Ιστορίες

Η διώρυγα του Σουέζ, ο φιλόμουσος Χεδίβης και η Αΐντα του Βέρντι

Ο Απόστολος Κατσίκης, με αφορμή τον πρόσφατο εγκλωβισμό κοντέινερ στη διώρυγα του Σουέζ, θυμάται ένα από από τα πολλά γεγονότα που έχουν συνδεθεί με την μακραίωνη και πολυσχιδή ιστορία της.

Τις τελευταίες μέρες, τα μάτια της διεθνούς ναυτιλίας, του παγκόσμιου εμπορίου και όλων των χρηματιστηρίων της οικουμένης, ήταν καρφωμένα στη διώρυγα του Σουέζ και στις 24ωρες προσπάθειες των συνεργείων για τον απεγκλωβισμό του θηριώδους πλοίου, μεταφορέα κοντέινερ, EVER GIVEN.

Το ενδιαφέρον και η αγωνία για το αποτέλεσμα της προσπάθειας εύλογο: κάθε μέρα ακινησίας (κυριολεκτικά) του πλοίου και αντίστοιχα αχρησίας της διώρυγας, στοίχιζε, πέρα από τα προβλήματα εφοδιασμού με αγαθά,  στην παγκόσμια οικονομία, το ασύλληπτο ποσό των δέκα δισεκατομμυρίων δολαρίων! Ευτυχώς μετά από μία εβδομάδα υπεράνθρωπων προσπαθειών το πλοίο αποκολλήθηκε και η τάξη επανήλθε, τουλάχιστον σ’ αυτό το κομβικό, όχι μόνον για τη ναυσιπλοΐα, αλλά και για τη γεωπολιτική, κομμάτι της πολύπαθης Μέσης Ανατολής.

Το συγκεκριμένο γεγονός-ατύχημα επανέφερε στην επικαιρότητα την ιστορία διάνοιξης της διώρυγας του Σουέζ, αυτού του, κυριολεκτικά, φαραωνικού έργου και τις προσπάθειες δημιουργίας οδού επικοινωνίας μεταξύ Μεσογείου και Ερυθράς θαλάσσης, κατ΄ επέκταση των νότιων θαλασσών. Η ιστορία της διώρυγας δεν είναι μόνον μακραίωνη, αλλά συνάμα πολυσχιδής και πολυκύμαντη. Συνδέεται ασφαλώς και πρωταρχικά με τη ναυσιπλοΐα, το εμπόριο, την οικονομία, αλλά και με πολέμους, κατακτήσεις, αναταραχές και τέλος, όσον κι αν φαίνεται περίεργο, με καλλιτεχνικά, μουσικά γεγονότα. Ούτε λίγο, ούτε πολύ δηλαδή ξεκινά από τους Φαραώ και καταλήγει στον συνθέτη Τζιουζέπε Βέρντι!

Η έκφραση «φαραωνικό», η οποία συνηθίζεται να αποδίδεται σε πολύ μεγάλου μεγέθους έργα ή φιλοδοξίες, εδώ έχει διττή σημασία: πρώτον λόγω μεγέθους και δεύτερον διότι οι πρώτες προσπάθειες διάνοιξης καναλιού στην περιοχή ανάγονται στην εποχή του Φαραώ Σέτι Α΄ ή Ραμσή Β΄, περί τον 13ο αι.  π.Χ. Τα έργα συνεχίστηκαν πολύ αργότερα, τον 8ο αι. π.Χ. επί  του Φαραώ Νεκώς. Στη συνέχεια το έργο ανέλαβαν οι Πέρσες με τον Δαρείο. Ο Ηρόδοτος μάλιστα ως επισκέπτης στην Αίγυπτο, αναφέρει πως είχε διασχίσει εκείνο το κανάλι σε διάστημα τεσσάρων ημερών. Επί Ρωμαίων το κανάλι ονομάστηκε Διώρυγα του Τραϊανού, ενώ με τις Αραβικές κατακτήσεις μετονομάστηκε σε Διώρυγα των Χαλιφών ή Διώρυγα του Ηγεμόνος των Πιστών. Κατά τον μεσαίωνα, αλλά και την περίοδο των ανακαλύψεων, το κανάλι δεν φαίνεται να λειτουργούσε, εξού και η προσπάθεια των θαλασσοπόρων να περιπλεύσουν την Αφρική για να φθάσουν στις Ινδίες.  Όταν, κατά τα νεότερα χρόνια, ο Ναπολέων πήγε στην Αίγυπτο, αυτό το κανάλι δεν υπήρχε και έδωσε εντολή στους μηχανικούς του να μελετήσουν τη δυνατότητα να δημιουργηθεί μια νέα διώρυγα που θα συνέδεε την Ερυθρά Θάλασσα με τη Μεσόγειο. Τελικά το έργο αναλαμβάνει το 1854, ο Γάλλος διπλωμάτης και μηχανικός  Φερδινάνδος Λεσέψ, έμπιστος του Χεδίβη (Αντιβασιλέα) της Αιγύπτου Σαΐντ Πασά, που παίρνει την εντολή της κατασκευής (διάνοιξης) και ξεκινάει το έργο. Στις 25 Απριλίου του 1869 η διάνοιξη είχε ολοκληρωθεί.

Τότε, Χεδίβης της Αιγύπτου ήταν ο Ισμαήλ πασάς (1830-1895), που είχε σπουδάσει στη Γαλλία και ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Αιγύπτου με μεγάλα σχέδια για τον εκσυγχρονισμό της. Τα εγκαίνια της διώρυγας ήταν η αφορμή για να οικοδομήσει ένα άλλο «σύμβολο» ισχύος και πολιτιστικής ανάπτυξης, ένα θέατρο όπερας, το πρώτο στην Αφρική! Με πρότυπο τη Σκάλα του Μιλάνου, η Χεδιβική Όπερα του Καΐρου,  οικοδομήθηκε μέσα σε έξι μήνες.

Ο ευρωπαϊκής κουλτούρας Χεδίβης, ήθελε οπωσδήποτε ένα καινούργιο μουσικό έργο για να εγκαινιάσει το νεόδμητο κτίριο και την διώρυγα. Είχε ήδη απευθυνθεί στον διάσημο Τζουζέπε Βέρντι, ζητώντας του να γράψει έναν ύμνο, πρόταση που ο συνθέτης απέρριψε, απαντώντας ότι δεν συνηθίζει να συνθέτει κομμάτια κατά περίσταση. Έτσι τελικά, η Όπερα του Καΐρου (και όχι η διώρυγα, όπως θεωρείται γενικά), θα εγκαινιαστεί με τον «Ριγκολέτο» του Βέρντι την 1η Νοεμβρίου 1869. Η διώρυγα εγκαινιάστηκε πανηγυρικά στις 17 Νοεμβρίου του 1869, οπότε δόθηκε στην ναυσιπλοΐα.

Ωστόσο, ο Ισμαήλ πασάς δεν το βάζει κάτω, θέλει μια καινούργια όπερα, αρχαιο-αιγυπτιακής θεματολογίας, να ανέβει στο Κάιρο, επανέρχεται και επιμένει να τη συνθέσει ο Βέρντι. Τελικά ο συνθέτης πείθεται (συνέβαλε σ΄αυτό καίρια και η υπέρογκη αμοιβή των 150.000 φράγκων σε χρυσό, κατατεθειμένα στην Τράπεζα Ρότσιλντ του Παρισιού) και έτσι προέκυψε η Αΐντα, ένα από τα διασημότερα και πολυπαιζόμενα λυρικά έργα, με υπόθεση συνδεδεμένη και προερχόμενη από τη φαραωνική Αίγυπτο. Αλλά και η πρεμιέρα της όπερας υπήρξε προβληματική. Είχε οριστεί για τον Ιανουάριο του 1871, αλλά η έκρηξη του γαλλοπρωσικού πολέμου και η πολιορκία του Παρισιού καθυστέρησαν αρκετούς μήνες την ολοκλήρωση των μεγαλοπρεπών σκηνικών και κοστουμιών. Εντέλει η υπερπαραγωγή των 320.000 φράγκων έκανε θριαμβευτική πρεμιέρα στις 24 Δεκεμβρίου του 1871, απόντος όμως του συνθέτη, ο οποίος δεν παραβρέθηκε διαμαρτυρόμενος για το υψηλό κόστος της παραγωγής. Σε μια επιστολή του στον μουσικοκριτικό Φίλιππο Φιλίππι έγραψε: «Πόση επίδειξη, σήμερα, για μια όπερα! Δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες, μέλη χορωδίας, διευθυντές ορχήστρας, καθηγητές κ.ά., όλοι πρέπει να βάλουν το λιθαράκι τους στο οικοδόμημα της διαφήμισης […].Είναι λυπηρό, εξαιρετικά λυπηρό!».  Ο Βέρντι, αρνητής των υπερβολών, ήθελε μια «έξυπνη, φωνητική, οργανική και σκηνική εκτέλεση» για το έργο του και  φρόντισε ο ίδιος να την έχει στη Σκάλα του Μιλάνου, στη πρώτη ευρωπαϊκή πρεμιέρα του έργου στις 8 Φεβρουαρίου του1872.

Δημοφιλής έκτοτε όπου παρουσιάστηκε, η «Αΐντα» εξακολουθεί να είναι μία από τις όπερες που ανεβαίνουν πιο συχνά στα λυρικά θέατρα του κόσμου, παραπέμποντας στο αρχαίο κλέος της Αιγύπτου και στην περίφημη διαχρονικά διώρυγα του Σουέζ.