Τρίτη άποψη

Παιδική φτώχεια και πολιτικές αντιμετώπισης

Άρθρο της Μερόπης Τζούφη στον Ηπειρωτικό Αγώνα για την παιδική φτώχεια στην Ελλάδα και τις πολιτικές αντιμετώπισής της από ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ.

Τα παιδιά αποτελούν μια από τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και η διαφύλαξη των δικαιωμάτων τους πρέπει να αποτελεί πρωταρχική δέσμευση και υποχρέωση της Πολιτείας και των οικογενειών. Ωστόσο, η οικονομική κρίση αμφισβήτησε ευθέως μια σειρά από δικαιώματα, ελευθερίες, ανάγκες και κατακτήσεις, και σήμερα η φτώχεια επηρεάζει τη ζωή εκατομμυρίων παιδιών ανά τον κόσμο, τόσο σε φτωχές όσο και σε πλούσιες χώρες.

Περισσότερα από ένα δισεκατομμύριο παιδιά στερούνται βασικά αγαθά ή δεν έχουν πρόσβαση σε κρίσιμες υπηρεσίες, δυσχεραίνοντας τις συνθήκες διαβίωσης και την ανάπτυξή τους. Περίπου 600 εκατομμύρια παιδιά ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, με το φαινόμενο να έχει αναγνωριστεί πλέον ως ένα από τα σημαντικότερα και εξελισσόμενα προβλήματα παγκοσμίως.

Η χώρα μας, από το 2010 έως το 2015, παρουσίασε τη μεγαλύτερη αύξηση στην Ευρώπη, με τέσσερα στα δέκα παιδιά να ζουν σε συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat, καταγράφηκαν κατά την περίοδο 2009-2014 μισό εκατομμύριο παιδιά  που ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας, ενώ το 2015 το ποσοστό της παιδικής φτώχειας εκτοξεύθηκε στο 36%.

Η κρίση και τα προγράμματα λιτότητας που εφαρμόστηκαν, είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων ομάδων «φτωχών οικογενειών», με τη μείωση των εισοδημάτων, την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών παροχών να αποτελούν τις βασικές αιτίες. Παράλληλα, συγκεκριμένες κατηγορίες παιδιών όπως αυτά των μονογονεϊκών οικογενειών, των μειονοτήτων και των προσφύγων, καθώς και τα παιδιά με αναπηρία, παρουσιάζουν αυξημένες πιθανότητες να βιώσουν τη φτώχεια, τη στέρηση και τον αποκλεισμό.

Το πρόβλημα αποκτά ευρύτερες διαστάσεις, αν αναλογιστούμε ότι η παιδική φτώχεια δε σχετίζεται μόνο με θέματα επιβίωσης. Όλες οι μελέτες συγκλίνουν στο ότι υπάρχει άμεση διασύνδεση μεταξύ φτώχειας και σωματικής, νοητικής και κοινωνικο-συναισθηματικής ανάπτυξης των μικρών παιδιών. Επίσης, έχει σημαντικές επιπτώσεις στην εκπαίδευση, αυξάνοντας τον κίνδυνο της σχολικής διαρροής, των κακών μαθητικών επιδόσεων και του εγκλωβισμού σε ένα πλαίσιο αναπαραγωγής της φτώχειας από γενιά σε γενιά.

Η φτώχεια έχει επίδραση και στις προσωπικές προσδοκίες των παιδιών όσον αφορά τη μελλοντική τους ένταξη στην αγορά εργασίας, οδηγώντας συχνά σε ενήλικες που είναι αποκλεισμένοι από αγαθά και υπηρεσίες, είναι υποαμειβόμενοι και εργάζονται υπό συνθήκες αυξημένης ανασφάλειας και επισφάλειας, δίχως πλήρη ασφαλιστικά δικαιώματα.

Όπως είναι αναμενόμενο, η φτώχεια έχει σοβαρές επιπτώσεις και στην υγεία των παιδιών. Τα προηγούμενα χρόνια καταγράφηκε αύξηση της βρεφικής θνησιμότητας, ενώ η μείωση των γεννήσεων από το 2009 και έπειτα, συμβαδίζει με τη μείωση του ΑΕΠ (-25%). Μεταξύ των σοβαρών επιπτώσεων συγκαταλέγεται ο υποσιτισμός αλλά και η παιδική παχυσαρκία. Είτε ως έλλειψη βασικών καταναλωτικών αγαθών, είτε ως κατανάλωση φθηνών προπαρασκευασμένων γευμάτων και επεξεργασμένων τροφών χαμηλής διατροφικής αξίας, που συμβάλλουν στην αύξηση του σωματικού βάρους, με κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων και σακχαρώδους διαβήτη σε πολύ μικρές ηλικίες.

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, συνυπολογίζοντας τα παραπάνω, εφάρμοσε μια ολόπλευρη και συστηματική κοινωνική πολιτική, με κύριο στόχο την αντιμετώπιση και την πρόληψη της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Παρά τους δημοσιονομικούς περιορισμούς και τον μνημονιακό καταναγκασμό, η δέσμη των πολιτικών που σχεδιάστηκαν και εφαρμόστηκαν, είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της φτώχειας στα επίπεδα προ της κρίσης και τη καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης χιλιάδων παιδιών και οικογενειών.

Πιο ειδικά, ο προϋπολογισμός για την πρόνοια και την κοινωνική προστασία αυξήθηκε από τα 790 εκατομμύρια στα 3.5 δισ. ευρώ. Το Κοινωνικό Επίδομα Αλληλεγγύης (ΚΕΑ) υλοποιήθηκε με επιτυχία, εξασφαλίζοντας 700 εκατομμύρια ευρώ για την κάλυψη σημαντικών αναγκών 650.000 οικογενειών. Παράλληλα, η ανεργία μειώθηκε από το 27% στο 15%, δημιουργήθηκαν 350.000 νέες θέσεις εργασίας, καταργήθηκε ο υποκατώτατος μισθός και ο κατώτερος αυξήθηκε από τα 586 στα 650 ευρώ. Επίσης, επανήλθαν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας και ξεκίνησε το πρόγραμμα επιδότησης ενοικίου για 340.000 οικογένειες.

Όσον αφορά τις στοχευμένες παρεμβάσεις για το παιδί, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ υλοποίησε δράσεις συνολικού ύψους 1.4 δισ. ευρώ. Μεταξύ των δράσεων περιλαμβάνεται η ίδρυση νέων βρεφονηπιακών σταθμών και η δωρεάν πρόσβαση των παιδιών σε αυτούς (2015: 79.000 παιδιά, 2019: 156.000 παιδιά), η θεσμοθέτηση της δωρεάν υποχρεωτικής Δίχρονης Προσχολικής Αγωγής, η εφαρμογή του προγράμματος «Σχολικά Γεύματα» για 160.000 μαθητές του Δημοτικού.

Ακόμη, διασφαλίστηκε η καθολική και ισότιμη πρόσβαση των ανασφάλιστων παιδιών και των οικογενειών τους στο δημόσιο σύστημα υγείας και στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, θεσμοθετήθηκε ο οικογενειακός παιδίατρος σε ΤΟΜΥ και Κέντρα Υγείας, δημιουργήθηκαν 100 Κέντρα Στήριξης της Οικογένειας. Ανασχεδιάστηκε το Επίδομα Παιδιού και χορηγήθηκε αυξημένο σε περισσότερες οικογένειες που το είχαν ανάγκη, ενώ υπήρξαν οικονομικές διευκολύνσεις, παράλληλα με απλοποίηση πολλών διαδικασιών, για τις οικογένειες με παιδιά ΑμεΑ.

Από τον Ιούλιο του 2019, η χώρα αν και δε βρίσκεται σε μνημονιακό πρόγραμμα, παραμένει σε λιτότητα. Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει επιδείξει χρόνια αποστροφή προς τις δομές του Κοινωνικού Κράτους και τη δημόσια φυσιογνωμία και λειτουργία τους. Την ίδια στιγμή, επεξεργάζεται σχέδια ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης πτυχών του συστήματος Πρόνοιας, σε βάρος της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας και κυρίως σε βάρος των οικογενειών που διαβιούν σε συνθήκες φτώχειας.

Ως αντιπολίτευση, η ΝΔ αποδόμησε συστηματικά όλες αυτές τις παρεμβάσεις και καταψήφισε την πλειοψηφία των σχετικών διατάξεων. Σήμερα υπερηφανεύεται πως ψήφισε το επίδομα γέννησης των 2.000 ευρώ, παραβλέποντας ωστόσο πως η μείωση των γεννήσεων και το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας μας οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στη φτώχεια, την εργασιακή ανασφάλεια και την έλλειψη κατάλληλων πολιτικών και υποδομών που να είναι φιλικές προς τα παιδιά και τις οικογένειες.

Αν και το επίδομα των 2.000 ευρώ είναι σημαντικό, η πολιτική που το διαπνέει είναι μερική και μονοδιάστατη, δε συνοδεύεται από συνολικές παρεμβάσεις και διαμηνύει πως οι υποχρεώσεις της Πολιτείας εξαντλούνται στην εφάπαξ χορήγηση ενός χρηματικού ποσού. Ταυτόχρονα, εισάγει μια σειρά από αναχρονιστικούς περιορισμούς και προϋποθέσεις, ώστε να περικόπτονται διάφορα επιδόματα, όπως αυτό του παιδιού, της στέγασης και το ΚΕΑ.

Όμως, η αντιμετώπιση της δημογραφικής κρίσης δεν μπορεί να γίνεται αποσπασματικά και ανεξάρτητα των αιτιών της. Αντίθετα, απαιτεί την εφαρμογή ενός οργανωμένου, έντιμου, διαφανούς σχεδίου δράσης σαν αυτό που θεμελίωσε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, εν μέσω κρίσης. Η ΝΔ καλείται να ξεπεράσει τον εαυτό της, να σταθεί χωρίς ιδεοληψίες απέναντι στα μεγάλα κοινωνικά και ανθρωπιστικά ζητήματα που ταλαιπωρούν τη χώρα και να αξιοποιήσει τις καλές πρακτικές και το σχέδιο δράσης που ξεκίνησε την προηγούμενη περίοδο. Να συνεχίσει τη διεύρυνση και την ενδυνάμωση του Κράτους Πρόνοιας, δίχως επικοινωνιακές στρατηγικές και ψηφοθηρικές, πελατειακές λογικές, να προχωρήσει σε ευρύτερες πρωτοβουλίες που θα βελτιώσουν την ποιότητα ζωής των ευάλωτων παιδιών και των οικογενειών τους.

Να πάψει, δηλαδή να αναζητά τις γενεσιουργές αιτίες του δημογραφικού προβλήματος και της φτώχειας σε αυτούς που τις υφίστανται και να τις αναζητήσει στον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της που τρέφει και κανακεύει τα δεινά της.

Σχετικά άρθρα

ΝΔ – Ο Κ. Σκρέκας υπεύθυνος για τον προεκλογικό αγώνα στην Ήπειρο

Πέντε θανάσιμα -για τη Δημοκρατία- αμαρτήματα

Νίκος Αλμπανόπουλος

Στα σκαριά το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το δημογραφικό

Αποστόλης Τζελέτας