Ροζίνα Άσσερ-Πάρδο, 548 μέρες με άλλο όνομα, εκδ. Κείμενα, Αθήνα 2020, σελ. 128
ΒιβλίοΚαθημερινά

548 μέρες με άλλο όνομα

Ο Νίκος Αλμπανόπουλος παρουσιάζει το βιβλίο της Ροζίνα Ασσέρ-Πάρδο «548 ημέρες με άλλο όνομα», που κυκλοφόρησε τον περασμένο χρόνο από τις εκδόσεις Κείμενα.

Η Ρούλα Καρακώτσου πέρασε 548 μέρες σ’ ένα διαμέρισμα στην Τσιμισκή 113, στη Θεσσαλονίκη. Δεν ήταν το πραγματικό της όνομα αυτό: «Εσένα θα σε λένε Ρούλα» της ανακοίνωσε η Φαίδρα Καρακώτσου (άρα, «μαμά» της πλέον) που την περίμενε τέρμα λεωφόρου Στρατού, στο αριστερό πεζοδρόμιο, κατηφορίζοντας προς το κέντρο. Η «Ρούλα» έφτασε εκεί με τα πόδια, κρατώντας σφιχτά στο χέρι την αδελφή της. «Και σένα Νίτσα», ορμήνεψε την πιο μικρή η Καρακώτσου.

Πρώτη Κυριακή του Απρίλη 1943, δυο κοριτσάκια μια σταλιά, δέκα και πέντε χρονώ, μόνα τους, χεράκι, ανάμεσα στις γερμανικές περιπόλους. Κι από πού έχουν βγει, και με ποιο τρόπο: από το γκέτο των Εβραίων, στη Θεσσαλονίκη. Λίγο πριν, η πραγματική τους μητέρα έχει ξηλώσει τα αστέρια του Δαυίδ από το παλτό τους. Το ίδιο βράδυ ακολούθησε η τρίτη αδελφή, η πιο μεγάλη. Το επόμενο οι γονείς. Πέντε μέλη η οικογένεια Πάρδο. Από το διαμέρισμα των Καρακώτσων βγήκαν ξανά τον Οκτώβριο 1944, με την αποχώρηση των Γερμανών.

Η οικογένειά τους ανήκε σ’ αυτούς που γλίτωσαν. Το 96% των Εβραίων της Θεσσαλονίκης χάθηκε στο Άουσβιτς ή στη διαδρομή. Αν γλίτωσαν οι Πάρδο, να μπορέσει η Ροζίνα να αφηγηθεί την ιστορία της μέσα από το ημερολόγιο που κρατούσε, οφειλόταν στην προνοητικότητα των γονιών. Βοήθησε και ότι ήταν εύποροι. Αλλά οφειλόταν επίσης στους Καρακώτσους, τη Φαίδρα και το σύζυγό της Γιώργο, γιατρό, και στα παιδιά τους. Η οικογένεια αυτή διακινδύνευε τα πάντα κρύβοντας στο σπίτι πέντε Εβραίους, ελάχιστη απόσταση από το αρχηγείο της Γκεστάπο. Όχι ο θεαματικός ηρωισμός της στιγμής, αλλά συνειδητός και σπουδαίος.

Η Ροζίνα γράφει για τους Καρακώτσους: «Μας χάρισαν τη ζωή. Η μάνα μου έλεγε πάντα ότι στάθηκαν άγγελοι για μας». Ένας άγγελος με μπλε και άσπρο ταγιέρ, τέρμα Λεωφόρο Στρατού. Έτσι ήταν ντυμένη η Φαίδρα Καρακώτσου, για να την αναγνωρίσουν τα δύο μικρά.

Αλλά υπήρξε άλλο ένα πρόσωπο εκείνες τις μέρες. Το πρόσωπο της πείνας: «Πείνα για μένα είναι η οπτασία μιας μαυροφορεμένης ψηλής γυναίκας με πλατύγυρο καπέλο», γράφει η Ροζίνα. Λίγες βδομάδες πριν τη φυγή, η θεία Αλλέγρα, στην είσοδο της πολυκατοικίας, ακουμπισμένη στην κουπαστή. «Πες στη μαμά σου ότι πεινάω», της ψέλλισε. Δεν το έκανε η μικρή και δεν ξανάδε την θεία της. Ή από την πείνα πέθανε, ή σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το κουβαλούσε ποιος ξέρει πώς, και το συμπεριέλαβε κι αυτό στην αφήγησή της που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1999. Πενήντα εφτά χρόνια μετά την τελευταία συνάντηση με τη θεία Αλλέγρα, 55 απ’ όταν πάτησε ξανά ελεύθερη το δρόμο της Θεσσαλονίκης (τώρα, σε δ’ έκδοση).

Στο δεύτερο μέρος του μικρού βιβλίου, η συγγραφέας Ροζίνα Ασσέρ-Πάρδο παραθέτει τρεις συνεντεύξεις που είχε πάρει το 1981 από τρεις μάνες του Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Το τρένο τους έφτασε στις δύο το ξημέρωμα, 29 Ιουνίου 1944. Η Βικτωρία Κοέν έδωσε στα χέρια της πεθεράς της το 8μηνο μωρό της -δεν ξανάδε κανέναν τους. Ο Ερρίκος, ο γιος της Ίντας Άντζελ, γύρισε εκεί στην αυλή του στρατοπέδου, μόλις τους χώρισαν, και με «το σοβαρό του ύφος» είπε «θα σε δω το βράδυ, μαμά». Εννιά χρονώ. Δεν τον ξανάδε, φυσικά. Τριάντα εφτά χρόνια κλαίει με αυτή τη σκηνή -και μαζί της όποιος τη διαβάζει. Εννιά χρονώ και ο Νίκος, γιος της τρίτης μάνας, Κλαιρ Μπέζα. Την άλλη μέρα ρωτούσε πού είναι, να τον ξαναδεί. Ένας Γάλλος κρατούμενος γύρισε και της απάντησε: «Βλέπεις κυρά μου τη φλόγα εκείνη που βγαίνει από την καμινάδα; Έχει κιόλας βγει από κει». Διαβάστε αυτές τις τρεις σύντομες συνεντεύξεις μόνο αν νιώθετε ότι το μπορείτε.