερα φτωχή, οι αξίες και οι πολιτιστικές σταθερές που χτίζονταν ξεπερνούσαν τα παραδεκτά, τα ειωθότα. Μέσα στον εξισωτικό συμποσιασμό των θαμώνων αυτών των καφενείων, αθόρυβα αλλά αποτελεσματικά, έτσι όπως λάμβανε χώρα η ρακοποσία, σύμφωνα με το τελετουργικό των «κερασμάτων», υφαινόταν μια ρηξικέλευθη λαϊκή κουλτούρα. Μια κουλτούρα της οργής και της ανατροπής, που ύμνησε ο Βάρναλης, ο Λαπαθιώτης κ.ά., όπου το γλέντι προηγούταν της εργασίας, η κατανάλωση της αποταμίευσης, η μέθεξη της παρέας της παραγωγικής μοναχικότητας, η ξεχωριστή ατομική μαγκιά τον θάνατο τον ίδιο! Σε αυτή τη ριζοσπαστική κουλτούρα ορισμένων καφενείων θα αντιτεθούν βέβαια από νωρίς κάποιοι άλλοι, οι νοικοκυραίοι, που θα επιχειρήσουν να εισάγουν στον χώρο του καφενείου τις αρχές της οικογένειας, της εκκλησίας και της αγοράς. Και αυτή η σύγκρουση θα εικονογραφήσει την Ιστορία, οδηγώντας στην εξέλιξη τα καφενεία! Αυτή την ιστορία θέλω να σας διηγηθώ.

Εντωμεταξύ, η ελληνική κοινωνία προοδεύει, και όσο σιγά-σιγά προόδευε, και εξευρωπαϊζόταν, και πλούταινε, και η μεσαία τάξη εμφανιζόταν στο προσκήνιο, και οι γυναίκες εξισώνονταν με τους άντρες, τόσο δίπλα στα παραδοσιακά καφενεία, ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες πόλεις, άρχισαν να εμφανίζονται πιο πολυτελή καφενεία. Πιο σύγχρονα, πιο ευρωπαϊκά, με ψάθινες καρέκλες πλέον και ανεμιστήρες στην οροφή, με τάβλια αλλά και με περιοδικά στα τραπέζια, με γλυκά κουταλιού και με πάστες αμυγδάλου, με μεγαλύτερη όρεξη για πρωτοπορίες και νεωτερισμούς. Στα καφενεία αυτά, τα καφεζαχαροπλαστεία, μπόρεσαν επιτέλους να έρθουν και οι γυναίκες σπάζοντας το επικρατούν μέχρι τότε άβατον αλλά και οι θαμώνες από τα πιο εύρωστα κοινωνικοοικονομικά στρώματα και όλοι οι κυρ Παντελήδες, που θέλαν και αυτοί μεράδι από τον κόσμο τούτο. Τα καταστήματα αυτά, αργότερα, μετά τη δεκαετία του 1970, θα εξελιχθούν, πρώτα απ’ όλα στα μεγάλα αστικά κέντρα, σιγά-σιγά, στις καφετέριες, που θα απευθύνονταν ιδιαίτερα στον νεαρόκοσμο. Με τις άνετες πορτοκαλί καρέκλες τους, τα τραπεζάκια με την ανοξείδωτη επιφάνεια και τη μουσική υπόκρουση είτε παλιών ιταλικών τραγουδιών, είτε αντίστοιχων ελαφρολαϊκών ελληνικών θα αποτελέσουν προνομιακό χώρο των νέων που σερβιτόροι πλέον (όχι καφετζήδες) θα τους προσέφεραν νεσκαφέ φραπέ, για να ξεχωρίσουν από τους ντεμοντέ παλαιότερους που πίναν ακόμα ελληνικό καφέ. Στα καταστήματα αυτά θα συναντιόνται οι νέοι μεταξύ τους, θα σχηματίζονταν οι παρέες, εκεί θα βγαίνουν με τις κοπέλες τους και θα φασώνονται στα πιο απόκρυφα τραπεζάκια τους ελλείψει άλλων πιο ιδιωτικών χώρων. Και όλη η παλαιότερη πελατεία και κουλτούρα των παραδοσιακών καφενείων θα εξαφανιστεί ή θα επιβιώσει εξόριστη σε μακρινά χωριά της ελληνικής επικρατείας.

Γρήγορα, όμως, ακόμα και τα μαγαζιά αυτά θα αλλάξουν εκ νέου. Θα μεγαλώσουν, θα αποκτήσουν θηριώδεις διαστάσεις, καταλαμβάνοντας τεράστιους χώρους που τους γεμίζουν με τραπεζοκαθίσματα. Γίνονται χώροι μαζικοί, ομογενοποιημένοι, ισοπεδωτικοί που καταπίνουν και πέπτουν τους θαμώνες τους. Με μουσικές να ορίζουν ένα περιβάλλον ραθυμίας, ακινησίας και μαζικότητας. Φτιαγμένα με ακριβά υλικά, όπως τον ανοξείδωτο χάλυβα, το γυαλί, τη δερματίνη, τα ξύλινα ντεκ ιστοπλοϊκού -όλα καινούργια, φουτουριστικά, χλιδάτα. Οι υπάλληλοι που εργάζονται σε αυτά τα καταστήματα λέγονται πλέον bartender, PR’s, τσεκαδόροι. Οι θαμώνες τους παραμένουν οι νέοι ανθρώποι, που όλοι μαζί κοιτούν απλανώς, πάνω από τα ποτήρια τους, μέσα από τις τζαμαρίες, προς τις απέναντι καφετέριες, άλλους νεαρούς επίσης θαμώνες. Ή τις οθόνες των κινητών τους. Αφήνοντας όλοι μαζί πίσω τους μια πραγματικότητα αρυτίδωτη και αβαθή, στην επιφάνεια της οποίας αντανακλάται μια κοινωνία πλουσιότερη μεν αλλά αναλόγως στάσιμη, αδιάφορη και απαθής που παρακολουθεί εκστατικά το θέαμα της αργής διάλυσης του αφρόγαλου ή της καφέ ζάχαρης στον καπουτσίνο της σαν επαναλαμβανόμενο θαύμα.

Στις μέρες μας πλέον οι ποικιλώνυμες αλυσίδες καφέ, Starbucks, Mikel, Coffeeisland ή άλλοι, δημιουργούν πληθωριστικά καταστήματα που σερβίρουν καφέ, take away ως επί το πλείστον. Σε αυτά τα μαγαζιά, ο καφές παύει βιαίως να αποτελεί μέρος μιας τελετής απόλαυσης και συνάντησης και γίνεται ένα είδος ταχείας κατανάλωσης, ενώ το κατάστημα γίνεται σταθμός ανεφοδιασμού καφεΐνης. Είναι η εκδοχή φαστ, για ανθρώπους που τρέχουν πίσω απ’ τη ζωή με ένα χάρτινο κύπελλο στο χέρι. Ανθρώπους που μετέχουν εκόντες ακόντες στη μετανεωτερική κοινωνία, που έχει πλέον το όρντινο. Μια κοινωνία που πλέον πορεύεται με τον στίχο «…τα καφενεία όλα κλειστά, κι οι φίλοι μου ξενιτεμένοι…».

Σχετικά άρθρα

Επαναφορά της πρότασης για μέτρα στήριξης των καφενείων

Λύση στον «βραχνά» του ΟΑΕΕ για τα καφενεία των μικρών χωριών

«Χωριό χωρίς καφενείο δεν υπάρχει»