Πολιτισμός

Η Γυναίκα της Ζάκυνθος: Όταν το κείμενο (επιτέλους) πρωταγωνιστεί σε μια παράσταση

Είδαμε χθες βράδυ στο υπαίθριο θέατρο της ΕΗΜ την πρεμιέρα της παράστασης «Η Γυναίκα της Ζάκυνθος» με την Όλγα Παππά, σε σκηνοθεσία Γιώργου Μπακόλα, και γράψαμε δυο λόγια.

Υπάρχουν σπουδαία λογοτεχνικά κείμενα που δεν είναι γραμμένα για να γίνουν θεατρικές παραστάσεις. Ο λόγος τους όμως, το ύφος και το νόημα (κρυμμένο και προφανές) συχνά ελκύουν σκηνοθέτες και τα μεταφέρουν στη σκηνή. Τα «πειράζουν», τα διασκευάζουν με τη βοήθεια σεναριογράφων/λογοτεχνών και παρουσιάζουν ένα δεύτερο πια καλλιτεχνικό δημιούργημα, το οποίο πολλές φορές –για τις ανάγκες της δραματουργίας- δεν έχει μεγάλη σχέση με το αρχικό. Δεν είναι σκόπιμο, είναι ωστόσο απαραίτητο, καθώς είναι πρακτικά αδύνατο να καταπιαστεί κανείς με όλες τις πτυχές, τα γεγονότα ή τα πρόσωπα που αναδεικνύονται σε ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα. Η θεατρική διασκευή επιβάλλει την επιλογή κάποιων εξ αυτών και μοιραία τον αποκλεισμό κάποιων άλλων. Με αυτόν τον τρόπο το λογοτεχνικό κείμενο συμπυκνώνεται σε μία – δύο ώρες θεατρικής παράστασης. Επιπλέον γίνεται πιο ελκυστικό ή πιο εύπεπτο για τον θεατή, προκειμένου να μην χαθεί και μείνει έξω από την ιστορία.

«Η Γυναίκα της Ζάκυνθος», όμως, είναι ένα έργο της ελληνικής πεζογραφίας, που μπορεί να μην γράφτηκε για να γίνει θεατρική παράσταση, το διατρέχει ωστόσο μια υπόγεια θεατρικότητα που συχνά ανταμώνει με έναν ασυνείδητο και εσωτερικό ρυθμό. Ο τελευταίος το συγκρατεί στις παραληρηματικές του στιγμές, κατά τις οποίες λίγο λείπει να βγει έξω από τα ανθρώπινα. Η σχεδόν ανεπαίσθητη εναλλαγή αφήγησης, βιώματος και οράματος κάνει χώρο για τις ανάσες που χρειάζεται να παίρνει ο αναγνώστης – θεατής, αλλά και ο άνθρωπος που έχει αναλάβει επί σκηνής να το ερμηνεύσει. Εγχείρημα δύσκολο, λόγος τραχύς και σκληρός, χωρίς να χάνει τον λυρισμό ή την ποίησή του, γλωσσικά ιδιώματα ενίοτε ξένα αν και λόγια, συνοχή που κρέμεται από μια πολύ λεπτή κλωστή, εικόνες πολλές και καταιγιστικές, σχεδόν ανθρωπίνως αδύνατον να αποδοθούν δραματουργικά μόνο από έναν άνθρωπο και μια ηλεκτρική κιθάρα. Κι όμως συνέβη. Σε μια απρόσμενα εξαιρετική παράσταση, την οποία είχαμε την τύχη λίγοι (θα μπορούσαμε πολύ περισσότεροι) να δούμε στο υπαίθριο θέατρο της ΕΗΜ χθες βράδυ.

Αυτό που έκανε ο Γιώργος Μπακόλας με το κείμενο ήταν συγκλονιστικό, γιατί το προσέγγισε με ταπεινότητα και σεβασμό μεγάλο. Δεν το πείραξε, δεν το υποτίμησε, το φρόντισε χωρίς να το φτιασιδώσει. Ξέρουμε κι από άλλες δουλειές του ότι του αρέσει να σκηνοθετεί έλληνες συγγραφείς, που τα κείμενά τους έχουν μια σχεδόν γονιδιακή –πάντα μεταφυσική- σύνδεση με τον θεατή. Και τους κάνει χώρο να μιλήσουν στη γλώσσα και στην εποχή του, χωρίς όμως να κακοποιεί ή να παραμορφώνει αυτήν στην οποία γράφτηκαν. Λιτό, σχεδόν γυμνό σκηνικό. Ένα απλό, ωστόσο ταιριαστό με την ησυχία που έπρεπε όλα τα άλλα να κάνουν για να ακουστεί ο λόγος του Σολωμού, κοστούμι –φόρος τιμής σε μια σπουδαία ενδυματολόγο και φίλη του που χάθηκε πρόσφατα, την Ιουλία Σταυρίδου. Ο φωτισμός αφηγούταν παράλληλα την ιστορία, χωρίς να την επισκιάζει ή να την υπερτονίζει. Η ηλεκτρική κιθάρα του Βαγγέλη Πεπόνη, με την πρωτότυπη μουσική γραμμένη από τον ίδιο τον σκηνοθέτη, κρατούσε ακριβώς εκείνον τον εσωτερικό ρυθμό του κειμένου, ενώ την ίδια στιγμή συντρόφευε την πρωταγωνίστρια στο πολύ δύσκολο έργο που είχε να κάνει για πάνω από μία ώρα πάνω στη σκηνή.

Και η επιλογή της Όλγας Παππά για να το αποδώσει ιδανική, σε βαθμό που σκέφτεται κανείς στο τέλος της παράστασης ότι ευτύχησε ο λόγος του Σολωμού στα χέρια της. Κι αυτά ακριβώς τα χέρια ήταν που απλώνονταν στη σκηνή και τη γέμιζαν από όλα όσα φαινομενικά της έλειπαν. Ανατροφοδοτούμενη μόνο από το ίδιο το κείμενο και με μοναδικό εργαλείο την καθαρή, ανεπιτήδευτη φωνή της με την εξαιρετική άρθρωση (και χωρίς τη βοήθεια του χειλόφωνου που συχνά επιστρατεύεται για να καλύψει αδυναμίες και να μετριάσει τον κάματο του ηθοποιού), κινούταν πάνω στη σχεδόν άδεια σκηνή φτιάχνοντας εικόνες που άγρια και καταιγιστικά εναλλάσσονταν, μεταφερόταν από την αφήγηση στη βιωματική απόδοση και πάλι πίσω με ευκολία μεγάλη χωρίς όμως προφανή βεβαιότητα, τίμησε έναν λόγο δύσκολο και ωμό σχεδόν με τρυφερότητα και κατανόηση.

Τίποτε εξεζητημένο ή παράταιρο δεν βρήκαμε σ’ αυτή την παράσταση. Καμία υπερβολή, παρόλο που το κείμενο προσφέρεται για πολλές, αλλά αυτή ακριβώς την ευκολία απέφυγαν όσοι το υπηρέτησαν, γι’ αυτό και δεν τους ρούφηξε στη δίνη του. Μας πήρε ώρα να πάψουμε να συζητάμε γι’ αυτό. Αλλά ακριβώς αυτή είναι η μαγεία του καλού θεάτρου: να επανέρχεται στις κουβέντες μας, όταν μνημονεύουμε εξαιρετικές θεατρικές παραστάσεις, να μας μιλά μέρες αφότου ανέβηκε και καινούρια πράγματα κάθε φορά να μας μαθαίνει. Τυχεροί πολύ που ήμασταν εκεί, την ώρα που η μαγεία συνέβαινε.

Σχετικά άρθρα

Στην ΕΗΜ μετά την υπόκλιση

Λουκία Τζάλλα

Στην ΕΗΜ το 1976

Λουκία Τζάλλα

Η Νατάσσα Μποφίλιου στο θέατρο της Ε.Η.Μ.