Φωτογραφία: Ομάδα Q
Πολιτισμός

Είναι προτιμότερο να αποτύχεις από το να κάνεις κάτι συμβατικό

Οι συντελεστές της παράστασης «Ο Γλάρος» μιλούν στον Ηπειρωτικό Αγώνα, λίγο πριν την πρεμιέρα της.

Στην είσοδο του αρχοντικού Πυρσινέλλα συναντάμε κάποιους από τους ηθοποιούς της παράστασης «Ο Γλάρος», του Αντόν Τσέχωφ. Νέα παιδιά, άγνωστα φυσιογνωμικά τα περισσότερα. Ανάμεσά τους και η Γιώτα Φέστα.

Της ζητούν να μιλήσει εκείνη στη συνέντευξη Τύπου, που ακολουθεί. Εκείνα δε θέλουν. Γελούν και αστειεύονται μεταξύ τους. Τελικά, υποχωρούν, λένε δυο λόγια στις κάμερες, αλλά με τη συστολή των νέων ανθρώπων, που κάνουν χώρο να μιλήσουν οι μεγαλύτεροι.

Το ίδιο θα κάνουν και στην κουβέντα μας για το έργο, αμέσως μετά. Συναντήσαμε τους ανθρώπους του Γλάρου και μιλήσαμε μαζί τους για την παράσταση, που κάνει πρεμιέρα το Σάββατο στις 9 το βράδυ στο Καμπέρειο, για τον Τσέχωφ και για τους γλάρους της λίμνης.

 Γιατί επιλέξατε να ανεβάσετε Τσέχωφ και συγκεκριμένα τον Γλάρο του; Τι είναι αυτό που τον κάνει τόσο απαραίτητο και οικείο και συχνά θεατρικές σκηνές και θεατές επανέρχονται στα έργα του;

Ρίτσαρντ Άντονι (σκηνικά-φωτισμοί): Νομίζω ότι το βασικό είναι η αγάπη και ο προβληματισμός που έχει σε σχέση με τον κόσμο γύρω, οι ανθρώπινες σχέσεις και πώς μπορούν να ανατραπούν και να αλλάξουν. Και όλες οι ίντριγκες, που έχουν οι άνθρωποι μεταξύ τους.

Μαρία Καραβελόγλου (ενδυματολόγος): Νομίζω ότι είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, οι οποίες όσα χρόνια κι αν περάσουν, δεν αλλάζουν ποτέ, ούτε τα προβλήματα που γεννιούνται απ’ αυτές. Αυτό είναι το σημαντικό και στον Τσέχωφ είναι πολύ δυνατές, πολύ ζεστές, πολύ ανθρώπινες.

Γιάννης Παρασκευόπουλος (σκηνοθέτης): Θα κλέψω από την Ιωάννα (Δεμερτζίδου) κάτι πάρα πολύ ωραίο, που είπε προχθές. Παρόλο που είναι ένα έργο, που μιλάει για τον έρωτα κυρίως, πολύ συχνά αυτοί οι άνθρωποι, μέσα στις σχέσεις τους, έτσι όπως εξελίσσονται στο έργο, ντρέπονται ο ένας για τον άλλον. Δεν είναι ένα συναίσθημα, μα υπάρχει μια ντροπή γι’ αυτό που νιώθουν, γι’ αυτό που είναι ο άλλος δίπλα τους, γι’ αυτό που συμβαίνει. Παρόλα αυτά, σ’ εμάς που είμαστε απ’ έξω και το δουλεύουμε όλο αυτό το πράγμα, υπάρχει το αντίθετο. Υπάρχει περηφάνια και αγάπη. Και όσο πιο περήφανοι είμαστε εμείς ο ένας για τον άλλον, όσο πιο πολύ καμαρώνουμε για τη δουλειά, όσο πιο πολύ αγαπάμε και αγκαλιάζουμε ο ένας τον άλλον, τόσο πιο δύσκολο θα μπορούσε να είναι -αλλά τελικά δεν είναι- να υπάρχει η αμηχανία της ντροπής και η δυσκολία αυτών των ανθρώπων να συναντηθούνε πραγματικά. Γιατί δεν συναντιούνται. Αυτό που κάνει, λοιπόν, τα έργα του Τσέχωφ επίκαιρα ή να μας αφορούν διαρκώς, έχει να κάνει με το πόσο δύσκολο μάς είναι να συναντηθούμε. Και μέσα από ποιον κόσμο συναντάμε ο ένας τον άλλον κι αν τελικά πραγματικά συναντιόμαστε. Αυτοί είναι άνθρωποι που παλεύουν να συναντηθούνε. Ένα παιδί παλεύει να συναντηθεί με τη μάνα του και στην πραγματικότητα δεν συναντιούνται ποτέ. Συναντιούνται -και πάλι με πολλά ερωτηματικά- ίσως τη στιγμή που ο Τρέπλιεφ πεθαίνει.

Ελένη Δημοπούλου (καλλιτεχνική διευθύντρια ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων): Ένα στοιχείο στον Τσέχωφ, το οποίο βρίσκω ότι όλοι μας το νιώθουμε και όλοι το έχουμε περάσει, είναι αυτό της απομόνωσης και του εξωτερικού παράγοντα. Όλοι οι ήρωές του βρίσκονται κάπου απομονωμένοι σε ένα σπίτι, σε ένα κτήμα, «οικειοθελώς» εξόριστοι, μακριά από τα πράγματα. Και νομίζω ότι αυτό το θέμα της εξοχής, της απομόνωσης, της περιφέρειας με έναν αστικό επισκέπτη εμβόλιμο, ο οποίος μπαίνει σχεδόν σε όλα τα έργα του Τσέχωφ –εδώ έρχεται η Αρκάντινα με τον κόσμο της- μέσα σ’ όλη τη φτώχεια που υπάρχει, αυτή η χαμένη αριστοκρατία είναι οικεία. Όλοι έχουμε νιώσει -όχι μόνο σε γεωγραφικό ή τοπικό επίπεδο- αυτή την απελπισία του να θέλεις να κάνεις πράγματα και να μην σου δίνεται η δυνατότητα, να θέλεις να γράψεις και να μην μπορείς να συναντηθείς με άλλους συγγραφείς. Από την άλλη, δεν το κρύβω ότι, όταν σκεφτόμουν τα Γιάννενα κι ένα σύγχρονο μεγάλο έργο, το μυαλό μου πήγε στη λίμνη, που τα ορίζει -όπως ορίζει και αυτούς τους έντεκα ανθρώπους- στους γλάρους της, στους πεθαμένους γλάρους της, που έχω δει.

Ο Τσέχωφ είχε πει ότι «Ο Γλάρος» είναι μια κωμωδία. Πόσο κωμικό μπορεί να είναι ένα έργο με τόσες ματαιώσεις και ένα τραγικό τέλος για έναν από τους ήρωές του; Και πώς ισορροπείτε σ’ αυτό;

Θανάσης Μιχαηλίδης (Σόριν): Εγώ πιστεύω πως δεν ισορροπείς. Μπαίνεις και ζεις και το ένα μέρος και το άλλο. Η κωμωδία ή το κωμικό στοιχείο είναι κάτι σχετικό. Κωμικά στοιχεία μπορεί να είναι δραματικά στοιχεία, τα οποία είναι τραγελαφικά, δηλαδή σε οδηγούν σε καταστάσεις με τις οποίες γελάς. Ας μην ξεχνάμε ότι από τις μεγαλύτερες στιγμές γέλιου, που δεν τις αντιλαμβάνεσαι, είναι σε μια κηδεία. Ότι μπορεί να κάθεσαι να λες «τώρα τι γίνεται εδώ πέρα;» και να γελάς. Η τραγικότητα μπορεί να βγει μέσα από την κωμωδία χαρακτήρων ή να είναι τόσο ανισόρροποι κάποιοι χαρακτήρες, οι οποίοι να προκαλούν είτε την τραγωδία, είτε την κωμωδία. Έτσι το αντιλαμβάνομαι και νομίζω ότι το καλύτερο πράγμα είναι το να μην υπάρχει ισορροπία, να ανεβοκατεβαίνεις, να ρυθμίζεις και να ελέγχεις τον εαυτό σου ή τις καταστάσεις, που υπάρχουν. Το θεωρώ πολύ σημαντικό αυτό: να υπάρχει μια ζυγαριά, που ανεβοκατεβαίνει.

Εκεί μπορεί να τον χάσεις τον θεατή; Να θεωρήσει τα πάντα αστεία;

Θανάσης Μιχαηλίδης: Δεν τον χάνεις τον θεατή. Έχει μια δικιά του ζυγαριά κι αυτός. Αντιλαμβάνεται. Βλέπει. Έχει ένα πεδίο μεγάλο, τεράστιο μπροστά του, το οποίο πιστεύουμε ότι μπορεί να το ελέγξει. Εμείς κάνουμε το καλύτερο, που μπορούμε πάνω σ’ αυτό, που καλούμαστε να ερμηνεύσουμε.

Γιώτα Φέστα (Αρκάντινα): Να πω κι εγώ κάτι πάνω σ’ αυτό. Νομίζω ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να τα αντέξουν αυτά τα πράγματα, αν δούμε τι διακυβεύεται εκεί, μέσα σ’ αυτό το έργο. Μια μάνα, που, όπως είπε ο Γιάννης (Παρασκευόπουλος), έχει εγκαταλείψει ένα παιδί και δεν μπορεί στην πραγματικότητα ούτε ένα μικρό κομμάτι αγάπης να του δώσει. Ένας συγγραφέας, ο οποίος καταστρέφει τη ζωή ενός κοριτσιού από την επαρχία. Όλα αυτά οι άνθρωποι δεν μπορούμε να τα αντέξουμε. Δεν μπορούμε να αντέξουμε τα λάθη μας και πολύ συχνά νομίζω ότι στον Γλάρο οι ήρωες είναι άνθρωποι που έχουν κάνει λάθη. Πώς είμαστε εμείς, που λέμε καμιά φορά «αν δεν το είχα κάνει εκείνο, πώς θα ήμουν τώρα;». Είναι σαν αυτό τον στίχο της Δημουλά, που λέει «το λάθος αίσθημά μου κι ο κόσμος του όλος είναι ο σωστός μου κόσμος». Τα λάθη τους, λοιπόν, οι άνθρωποι δεν μπορούν να τα αντέξουν, άρα η κωμωδία έρχεται να απαλύνει λίγο αυτό το κομμάτι για τον θεατή κατά τη γνώμη μου.

Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να σκηνοθετεί κανείς έναν κλασικό θεατρικό συγγραφέα και να ερμηνεύει ρόλους χιλιοπαιγμένους, χωρίς οι καινοτομίες στην προσέγγισή του να τον κάνουν να χάνει συγγραφέα και κοινό;

Γιώτα Φέστα: Είναι προτιμότερο να κάνεις λάθη. Είναι προτιμότερο να αποτύχεις από το να κάνεις κάτι συμβατικό. Δηλαδή προσωπικά εμένα, αν έρθει κάποιος και μου πει «Όλο αυτό που έκανες τι είναι; Είναι στον αέρα», το προτιμώ. Προτιμώ να καθίσω να κουβεντιάσω μαζί του γιατί και πώς από το να κάνω κάτι συμβατικό. Ανακαλύπτεις άλλα μονοπάτια, γιατί στην πραγματικότητα δεν μπορείς να ανεβάζεις ένα έργο το 2018 έτσι όπως θα το ανέβαζες το 1990. Δεν γίνεται. Έχουν γίνει κάποια πράγματα εν τω μεταξύ. Έχουν περάσει 25 χρόνια, 30, 40, πέντε, δέκα. Κάτι γίνεται μέσα σ’ αυτά τα χρόνια. Εμείς αλλάζουμε. Το ένιωσα πολύ έντονα, όταν το είπε ο Γιάννης στον Λάμπρο (Γραμματικό). Του είπε ότι «εγώ διάλεξα εσένα να κάνεις τον Γιάκοφ, δεν διάλεξα έναν «χ» ηθοποιό και του είπα «έλα να ερμηνεύσεις τον Γιάκοφ». Άρα εμείς φέρουμε τον κόσμο μας. Πιστεύω ότι ο καθένας μας από τους έντεκα ηθοποιούς, που είμαστε, φέρνει τον δικό του κόσμο πάνω εκεί και καλείται ο θεατής να δει αν τον ενδιαφέρει ή όχι αυτός ο κόσμος.

Ο θίασος είναι πολυπληθής, ενδεκαμελής. Πώς δέσανε αυτοί οι άνθρωποι;

Ελένη Δημοπούλου: Αυτή η παραγωγή έχει τρεις παλιούς συνεργάτες –φίλους και αγαπημένους ηθοποιούς του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ιωαννίνων- τον Θανάση Μιχαηλίδη, τον Στέλιο Νίνη, τη Ζωή Ιωαννίδη. Έχει δυο ηθοποιούς, τον Αρτέμη Χαραλαμπίδη από την Πρέβεζα, μαζί με τον Γιώργο Βεργούλη, με τους οποίους τώρα γνωριστήκαμε. Μετά έχει την Ιωάννα Δεμερτζίδου και τη Χρυσή Μπαχτσεβάνη, με τις οποίες έχω ξανασυνεργαστεί και τις θαυμάζω από τη μέρα, που τελείωσαν τη Σχολή του Κρατικού, έχει δύο νέα παιδιά που με συγκινούν πολύ, γιατί έφυγαν από τα Γιάννενα 18 χρονών: τον Γιάννη Κοντό τον ξέρω από τη σχολή που δίδασκα κι εγώ εκεί, τον Λάμπρο Γραμματικό τον γνώρισα στο Θερινό Μαντείο. Και νομίζω ότι είναι μια πάρα πολύ σημαντική στιγμή της δικής τους ζωής να μπορέσουν να δείξουν τη δουλειά τους για πρώτη φορά εδώ, στην πόλη τους. Ένα από τα πράγματα που με κάνουν να αγαπώ πολύ αυτή την παράσταση είναι ο Γκαλ Ρομπίσα. Ο Γκαλ είναι μόνο 21 ετών, έχει τελειώσει μόλις τη Δραματική Σχολή του Κρατικού. Τον είχε δει ο Γιάννης (Παρασκευόπουλος) στις εξετάσεις του και τον είχαμε στο Θερινό Μαντείο και συγχρονίστηκαν οι γνώμες μας ακριβώς. Μία από τις περηφάνιες μου, σ’ αυτή τη δουλειά, που λέγεται καλλιτεχνική διεύθυνση, είναι ότι στο μεγάλο βιογραφικό, που μετά από χρόνια θα γράψει ο Γκαλ -γιατί θα γίνει πολύ σημαντικός ηθοποιός- θα λέει «πρώτος μου ρόλος: ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων». Και αυτό για μένα είναι πολύ δυνατό. Και δίπλα στον Γκαλ έχουμε τη Γιώτα Φέστα. Μια πολύ σπουδαία και αγαπημένη συνάδελφο.

Όλο αυτό το μπλέξιμο των διαφορετικών ανθρώπων, που σχεδόν δεν γνωρίζονταν, με εξαιρετική γνώση, ταλέντο και αγάπη το χρησιμοποίησε ο Γιάννης Παρασκευόπουλος και έφτιαξε μια ομάδα ανθρώπων που πάνω στη σκηνή νιώθεις ότι όχι μόνο έχουν ζήσει πολλά χρόνια μαζί, αλλά ξαναφέρνουν την τέχνη του ηθοποιού στη θέση που της αξίζει. Ότι χωρίς εσένα, εγώ στη σκηνή δεν υπάρχω. Ότι είμαστε όλοι μαζί. Δεν υπάρχει ηθοποιός «παίζω εγώ και κάποια στιγμή μπαίνεις εσύ». Έχω δει Τσέχωφ που δεν μιλάει ο ένας με τον άλλον. Νομίζω ότι ο Γιάννης έχει βγάλει την καρδιά του Τσέχωφ, που θα έλεγε: «Να, ρε παιδιά, τι έγραψα! Αυτό ήθελα να πω!»

Χρυσή Μπαχτσεβάνη (Νίνα): Εγώ θέλω να πω ότι είναι πολύ μεγάλη τύχη να βρίσκομαι σ’ αυτό το έργο, αλλά και να ασχολούμαι με έναν τέτοιον ρόλο, δεν μου είχε ξανασυμβεί. Δεν είχα ιδέα το πώς είναι να παίρνεις έναν ρόλο από την αρχή και να τον φτάνεις μέχρι το τέλος. Εγώ στην παράσταση παίζω τη Νίνα. Στη σχολή είχαμε ασχοληθεί πιο αποσπασματικά με πράγματα. Ασχολούμασταν με μια σκηνή της Νίνας, όχι στο εύρος της. Αυτό δεν το έχω ξανακάνει. Νομίζω ότι με την καθοδήγηση του Γιάννη (Παρασκευόπουλου) και με τη βοήθεια όλων –γιατί πραγματικά συναντιόμαστε πάνω στη σκηνή- ο καθένας καταθέτει κάτι πολύ ξεχωριστό, που έχει να κάνει και με τον εαυτό του, σε σχέση μ’ αυτό που παίζει και το ίδιο προσπαθώ κι εγώ. Βασικά προσπαθώ να μην παίζω. Να φέρω τον εαυτό μου πάνω στη σκηνή και να καταθέτω την αλήθεια που διαβάζω γι’ αυτό το πρόσωπο, το οποίο υποδύομαι.

Είπατε, κ. Παρασκευόπουλε, νωρίτερα στη συνέντευξη Τύπου, ότι ξέρατε εξ αρχής πως η παράσταση αυτή θα είναι η πρόταση του δημοτικού περιφερειακού θεάτρου μιας μικρής πόλης. Αυτό καθόρισε συνειδητά ή υποσυνείδητα το πώς θα αποδοθεί όλο αυτό.

Γιάννης Παρασκευόπουλος: Όχι (κατηγορηματικά). Ενώ κάποιες φορές θα μπορούσα να μπω στον πειρασμό να σκεφτώ «ναι, αλλά πώς θα το δουν αυτό στα Γιάννενα;» και ξέρουμε πολύ καλά ότι αυτό κουβαλάει μια υποτίμηση –ναι, αλλά μπορεί να αντέξει να το δει αυτό το κοινό;- δεν το σκέφτηκα ποτέ και δεν μπορώ να σκέφτομαι έτσι. Σ’ αυτό με έχει βοηθήσει κατ΄αρχήν ότι έχω επιλέξει να ζω στη Θεσσαλονίκη, όχι γιατί δεν θα μπορούσα να είμαι κάπου αλλού, αλλά μου αρέσει που είμαι εκεί και δουλεύω. Αλλά με έχει βοηθήσει ότι κατάφερα και βγήκα παραέξω, όμως ο πυρήνας της δουλειάς μέσα μου παρέμενε σταθερός και ισχυρός, επικοινωνώντας με το έξω, χωρίς, ωστόσο, να το αλλοιώνει. Άρα είναι μια παράσταση φτιαγμένη, για να τη δει ένα πολύ ευρύ κοινό, γιατί αλλιώς θα μπορούσε να είναι πιο κλασική η αναφορά του, πιο συντηρητικά ίσως κάποια πράγματα. Και κανείς μας δεν το σκέφτηκε.

Γιώτα Φέστα: Δεν είναι μια λογοκριμένη παράσταση.

Τελικά, έχουν happy end τα έργα του Τσέχωφ; Όχι με τη λογική του «όλοι μαζί πάνε στην ακρογιαλιά», αλλά αφήνουν μια επίγευση αισιοδοξίας, παρόλα τα δεινά και τις απώλειες των ηρώων; 

Γιώτα Φέστα: Εγώ πιστεύω πως ναι. Παρότι ο Γλάρος τελειώνει με μια αυτοκτονία, στην πραγματικότητα αν μου έλεγε κανείς τι αποτύπωμα αφήνει αυτό το έργο, θα έλεγα ότι είναι «να ζήσουμε μια ζωή καλύτερη». Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνει.

Γιώργος Βεργούλης (Τριγκόριν): Προς το τέλος, η Νίνα λέει μία από τις πιο συνταρακτικές ατάκες του έργου, ότι αξία έχει να ξέρεις να υπομένεις και να σηκώνεις τον σταυρό σου. Αυτό είναι ελπιδοφόρο και αισιόδοξο. Νομίζω ότι αυτά θέλει να δείξει. Σε συνδυασμό με την κωμωδία, που είπαμε προηγουμένως, τον σαρκασμό και την ειρωνεία, αυτός είναι ο γνώμονας των έργων του. Όχι το happy end απαραίτητα, αλλά ότι έτσι είναι η ζωή, αντέξτε την, προχωρήστε την και κάντε κάτι γι’ αυτό. Μην μιλάτε μόνο.

Γιώτα Φέστα: Κι έτσι είμαστε οι άνθρωποι. Κουτσοί, στραβοί, με τις ρωγμές μας, με τις τρύπες μας, αλλά έτσι θα ζήσουμε. Γι’ αυτό είναι και πολύ αληθινοί οι ήρωές του, εντέλει. Γιατί είναι με τρύπες. Δεν είναι κανείς ακέραιος. Βρίσκεις ανθρώπους πληγωμένους. Αυτοί οι άνθρωποι, λοιπόν, έτσι είναι. Έτσι θα ζήσουν.

Σχετικά άρθρα

«Δούλες» για επτά ακόμη παραστάσεις και με μία συζήτηση

Συνέχεια παραστάσεων για τις «Δούλες»

Φεστιβάλ Ερασιτεχνικών Ομάδων τον Μάιο