Απόψεις

Ινομυαλγία: μια αόρατη νόσος

«Και ενώ η θερμοκρασία πέφτει και η υγρασία φτάνει στο ζενίθ οι πόνοι μας επισκέπτονται όλο και πιο συχνά. Μεταναστεύουν από το ένα μέρος του σώματος μας στο άλλο και απελπιζόμαστε στην ιδέα ότι κανείς δεν μας πιστεύει γιατί αυτός ο πόνος δεν είναι σταθερός ούτε σε ένταση, ούτε καν στο σημείο που πονά. Μήπως πρόκειται για ινομυαλγία;» Γράφει η Πάττυ Γκατζιάνη, φυσίατρος - αλγολόγος

Η ινομυαλγία αποτελεί ίσως ένα από τα πιο παρεξηγημένα σύνδρομα πόνου. Πολλοί το αντιλαμβάνονται μόνο ως ψυχοσωματική νόσο όμως οι έρευνες μιλούν πιά για καθαρά βιολογικούς μηχανισμούς στην εμφάνιση της νόσου. Ο πόνος έχει ψυχολογικές συνέπειες. Ο ασθενής οδηγείται σε συμπεριφορές όπως η απόσυρση ή η υπερδραστηριότητα ή εναλλαγές αυτών. Η ινομυαλγία όμως είναι σύνδρομο γενικευμένου πόνου και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται.

Τι είναι: Χαρακτηρίζεται από κόπωση και διάχυτους μυοσκελετικούς πόνους. Εμφανίζεται με διάχυτους πόνους στο σώμα τους οι οποίοι έχουν διάφορους χαρακτήρες από κράμπες έως τσιμπήματα ή και κάψιμο στους μυς. Συχνά παρουσιάζονται αιμωδίες ( μούδιασμα) ή δυσαισθησία (μείωση της ικανότητας να διακρίνουμε τις διαφορές σε θερμό, ψυχρό ή στην αφή). Χαρακτηριστικό είναι ότι ο πόνος είναι μεταναστευτικός δηλαδή μπορεί να εμφανίζεται σε διαφορετικό μέρος του σώματος και με διαφορετική ένταση κάθε μέρα.

Άλλα συμπτώματα: δυσλειτουργία του ανοσοποιητικού οπότε οι ασθενείς με ινομυαλγία έχουν την τάση να αρρωσταίνουν συχνά, διαταραχές ύπνου, επώδυνα σημεία (κόμποι)στους μύες, διαταραχές στη συγκέντρωση και τη μνήμη, συχνουρία, δυσλειτουργία του αυτόνομου νευρικού συστήματος, κεφαλαλγία , ευαίσθητο έντερο , διαταραχές στην εφίδρωση και οιδήματα (πρήξιμο) τα οποία όμως εμφανίζονται περιοδικά σε διαφορετικά μέρη του σώματος, εύκολη κόπωση και μειωμένη αντοχή.

Αιτία:  Πρόκειται για μια διαταραχή στη διαβίβαση των επώδυνων ερεθισμάτων στο κεντρικό νευρικό σύστημα ενώ νέες έρευνες μιλούν για κινητοποίηση παραγόντων μικροφλεγμονής. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα άτομα αυτά αισθάνονται πολύ πιο έντονο πόνο και πονούν πιο συχνά από άλλα άτομα (υπεραλγησία). Έχουν επίσης διαπιστωθεί διαφοροποιήσεις στους χημικούς υποδοχείς συσχετιζόμενους με τον πόνο (ουσία P, αυξητικός παράγοντας των νεύρων, ντοπαμίνη, σεροτονίνη, νορεπινεφρίνη και γλουταμινικό οξύ). Υπάρχει επίσης γενετικό υπόβαθρο αφού συνήθως υπάρχουν πάνω από ένας ασθενής στην ίδια οικογένεια. Στην εμφάνιση της φαίνεται να συμμετέχουν παράγοντες όπως λοίμωξεις, τραυματισμοί (πχ τροχαίο), έντονη ψυχική επιβάρυνση και η εμφάνιση ενός άλλου νοσήματος (αυτοάνοσα νοσήματα, υποθυρεοειδισμός). Δεν προκαλούν αυτοί την ινομυαλγία αλλά μπορούν να ενεργοποιήσουν τα συμπτώματα της.

Διάγνωση: Ο εργαστηριακός έλεγχος είναι φυσιολογικός. Κατά την κλινική εξέταση οι ασθενείς είναι ευαίσθητοι σε ορισμένα σημεία πίεσης στο σώμα (σημεία ευαισθησίας). Σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια για να διαγνωστεί κάποιος με ινομυαλγία πρέπει να έχει διάχυτο πόνο και στα 4 τεταρτημόρια του σώματος για τουλάχιστον 3 μήνες και σε τουλάχιστον σε 11 από τα 18 σημεία ευαισθησίας. Ασθενείς που έχουν διάχυτο πόνο, ευαισθησία σε πάνω από 6 σημεία ευαισθησίας και παρουσιάζουν συμπτώματα που συσχετίζονται με την ινομυαλγία (διαταραχή ύπνου, ευαίσθητο έντερο, συχνοί πονοκέφαλοι, κόπωση και διαταραχές μνήμης) διαγιγνώσκονται και θεραπεύονται ως ασθενείς με ινομυαλγία.

Υπάρχει λύση; Απαιτείται ανάλυση του πόνου με καλή κλινική εξέταση και καταγραφή των επιβαρυντικών παραγόντων και πρόγραμμα διαχείρισης του πόνου και της κόπωσης. Ο ασθενής πρέπει να λάβει και να κατανοήσει τη διάγνωσή του. Έπειτα στοχεύουμε στη μείωση των επιβαρυντικών παραγόντων ρυθμίζοντας τη δραστηριότητα στην καθημερινή ζωή και δομώντας ένα πρόγραμμα ισορροπημένης φυσικής δραστηριότητας.

Σημαντική είναι η οργάνωση του προσωπικού του χρόνου βρίσκοντας ισορροπία μεταξύ δραστηριότητας και ανάπαυσης. Πολύ σημαντικό ο ασθενής να έχει ένα ισορροπημένο πρόγραμμα δραστηριότητας και τις “καλές” και τις “κακές” ημέρες (ο πόνος έχει μεταβαλλόμενη ένταση κάθε μέρα). Στοχεύουμε  επίσης σε στρατηγικές για την αντιμετώπιση των διαταραχών ύπνου και σταδιακής αύξησης της αντοχής. Ο βελονισμός και η θεραπευτική άσκηση μπορούν επίσης να βοηθήσουν πολύ στην διαχείριση του πόνου. Το πρόγραμμα είναι εξατομικευμένο και προσαρμοσμένο σε λειτουργικούς στόχους που τίθενται μαζί με τον ασθενή. Τέλος υπάρχει φαρμακευτική αγωγή που μπορεί να βοηθήσει που πρέπει όμως να εισάγεται και να παρακολουθείται από τον ιατρό μας.

Τα καλά νέα είναι ότι με σωστή καθοδήγηση ένα μεγάλο ποσοστό των ασθενών βελτιώνονται στη λειτουργικότητα τους, στην ποιότητα ζωής τους αλλά και στην ένταση του πόνου και βγαίνουν από τα διαγνωστικά κριτήρια.