Απόψεις

Η πεισματική βραδυπορία της ελληνικής Δικαιοσύνης

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μερσινιάς, Δικηγόρος Αθηνών.

Το πρόβλημα

Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Ιωαννίνων, με δύο πρόσφατες αποφάσεις του το 2019, έκρινε ότι ήταν αναρμόδιο να δικάσει τις κατατεθειμένες από το 2007 ενώπιον αυτού αγωγές[1].

Χρειάστηκαν δηλαδή δώδεκα έτη για να κριθεί απλά η αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Είναι αμφίβολο δε, αν μέχρι και σήμερα έχουν εκδοθεί αποφάσεις επί των υποθέσεων αυτών από το αρμόδιο Δικαστήριο.

Οι περιπτώσεις αυτές δεν αποτελούν κανόνα όσον αφορά το χρονικό πλαίσιο έκδοσης δικαστικών αποφάσεων. Δυστυχώς, όμως, κάθε πολίτης, ο οποίος έχει εμπλακεί σε δικαστικές διαμάχες, γνωρίζει καλά ότι η ελληνική Δικαιοσύνη απαιτεί συνήθως ιώβεια υπομονή.

Το πρόβλημα, βέβαια, δεν είναι καινούργιο αλλά, αντίθετα, είναι δομικό και εντοπίζεται ήδη από τα πρώτα χρόνια της σύστασης του νεοελληνικού κράτους. Ενδεικτική είναι η αναφορά του δικηγόρου και δημοσιογράφου Γεωργίου Ν. Φιλάρετου το 1885 για την άποψη των Ελλήνων πολιτών σχετικά με τη Δικαιοσύνη την εποχή εκείνη: «Είναι λυπηρόν να σας ειπώ, ότι τους ήκουσα λέγοντας ότι επί τουρκοκρατίας είχον καλλιτέραν δικαιοσύνη, τουλάχιστον ήτο ταχύτερη[2]».

Η χώρα μας έχει καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την καθυστέρηση της απονομής Δικαιοσύνης σε εκατοντάδες υποθέσεις και υποχρεώθηκε να καταβάλει πρόστιμα πολλών εκατομμυρίων ευρώ.

Οι αυξανόμενες συζητήσεις γύρω από το πρόβλημα αυτό επιτρέπουν μία ασφαλή καταγραφή των κυριότερων αιτίων και των προτεινόμενων λύσεων, χωρίς να είναι όμως εφικτό να αναλυθούν διεξοδικά σε ένα άρθρο.

Η ευθύνη του Νομοθέτη

Η δικαστηριακή ύλη είναι αδικαιολόγητα εκτενής, με αποτέλεσμα να δαπανάται χρόνος για ζητήματα, τα οποία θα μπορούσαν να επιλυθούν από εξωδικαστικούς μηχανισμούς. Λόγου χάρη, η ποινικοποίηση ήσσονος απαξίας παραβάσεων (πολεοδομικές παραβάσεις, ήσσονος σημασίας παραβάσεις ΚΟΚ, υπέρβαση ηχορύπανσης κ.ά.) είναι μία λανθασμένη πρακτική, καθώς θα μπορούσαν αυτές να αντιμετωπίζονται αποκλειστικά με διοικητικές κυρώσεις. Επίσης, τυπικά ζητήματα (εκδόσεις κληρονομητηρίων, επίλυση ζητημάτων κτηματολογίου κ.λπ.) θα ήταν δυνατόν να διεκπεραιώνονται αποκλειστικά από άλλους παράγοντες της δικαιοσύνης, όπως συμβολαιογράφους, δικηγόρους, κτηματολογικά γραφεία κ.ά.

Η ευθύνη των Δικαστικών και Εισαγγελικών λειτουργών

Υπάρχει η εσφαλμένη αντίληψη ότι για την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης στην Ελλάδα απαιτείται η πρόσληψη περισσοτέρων δικαστών. Το ελληνικό κράτος έχει στην υπηρεσία του, όμως, έναν από τους μεγαλύτερους αριθμούς δικαστών σε σχέση με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, αναλογικά με τον πληθυσμό του. Συνεπώς, το ζήτημα δεν είναι ο αριθμός των δικαστών.

Οι δικαστές και οι εισαγγελείς μας αλλά και οι γραμματείς των δικαστηρίων εργάζονται κάτω από αντίξοες συνθήκες, χωρίς τη συνδρομή βοηθητικού προσωπικού και υλικοτεχνικής υποδομής. Υπάρχει βέβαια ένας αριθμός δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι παραβαίνουν τα καθήκοντά τους, καθυστερούν την έκδοση αποφάσεων και εν γένει αμελούν τις υπηρεσιακές τους ευθύνες, αγγίζοντας συχνά τα όρια της αρνησιδικίας. Αυτό δεν αποτελεί κανόνα ούτε αφορά την πλειοψηφία των δικαστών. Ωστόσο, η αδράνεια των ολίγων επιβραδύνει αισθητά την ταχύτητα στην απονομή της Δικαιοσύνης.

Εφέτος, μετά από πολλά χρόνια απραγίας στο ζήτημα αυτό, ο Άρειος Πάγος προέβη σε αποπομπή δικαστών, οι οποίοι είχαν αμελήσει υπέρμετρα τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα. Ευελπιστούμε ότι η ενέργεια αυτή δε θα είναι ένα απλό «πυροτέχνημα», καθώς είναι αυτονόητο ότι η αξιολόγηση των δικαστών πρέπει να είναι συστηματική και μεθοδική, με κριτήρια βέβαια δίκαια και προσαρμοσμένα στη δικαστηριακή πραγματικότητα.

Η ευθύνη του Κράτους, των δικηγόρων και των πολιτών

Η, κατά κοινή ομολογία, φιλοδικία του λαού μας είναι επίσης σημαντικός παράγοντας για την βραδυπορία της Δικαιοσύνης. Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουμε καλά ότι τα πινάκια των Δικαστηρίων βρίθουν καθημερινά από υποθέσεις φιλονικιών (οικογενειακών, μεταξύ γειτόνων κ.ά.), οι οποίες θα μπορούσαν να επιλυθούν εξωδικαστικά.

Για να διαμορφώσουν, όμως, οι πολίτες μία νέα νοοτροπία θα πρέπει αφενός το κράτος να εισαγάγει ισχυρούς θεσμούς διαμεσολάβησης τόσο στο ποινικό όσο και στο αστικό δίκαιο, αφετέρου εμείς οι δικηγόροι οφείλουμε να εντοπίζουμε τη δυνατότητα της εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών των εντολέων μας και να τους ωθούμε, όταν είναι εφικτό, προς την κατεύθυνση αυτή.

Η εθνική στρατηγική ως βάση της επίλυσης του προβλήματος

Πρόσφατα ο Υπουργός Δικαιοσύνης, μιλώντας στο συνέδριο του Συνδέσμου Δικηγορικών Εταιρειών Ελλάδος, επικεντρώθηκε άλλη μία φορά στη σημασία των έργων που αφορούν την ηλεκτρονική δικαιοσύνη (e-justice) και πραγματοποιεί το Υπουργείο τα τελευταία χρόνια, με σκοπό μεταξύ άλλων την επιτάχυνση της Δικαιοσύνης. Πράγματι, αν οι καινοτομίες της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης υλοποιηθούν, θα επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στο μέλλον.

Η ηλεκτρονική δικαιοσύνη, όμως, δεν είναι πανάκεια για την επίλυση του προβλήματος και δυστυχώς αυτό δε φαίνεται να έχει κατανοηθεί επαρκώς από τους αρμοδίους. Τα προβλήματα που αναφέραμε παραπάνω είναι βέβαιο ότι θα πλήξουν και τη νέα ψηφιακή εποχή της Δικαιοσύνης.

Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Υπάρχουν όμως σχηματοποιημένες προτάσεις. Το πρόβλημα είναι δομικό, άρα δομική πρέπει να είναι και η λύση του. Χρειάζεται εθνική στρατηγική και διαρκής συλλογικός διάλογος. Για να γίνει αυτό, το κράτος θα πρέπει να αντιμετωπίσει ένα άλλο δομικό του πρόβλημα, αυτό της ασυνέχειάς του κατά την εναλλαγή των κυβερνήσεων. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης οποιασδήποτε κυβέρνησης θα πρέπει να στελεχώνεται από ανθρώπους, οι οποίοι γνωρίζουν άμεσα τα προβλήματα της Δικαιοσύνης, αγωνιούν για την επίλυσή τους και είναι πρόθυμοι να παράξουν έργο για να κληροδοτήσουν στους διαδόχους τους, ανεξαρτήτως κομματικής προέλευσης αυτών. Κοντά στους ανθρώπους αυτούς χρειάζεται να υπάρχουν σοβαρές και ώριμες ενώσεις δικαστών, εισαγγελέων και δικηγόρων, οι οποίες θα συνεισφέρουν χωρίς να προσκολλώνται στα εκάστοτε μικροπολιτικά και συντεχνιακά τους συμφέροντα.

Αν δεν κινηθούμε προς αυτές τις κατευθύνσεις, είμαστε καταδικασμένοι να παρατηρούμε τη Θέμιδα να σέρνεται αγκομαχώντας.

 

[1] Π.Τσιμπούκη, «Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Ιωαννίνων έκανε 15 χρόνια για να πει ότι είναι αναρμόδιο να δικάσει δυο υποθέσεις» στο dikastiko.gr (https://www.dikastiko.gr/gnomes-sto-di/panagiotis-tsimpoykis-to-dioikitiko-protodikeio-ioanninon-ekane-15-chronia-gia-na-pei-oti-einai-anarmodio-na-dikasei-dyo-ypotheseis/).

[2] Γεώργιος Ν. Φιλάρετος «Η δικαστηριακή αναδιοργάνωσις εν Ελλάδι-», Εκ του Τυπογραφείου της Ενώσεως, Εν Αθήναις 1885, σελ. 3-8 στο «Ο ΑΣΑΛΕΥΤΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ»