Απόψεις

Η αναγκαιότητα της συνεπιμέλειας

Η συνεπιμέλεια διαμορφώνει μια κουλτούρα συνυπευθυνότητας και συνεννόησης μεταξύ των γονέων, που απουσίαζε ουσιαστικά από την ελληνική οικογένεια μετά το διαζύγιο, κι όπου αυτή υπήρχε ήταν τυχαία, δεν προβλεπόταν από τον νόμο, βασιζόταν αποκλειστικά στην καλή διάθεση των ενηλίκων πρωταγωνιστών.

Χρόνια πολλά πίσω είχαμε δουλέψει σε μια έρευνα του τμήματος Ψυχολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων για τις επιπτώσεις του διαζυγίου στον ψυχισμό μαθητών Δημοτικού και πρώτων τάξεων Γυμνασίου. Είχαμε συντάξει ένα ερωτηματολόγιο, πηγαίναμε στα σχολεία και το δίναμε σε όλα τα παιδιά. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ ένα μικρό κορίτσι που έκλαιγε γιατί ο μπαμπάς δεν ήταν πια στο σπίτι. Παρόλο που το διαζύγιο των γονιών του ήταν βελούδινο, σχετικά παλιό και ο καθένας είχε φτιάξει ξανά τη ζωή του, εκείνης της είχε μείνει το παράπονο (και η πληγή) της μεγάλης απουσίας.

Θεωρητικά γύρω από τους σε διαδικασία διαζυγίου γονείς ένα ολόκληρο δίκτυο δραστηριοποιείται προς όφελος των παιδιών που υφίστανται τις ομολογουμένως βλαβερές συνέπειες του χωρισμού της μαμάς και του μπαμπά. Στην πραγματικότητα –και δεν θα κουραστούμε να το επαναλαμβάνουμε- τα ελληνικά δικαστήρια αναγνωρίζουν μόνο έναν γονέα μετά την απομάκρυνση από τον γάμο, τη μητέρα. Οι μπαμπάδες χρόνια τώρα συσσωρεύουν θυμό, ανακατεμένο με ανεφάρμοστα ασφαλιστικά μέτρα και δικαστικές αποφάσεις, μάταιες επισκέψεις σε εισαγγελείς (που κατανοούν το πρόβλημα, αλλά τίποτε δεν κάνουν για να το λύσουν) και κενές νοήματος επικλήσεις ειδικών και θεωριών ανάπτυξης της προσωπικότητας ενός ανήλικου παιδιού. Κάποιοι από αυτούς κάτω από χιλιάδες έγραφα, ένταση και αντεγκλήσεις, κρύβουν και μια διανυκτέρευση στο κρατητήριο. Βίαιες καταστάσεις, όλες εξ ολοκλήρου σε βάρος των παιδιών. Κι αυτό γιατί οι περισσότεροι μπαμπάδες παλεύουν να τηρηθεί το ούτως ή άλλως άδικο και λειψό ωράριο επικοινωνίας με το παιδί τους, ανάλογα με τις ορέξεις της μαμάς, που έχει μεν την επιμέλεια, αλλά δεν προβλέπεται να ασκεί και τη γονεϊκή μέριμνα πόσω μάλλον σε βάρος του πατέρα. Ποιος όμως την ελέγχει; Κανείς. Ούτε οι δικαστές, ούτε οι κοινωνικοί λειτουργοί, ούτε ο θεός ο ίδιος.

Ο συσσωρευμένος θυμός του διαζευγμένου πατέρα, που ουδέποτε υπήρξε κακοποιητικός στον γάμο του (αν και μόνο γι’ αυτόν φαίνεται τελευταία να μιλάμε προκειμένου να αρνηθούμε το δικαίωμα όλων των πατεράδων να μεγαλώνουν μαζί με τη μητέρα τα παιδιά τους), η πνιγηρή και διαρκής αίσθηση αδικίας, η απόγνωση γιατί ουσιαστικά κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει (ούτε εκείνον, ούτε το παιδί του που μεγαλώνει με τη βαθιά και ανεπούλωτη πληγή εκείνου του μικρού κοριτσιού), η αδυναμία όλου του δικτύου εμπλεκομένων (δικηγόρων, δικαστών, κοινωνικών λειτουργών) να μεριμνούν και να ελέγχουν την εφαρμογή των στοιχειωδών, αλλά και η ατιμωρησία που απολαμβάνει η έχουσα την επιμέλεια μητέρα, επέβαλαν –δικαίως- την αναγκαιότητα της συνεπιμέλειας.

Στο πλαίσιο αυτής, οι γονείς καλούνται –θέλοντας και μη- να αφήσουν στην άκρη θυμούς, εντάσεις και λόγους που τους οδήγησαν στο διαζύγιο και να λειτουργήσουν ως ομάδα γονέων. Πώς μπορεί να γίνει αυτό, κυρίως σε χωρισμούς που μόνο βελούδινοι δεν είναι; Με την εκπαίδευσή τους, την παρακολούθησή τους από ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς και με την τακτική ανατροφοδότησή τους από ειδικούς για την ορθότητα των βημάτων που κάνουν. Η συνεπιμέλεια διαμορφώνει μια κουλτούρα συνυπευθυνότητας και συνεννόησης μεταξύ των γονέων, που απουσίαζε ουσιαστικά από την ελληνική οικογένεια μετά το διαζύγιο, κι όπου αυτή υπήρχε ήταν τυχαία, δεν προβλεπόταν από τον νόμο, βασιζόταν αποκλειστικά στην καλή διάθεση των ενηλίκων πρωταγωνιστών.

Ξέρετε, οι περισσότεροι ενήλικες που επισκέπτονται σήμερα το γραφείο ενός ψυχοθεραπευτή ήταν κάποτε παιδιά γονιών (όχι μόνο χωρισμένων) που νόμιζαν ότι στα πολύ δύσκολα που βίωναν δεν χρειάζονταν τη βοήθεια ενός ειδικού. Μόνο που τη χρειάζονταν, δεν την πήραν και τώρα τρέχουν και δεν φτάνουν οι απόγονοί τους. Για να μην καταλήξουν λοιπόν τα σημερινά παιδιά, των οποίων οι γονείς χωρίζουν, σε έναν ψυχίατρο όταν με το καλό μεγαλώσουν, ας στείλουμε τους γονείς τους σ’ εκείνον προκειμένου να λύσουν τα θέματά τους έγκαιρα και πολιτισμένα εκτός δικαστικών αιθουσών, δικηγορικών γραφείων και κρατητηρίων. Γιατί τα παιδιά δεν τα πληγώνει η χιλιομετρική απόσταση που χρειάζεται να διανύσουν για να δουν τη μαμά ή τον μπαμπά, τα σημαδεύουν όμως ανεξίτηλα τα σκληρά και ανείπωτα λόγια, η έκθεσή τους σε ένα εμφυλιοπολεμικό κλίμα σε ηλικία τρυφερή και δύσκολη, η παντελής απουσία του ενός γονέα για να μην θυμώνει ο άλλος. Αυτή τη λύση είχαμε βρει μέχρι τώρα. Άδικη, επιζήμια, σκληρή. Ας δοκιμάσουμε και την άλλη, μπορεί να μας εκπλήξει ευχάριστα και να γλιτώσει τα παιδιά μας από εκατοντάδες ώρες ψυχοθεραπείας…

Σχετικά άρθρα

30.000 βήματα μόνο

Ελευθερία, 67 χρονών, Αθήνα: Τώρα, εγώ θα τα καταφέρω!

Γεωργία Σκοπούλη

Όταν οι γονείς χωρίζουν

Βίκυ Βάββα