Αίθουσα Σύνταξης

Τόμας Χάτσισον, ένας Αμερικανός εθελοντής πολεμιστής στο Μπιζάνι

Ενόψει της επετείου που πλησιάζει, αλλά και στο πνεύμα του αφιερώματος του Αλέξανδρου Μωυσή για τους Ελληνοαμερικανούς που πολέμησαν για τα Γιάννενα, ο Απόστολος Κατσίκης γράφει τη μικρή ιστορία του Τόμας Χάτσισον, του αμερικανού εθελοντή που πολέμησε στο Μπιζάνι.

«Οι Έλληνες πολίτες του Νασβίλ προσφέροντάς σας αυτό το ελάχιστο δείγμα της εκτιμήσεως των υπηρεσιών σας προς την χώρα των προγόνων τους, είναι βέβαιοι ότι αυτό απηχεί τα αισθήματα του συνόλου του Ελληνικού Έθνους. Αυτό, συνταγματάρχα Χάτσισον, είναι και το νόημα της επιγραφής που έχει χαραχθεί πάνω σ΄αυτό το κύπελλο φιλίας».

Με αυτά τα θερμά λόγια ο Παντελής Παναγιωτόπουλος, πρόξενος της Ελλάδας στο Νασβίλ, μιας πόλης του Τενεσί των ΗΠΑ, επέδωσε στον συνταγματάρχη Τόμας Χάτσισον ένα ασημένιο κύπελλο φιλίας ως «έκφραση αναγνώρισης και εκτίμησης των  υπηρεσιών που προσέφερε στην Ελλάδα κατά τον αγώνα για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων».

Μάλιστα μετά από παράκληση των 50 περίπου εκπροσώπων της ελληνικής παροικίας του Νασβίλ, που ήταν παρόντες στη σεμνή αυτή τελετή, ο συνταγματάρχης Χάτσισον φόρεσε την ελληνική στρατιωτική στολή με την οποία πολέμησε στο Μπιζάνι και άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων, αφηγούμενος τα της συμμετοχής του στον αγώνα για την εξουδετέρωση του οχυρού και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.

Η απορία των (μη μυημένων) αναγνωστών εύλογη και δικαιολογημένη: ποιος ήταν ο συνταγματάρχης Χάτσισον και ποια τα κίνητρα που τον ώθησαν να ταξιδέψει το 1912, χιλιάδες μίλια μακριά από την πατρίδα του την Αμερική, στη μακρινή και άγνωστη σ΄ αυτόν Ήπειρο και να συμμετάσχει εθελοντικά στον πόλεμο του 1912-13 στο πλευρό των Ελλήνων;

Ο Χάτσισον (Tomas S. Hutchison), πράγματι αποτελεί μια άκρως ενδιαφέρουσα και συγκινητική, μοναδική, ίσως, περίπτωση-έκφραση εθελοντικής συμμετοχής και προσφοράς στον αγώνα των ελληνικών στρατευμάτων για την απελευθέρωση της Ηπείρου. Ήταν o μόνος ξένος αξιωματικός στον οποίο είχε «επιτραπεί» να συμμετάσχει ως μέλος του ελληνικού στρατού στις μάχες μπροστά από το Μπιζάνι. Μάλιστα ο πρόξενος Παναγιωτόπουλος στην προσφώνησή του κατά τη διάρκεια της τελετής βράβευσής του, που αναφέραμε πιο πάνω, τόνισε ότι ο συνταγματάρχης Χάτσισον έχει γράψει ιστορία για τον ίδιο και τους Έλληνες και ότι τους είναι διπλά αγαπητός επειδή υπηρέτησε στο μέτωπο υπό την ελληνική σημαία με αποτέλεσμα να τραυματιστεί κιόλας στην προσπάθεια για την εκπόρθηση του Μπιζανίου!

Ο Χάτσισον συνιστά όντως μια ιδιαίτερη και οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία. Υπήρξε επαγγελματίας στρατιωτικός και όχι μόνον. Η στρατιωτική του καριέρα άρχισε σε ηλικία 17 ετών, όταν κατατάχτηκε στο Πυροβολικό, ως απλός στρατιώτης. Υπηρέτησε σε όλες τις θέσεις μέχρι αυτή του λοχαγού και με αυτόν το βαθμό έλαβε μέρος στον αμερικανο-ισπανικό πόλεμο του 1898. Με το τέλος του σύντομου αυτού πολέμου επέστρεψε στην πατρίδα του το Τενεσί και ανέλαβε διοικητής της τοπικής εθνοφρουράς με το βαθμό του συνταγματάρχη. Λόγω των προσόντων και ικανοτήτων του ο κυβερνήτης τον τοποθέτησε γενικό επίτροπο της πολιτείας και ο δήμαρχος του Νασβίλ του ανέθεσε και τα καθήκοντα αστυνομικού διευθυντή της πόλης. Διέπρεψε και σ’ αυτήν τη θέση οργανώνοντας την αστυνομία κατά υποδειγματικό τρόπο και επιτελώντας πολυσχιδές κοινωνικό έργο.

Η έναρξη των βαλκανικών πολέμων έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις μετέπειτα αποφάσεις του. Ο Χάτσισον, βαθιά επηρεασμένος από την Ιστορία και υπέρμαχος της ιδέας αυτοδιάθεσης των λαών και των εθνών, παρακολουθούσε με μεγάλο ενδιαφέρον την εξέλιξη των απελευθερωτικών πολέμων στα Βαλκάνια. Η αφορμή για αλλαγή πορείας στη ζωή του και η απόφαση για το ταξίδι του στην Ευρώπη, και ειδικά στην Ελλάδα, υπήρξε μια επίσκεψη τον Οκτώβριο του 1912 στη Ν. Υόρκη. Εκεί συνάντησε ομάδες Ελληνοαμερικανών  πολιτών  οι οποίοι με ενθουσιασμό έσπευδαν μαζικά να επιστρέψουν ως εθελοντές στη μαχόμενη πατρίδα τους, για να συμμετάσχουν στον απελευθερωτικό αγώνα. Ο ενθουσιασμός αυτός τον συνεπήρε και τον επηρέασε τόσο ώστε αποφάσισε να τους ακολουθήσει και να συμμετάσχει κι αυτός εθελοντικά στον πόλεμο κατά των Τούρκων. Το αποτέλεσμα ήταν να επιβιβασθεί την 13η Νοεμβρίου στο υπερωκεάνειο «Λάουρα» και μετά από ταξίδι 14 ημερών να αφιχθεί στην Αθήνα. Εκεί συναντάται με τον Αμερικανό πρέσβη και στη συνέχεια με τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος κατείχε παράλληλα και τη θέση του Υπουργού Πολέμου (Στρατιωτικών). Η συνάντηση με τον Βενιζέλο δεν είχε μόνο εθιμοτυπικό χαρακτήρα, δηλ. ο Χάτσισον δεν αρκέστηκε να υποβάλει τα σέβη του στον Πρωθυπουργό της χώρας για την οποία ήλθε να πολεμήσει. Ως γνήσιος και τυπικός στρατιωτικός επέμεινε να καταθέσει γραπτώς το αίτημά του για συμμετοχή στο εκστρατευτικό σώμα της Ηπείρου, κάτι που έπραξε ενώπιον του Βενιζέλου. Η πράξη αυτή και εν γένει η όλη διαδικασία, προξένησαν εξαιρετική εντύπωση στον Βενιζέλο ο οποίος έδωσε εντολή να γίνεται δεκτός ο Αμερικανός αξιωματικός στο Υπουργείο όποτε το επιθυμούσε. Το ίδιο εξαιρετικά θετική ήταν και η εντύπωση που αποκόμισε ο Χάτσισον για τον Βενιζέλο. Σταχυολογούμε σχετικά από τα απομνημονεύματά του: «Είχα την ευκαιρία να εκτιμήσω το χαρακτήρα του ανδρός. Είναι μακράν ο πιο ικανός άντρας που για αιώνες είχε να παρουσιάσει η Ελλάδα και ένας πολιτικός που οποιοδήποτε κράτος θα  ήταν υπερήφανο να διαθέτει».

Προτού όμως το Υπουργείο Στρατιωτικών αποφασίσει για την έγκριση κατάταξης του Χάτσισον στο ελληνικό σώμα της Ηπείρου,  οι συγκυρίες «αποφάσισαν» ταχύτερα. Στην μαχόμενη Ελλάδα ήδη είχαν αφιχθεί και επιθυμούσαν σφόδρα να προσφέρουν εθελοντικά στο μέτωπο, οι Γαριβαλδινοί, οι ένθερμοι οπαδοί των απελευθερωτικών κινημάτων της εποχής. Ήδη μια ομάδα Γαριβαλδινών αγωνιζόταν στο πλευρό του ελληνικού στρατού στην περιοχή του Μετσόβου. Ο εκπρόσωπός τους στην Αθήνα λοχαγός Φράνκελ, πληροφορηθείς την άφιξη του Χάτσισον και την επιθυμία του να συμμετάσχει στον αγώνα, τον συναντά και προτείνει την κατάταξή του στο σώμα των Γαριβαλδινών. Έτσι και μετά από συνεννόηση με το ελληνικό επιτελείο, ο Χάτσισον κατατάσσεται με το βαθμό του ταγματάρχη στο σώμα των εθελοντών ερυθροχιτώνων στρατιωτών του θρυλικού στρατηγού Γαριβάλδη. Η λεγεώνα των Γαριβαλδινών έγραψε σελίδες δόξας και στην Ελλάδα. Συμμετείχε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και στον Α’  βαλκανικό (1912-13), στη συνέχεια δε και στη Β. Ήπειρο, στον αγώνα για την αυτονομία (1914). Στους Γαριβαλδινούς που πολέμησαν στο Δρίσκο ανήκε και ο Λορέντζος Μαβίλης που έδωσε τη ζωή του στις 28 Νοεμβρίου του 1912 για τα ιδανικά του έθνους μαχόμενος ηρωικά. Ίσως, αν η έκβαση της μάχης στο Δρίσκο ήταν διαφορετική, ο Χάτσισον να είχε υπάρξει συμπολεμιστής του ποιητή. Οι μεγάλες απώλειες στη μάχη αυτή ανάγκασαν τους Γαριβαλδινούς σε οπισθοχώρηση και στη συνέχεια, επειδή η δύναμη των μαχητών είχε μειωθεί κατά πολύ, αποφασίστηκε η μη περαιτέρω συμμετοχή των αλλοδαπών Γαριβαλδινών στη συνέχιση του αγώνα. Έτσι ο Χάτσισον, πάντοτε με τη θέληση να συμμετάσχει και να βοηθήσει τον αγώνα, αντί για την περιοχή του Μετσόβου βρέθηκε, και λόγω της ειδικότητας του αξιωματικoύ του Πυροβολικού, μέσω Πρέβεζας, στο ελληνικό στρατόπεδο στη Φιλιππιάδα, νότια του Μπιζανίου.

Ο συνταγματάρχης Τόμας Χάτσισον μόλις αντίκρισε το Μπιζάνι το περιέγραψε με το οξυδερκές μάτι του στρατιωτικού: «… από τη στιγμή που είδα αυτά τα οχυρά με τις οροσειρές σε κάθε πλευρά και την πλατιά άδενδρη πεδιάδα μπροστά μας, ήξερα τότε, ότι ήταν το Γιβραλτάρ της Τουρκίας στην Ευρώπη και ότι ο ελληνικός στρατός θα έχανε χιλιάδες άνδρες, θα ξόδευε χιλιάδες δολάρια και θα έπαιρνε μήνες για να τα καταλάβει ή να τα καταστρέψει…». Συγχρόνως όμως, εκφράζοντας το θαυμασμό του για το πάθος, τη θέληση για τη νίκη και την ικανότητα των Ελλήνων στρατιωτών, ειδικά τους Εύζωνες, είναι βέβαιος για το νικηφόρο αποτέλεσμα: «Αυτοί οι Εύζωνες, ή ορεσίβιοι, οι οποίοι είναι το καύχημα της Ελλάδος, μοιάζουν πολύ με τους Σκωτσέζους Χαϊλάντερς και δικαιολογημένα η Ελλάδα είναι περήφανη γι’ αυτούς. Γυναίκα ποτέ δεν γέννησε πιο γενναίους ή τολμηρούς άντρες. Αργότερα είδα αυτούς τους Εύζωνες μέσα στην ένταση της μάχης στα Ιωάννινα και επαλήθευσαν κάθε εντύπωση που σχημάτισα γι’ αυτούς. Καθένας και όλοι τους συμπεριφέρονταν σαν η μοίρα του έθνους και η ευθύνη του πολέμου να έπεφταν στους ώμους τους». Και συνεχίζει δικαιολογώντας τον ενθουσιασμό των Ελλήνων στρατιωτών: «Οι Έλληνες στρατιώτες μάχονται για την τιμή και τη δόξα του Βασιλείου και για να ελευθερώσουν τους Έλληνες της Ηπείρου από τον απάνθρωπο ζυγό των καταπιεστών τους και να επανορθώσουν τα δεινά πέντε αιώνων. Ενώ ο Τούρκος στρατιώτης, πιστός στα διδάγματα του Κορανίου, πολεμούσε για τις υποσχέσεις για αθάνατη ευδαιμονία δηλ. περισσότερο ρύζι και χαρέμια στον μουσουλμανικό παράδεισο».

Ο Χάτσισον πιστός στην αρχική ιδέα και πρόθεσή του να συμπράξει και να συμβάλει ουσιαστικά στην επιτυχία του αγώνα θέτει εαυτόν στην υπηρεσία της διοίκησης πυροβολικού των ελληνικών στρατευμάτων. Ως έμπειρος «πυροβολητής» συμβουλεύει και κατευθύνει τις επιχειρήσεις εναντίον του φοβερά οργανωμένου και απόρθητου, κατά τους κατασκευαστές του, Μπιζάνι. Τόσος μάλιστα ήταν ο ενθουσιασμός του ώστε δεν δίσταζε να επιχειρεί ακάλυπτος και να μην λαμβάνει στοιχειώδη μέτρα προστασίας. Σε μία τέτοια επιχείρηση τραυματίζεται από θραύσματα οβίδας στο κεφάλι, ευτυχώς ελαφρά. Το τραύμα αυτό στέρησε από τον φιλέλληνα Αμερικανό εθελοντή τη χαρά να συνεχίσει τον αγώνα και να εισέλθει νικητής μαζί με τα ελληνικά στρατεύματα στα απελευθερωμένα Γιάννενα. Αναγκάζεται λόγω του τραύματος να αποσυρθεί και να επιστρέψει στην πατρίδα του προς ανάρρωση. Τη λύπη για την αναχώρησή του τη μοιράστηκε με τους συμπολεμιστές του Έλληνες. Γράφει σχετικά στα απομνημονεύματά του: «Όταν οι άνδρες έμαθαν ότι θα τους άφηνα λυπήθηκαν πολύ, επειδή ζήσαμε μαζί κατά τη διάρκεια της πολιορκίας και είχε αναπτυχθεί φιλία που θα διαρκούσε για πάντα. Με αγκάλιασαν επανειλημμένα και εξέφρασαν την ελπίδα ότι θα βρεθούμε και πάλι μαζί».

Η ανάρρωση του Χάτσισον ολοκληρώθηκε στην Αμερική, στην πατρίδα του το Νασβίλ, όπου είχε επιστρέψει ως ήρωας για Αμερικανούς και ομογενείς Έλληνες. Εκεί, αφού απόλαυσε τιμών και επαίνων, αφιερώθηκε στη συγγραφή του χρονικού των μαχών στο Μπιζάνι και των εντυπώσεών του από τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων κατά των Τούρκων. Μάλιστα, ευρισκόμενος στο τελευταίο κομμάτι της συγγραφής, πληροφορήθηκε με ιδιαίτερη χαρά (Φεβρουάριος του 1913), ότι τα ελληνικά στρατεύματα μπήκαν θριαμβευτικά στα Γιάννενα τερματίζοντας σκλαβιά 483 χρόνων.

Όπως έχει αναγνωριστεί, οι παράγοντες που οδήγησαν στο έπος του Μπιζανίου ήταν οι διεθνείς συγκυρίες, η άριστη στρατιωτική προπαρασκευή, και ασφαλώς η πολεμική αρετή των Ελλήνων. Ήταν όμως και η φλόγα του εθελοντισμού των απανταχού Ελλήνων, γηγενών και ομογενών του εξωτερικού, όπως και ο έντονος φιλελληνισμός της εποχής, που ήλθε σαν συνέχεια του φιλελληνισμού του ‘21. Αυτόν τον φιλελληνισμό αλλοδαπών εθελοντών εξέφρασε στο μέγιστο βαθμό ο συνταγματάρχης Τόμας Χάτσισον, ο οποίος με τις πράξεις του, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αμερική, προβάλλει ως γνήσιος και άδολος φιλέλληνας, του οποίου οι υπηρεσίες προς τον Ελληνικό Στρατό ήταν απλώς εκείνες ενός υψηλόφρονος και πατριώτη φίλου της Ελλάδος!

Σχετικά άρθρα

1913: Τουρίστες στο Μπιζάνι αμέσως μετά την Απελευθέρωση

Αλέξανδρος Μωυσής

Οι Ελληνοαμερικανοί που πολέμησαν για τα Γιάννενα – Μέρος 5ο: Ένας Αμερικάνος στο πολύνεκρο Μπιζάνι

Οι Ελληνοαμερικανοί που πολέμησαν για τα Γιάννενα – Μέρος 4ο: Οι Γαριβαλδινοί εθελοντές στον Δρίσκο

Αλέξανδρος Μωυσής