Απόψεις

Δεν συναντιόμαστε πλέον στα σπίτια μας, όπως κάναμε στο παρελθόν!

Γράφει ο ψυχίατρος Νίκος Μπιλανάκης.

Κυρίαρχη μορφή αστικής κατοικίας για την ελληνική οικογένεια μετά το 1950 υπήρξε το διαμέρισμα σε πολυκατοικία. Οι οικογένειες συνήθιζαν να μένουν σε τριάρια ή τεσσάρια, στους ψηλότερους ορόφους, με θέα στον δρόμο, ενώ οι μοναχικοί άνθρωποι κατοικούσαν χαμηλότερα, πολλές φορές με μόνη θέα τον ακάλυπτο. Ο κανόνας αυτός καθόλου δεν απέκλειε το όνειρο όλων των οικογενειών της μεσαίας τάξης να αποκτήσουν κάποτε κι αυτοί μια μονοκατοικία στα προάστια. Η μονοκατοικία στα προάστια αποτελούσε μέχρι και στα τέλη του 20ου αιώνα την κορυφαία επισφράγιση ενός πετυχημένου οικογενειακού βίου. Τέλος πάντων, μέσα στα διαμερίσματα αυτά ζούσαν οι άνθρωποι και ως εκ τούτου εξυπηρετούνταν οι ανάγκες εγγύτητας και οικειότητας αλλά και ιδιωτικότητας όλων των μελών της κάθε οικογένειας.

Η οικογένεια, εκτός από ιστός συναισθηματικών δεσμών μεταξύ στενά συγγενικών ανθρώπων, περιλαμβάνει και τη διάσταση της συγκατοίκησης των ανθρώπων αυτών. Φαίνεται απλό και αυτονόητο ότι συγκατοικούμε με τις συζύγους και τα παιδιά μας, όπως το ίδιο κάναμε και πρωτύτερα συγκατοικώντας με τ’ αδέρφια και τους γονείς μας. Δεν είναι όμως καθόλου απλό και κυρίως εύκολο πράγμα η συγκατοίκηση αυτή. Η μεγαλύτερη ίσως δυσκολία της είναι ότι πρέπει να βρεθούν και να τηρηθούν εκείνες οι αποστάσεις μεταξύ των μελών της, που θα εξασφαλίζουν στον καθένα την επιθυμητή εγγύτητα αλλά και την αναγκαία ιδιωτικότητα που όλοι χρειάζονται. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι οι αποστάσεις αυτές, ακόμα και αν ανευρεθούν, δεν θα παραμείνουν σταθερές μέσα στον χρόνο αλλά θα χρειασθεί να αλλάξουν και να προσαρμοστούν κατά καιρούς στις διαφορετικές φάσεις ανάπτυξης ενός εκάστου μέλους της οικογένειας. Αφού άλλες ανάγκες εγγύτητας και οικειότητας έχει ένα μικρό παιδί και άλλες ανάγκες ιδιωτικότητας προβάλλει ένας έφηβος ή ένας ενήλικος.

Όλα τα μέλη της οικογένειας πάντως μοιράζονται την κατοικία τους, μέσα στην οποία νιώθουν ασφάλεια και χαλαρότητα. Το πόση χαλαρότητα επιτρέπει η κάθε οικογένεια, διαφέρει βέβαια από οικογένεια σε οικογένεια (και ο Λάνθιμος με τον «Κυνόδοντα» του έχει ανάγλυφα αναδείξει), αλλά σίγουρα πουθενά αλλού εκτός από την οικογενειακή κατοικία μας δεν κυκλοφορούμε το ίδιο άνετα  «με ένα βρακί» και σε κανένα άλλο καναπέ δεν βουτάμε με την ίδια απόλαυση. Όλοι, όμως χρειάζονται επίσης και τον προσωπικό τους ζωτικό χώρο που δεν μετριέται απαραίτητα με τετραγωνικά, αλλά με τη δυνατότητα να έχουν τις δικές τους ιδιωτικές στιγμές. Η ιδιωτικότητα αποτελεί μια πολύ σημαντική έννοια μέσα στην οικογένεια, όχι μόνο γιατί όλοι έχουν ανάγκη από στιγμές ηρεμίας και περισυλλογής, αλλά κυρίως γιατί η αποδοχή της υποστηρίζει την παραδοχή ότι ο καθένας από την οικογένεια αποτελεί ένα ξεχωριστό και αυτόνομο άτομο που δεν υπάρχει μόνο μέσα από τους άλλους.

Αυτά τα διαμερίσματα, οι ελληνικές οικογένειες άρχισαν από τη δεκαετία του ’50 να τα ανοίγουν και να δέχονται επισκέψεις συγγενών, φίλων, πολλές φορές και γνωστών που φιλοδοξούσαν να γίνουν φίλοι. Οι ονομαστικές γιορτές, οι γάμοι των παιδιών τους κ.ά. προσφέραν στην αρχή τις ευκαιρίες για τέτοιες μαζώξεις. Αν και δεν υπήρχαν τότε ούτε τα καλούδια, ούτε η άπλα του χώρου των κατοικιών της σημερινής εποχής, οι ανάγκες των ανθρώπων επέβαλλαν και καθιέρωσαν αυτή την κοινωνική επαφή. Που λίγο αργότερα γενικεύτηκε κι άρχισε να γίνεται συχνότερη, οδηγώντας στη διοργάνωση βεγγέρων, αποσπερίδων, μαζώξεων φίλων στα σπίτια, που βοηθούσαν τους ανθρώπους απλώς να περνάνε τον καιρό τους, να ακουμπάν ο ένας στον άλλο και να κλείνουν ευχάριστα τις μέρες τους. Οι κοινωνικές αυτές συναντήσεις δεν επηρέασαν ούτε τη λειτουργία της οικογένειας, ούτε απείλησαν την οικειότητα και την ιδιωτικότητα των μελών τους.

Καθ’ όλη όμως τη διάρκεια του 20ου αιώνα, στον χώρο της κατοικίας άρχισε η εισβολή των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Κι ενώ το 1950, το μοναδικό μέσο μαζικής ενημέρωσης σε μια κατοικία ήταν το ραδιόφωνο, και την ίδια χρονιά μόλις το 1% του πληθυσμού διέθετε τηλέφωνο, το 1966 εμφανίζεται και η τηλεόραση που αρχίζει τότε να εκπέμπει σε εθνικό δίκτυο. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980 εμφανίσθηκε το Internet, μετά οι φορητοί υπολογιστές και λίγο αργότερα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook ή το Twitter. Η ταχύτατη διάδοση όλων αυτών θα ανατρέψει την υπάρχουσα έως τότε χωροταξία του οικιακού χώρου και θα επιβάλει αναταράξεις στις ζωές των ενοίκων του.

Και σε πέντε μόλις δεκαετίες, η κατοικία θα εξελιχθεί από χώρο έκφρασης του παραδοσιακού οικογενειακού βίου σε έναν χώρο όπου τα μέλη της ίδιας οικογένειας θα χρειαστεί να μάθουν να ζουν διαφορετικά. Να συμβιώνουν ως οικογένεια, αναζητώντας όμως την αναψυχή τους και την κοινωνική επαφή τους, διαμεσολαβημένη μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Οι ταχύτατες αυτές εξελίξεις επηρέασαν καθοριστικά την κατοικία και την οικογένεια, μην επιτρέποντας πλέον να επιτελεστούν οι παραδοσιακές τους λειτουργίες. Ο παραδοσιακός οικιακός χώρος  μετατράπηκε σε έναν χώρο που τα μέλη της οικογένειας απουσιάζουν τις περισσότερες ώρες από αυτόν, αφού και οι δύο γονείς εργάζονται και τα παιδιά πηγαίνουν πλέον στον παιδικό σταθμό από τη βρεφική ηλικία. Και που όλα τα μέλη της οικογένειας εισαγάγουν στο σπίτι τους το δικό τους δίκτυο κοινωνικών επαφών, ακόμα και τα παιδιά που από οκτώ-δέκα μόλις χρονών σχηματίζουν και αυτά τον ψηφιακό κοινωνικό κύκλο τους.

Στις σύγχρονες συνηθέστερα άδειες από πραγματικούς ανθρώπους κατοικίες, οικογενειακοί συγκάτοικοι καταλαμβάνουν σιωπηλοί διαφορετικές γωνίες, συγκεντρωμένοι στις ψηφιακές οθόνες τους και στους ψηφιακούς «φίλους» τους. Η οικογένεια δεν μαζεύεται πλέον γύρω από το τζάκι όπως παλαιότερα ή γύρω από την τηλεόραση, όπως λίγο αργότερα. Τα μέλη της, ακόμη και αν βρίσκονται στο ίδιο σπίτι, είναι διασκορπισμένοι σε διαφορετικές ιδιωτικές γωνίες, με τους ατομικούς φορητούς υπολογιστές ή τα έξυπνα κινητά τηλέφωνά τους να συνομιλούν με τους πολυάριθμους ψηφιακούς τους «φίλους». Και επειδή στο μεταξύ, στη νεωτερική Ελλάδα, που το δικαίωμα αυτονομίας του προσώπου έχει πάρει τη θέση του πλέον κυρίαρχου προτάγματος, φτάσαμε να υπερτονίσουμε το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα. Έχοντας υποτιμήσει ταυτόχρονα την ανάγκη μας για εγγύτητα και οικειότητα. Σαν αυτή που λαμβάναμε εντός της οικογένειας ή από τις μαζώξεις στα σπίτια μας των φίλων και των γνωστών. Για αυτό και δεν ανοίγουμε πλέον τα σπίτια μας, όπως τα ανοίγαμε στο παρελθόν, και δεν επισκεπτόμαστε πλέον άλλους στα δικά τους τόσο συχνά!