Εικόνα 1: Η «Henriette de Serviana» με τον σκύλο της Bob στο σπίτι των παππούδων της στα Γιάννενα το 1928 (φωτογραφία του Νισήμ Δ. Λεβή).
Ιστορίες

Ο μυθικός κόσμος της Henriette de Serviana

Μα καλά, θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης, ποια είναι αυτή η περιβόητη Henriette de Serviana; Ο Αλέξανδρος Μωυσής εξηγεί στο σημερινό του κείμενο στον Ηπειρωτικό Αγώνα ποια είναι η μυστηριώδης γυναίκα.

Το διαμέρισμα των παππούδων μου έξω από την Αθήνα ήταν απλό: Δύο κρεβατοκάμαρες, σαλόνι, τραπεζαρία, κουζίνα, μπάνιο και το γραφείο του παππού. Η διακόσμηση απέριττη. Ωστόσο, κρυμμένο σε ένα ντουλαπάκι, κάτω από τη βιβλιοθήκη, ήταν ένα μαγικό κουτί. Ένα κουτί-καλειδοσκόπιο, που με μετέφερε σε κόσμο μυθικό.

Το κουτί ήταν ένας στερεοσκοπικός προβολέας με γυάλινες φωτογραφίες. «Το Πανόραμα του Νισήμ Λεβή», που περιγράφω στο ομώνυμο βιβλίο (εκδόσεις Καπόν). Ο φανταστικός κόσμος, που έβλεπα, ήταν εκείνος της περίφημης Henriette de Serviana, η οποία δέσποζε στις μεταγενέστερες φωτογραφίες.

Μα καλά, θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης, ποια είναι αυτή η περιβόητη Henriette de Serviana; Θα σας το εξηγήσω τώρα. Τη βλέπουμε στην Εικόνα 1.

Τα «fan mails» της δεκαετίας του ‘20

Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, η γιαγιά μου Γιέτη Λεβή ήταν στην εφηβική της ηλικία και μεγάλωνε στα Γιάννενα μαζί με την πολυμελή οικογένειά της. Τα καλοκαίρια έρχονταν από την Αθήνα και τα πρώτα της ξαδέλφια, που είχαν μετακομίσει πρόσφατα στην πρωτεύουσα: O Σαμ, η Ζανέτ, και ο Ερρίκος Λεβής. Παρέα με τον ξάδελφο της τον Σαμ, τα δυο παιδιά αποφάσισαν να στείλουν γράμματα σε διάσημους Γάλλους και Γαλλίδες ηθοποιούς. Είχε εμφανιστεί πρόσφατα ο κινηματογράφος και επειδή ήξεραν γαλλικά, έστειλαν «fan mails», όπως τα λέμε σήμερα, σε καλλιτέχνες που θαύμαζαν.

Δεν ξέρω σε ποιον έγραψαν τα δυο παιδιά και τι τους είπαν. Γνωρίζω όμως με ποιον τρόπο υπέγραψαν τα γράμματα: Θεώρησαν πολύ πεζό και βαρετό να βάλουν το πραγματικό τους επίθετο. Σκάρωσαν λοιπόν φανταστικά ονόματα και υπέγραψαν σαν «Henriette de Serviana» και «Sam de Bartz».

Την ιστορία αυτή μας τη διηγήθηκε στα εγγόνια της με καμάρι η γιαγιά πολλά χρόνια αργότερα. Γελάσαμε, γνωρίζοντας πως τα Σερβιανά και το Μπάρτζι είναι συνοικισμοί κοντά στα Γιάννενα. Ηχούσαν έτσι αριστοκρατικά και φεουδαρχικά τα γαλλικά δήθεν επίθετα. Μας φάνηκε αστείος ο συνδυασμός των γαλλικών ονομάτων με τα ηπειρωτικά τοπωνύμια.

Είχε όμως και μια άλλη, ακόμα πιο ενδιαφέρουσα πτυχή το «ανέκδοτο» αυτό. Πτυχή την οποία ανακάλυψα μελετώντας τις φωτογραφίες του Νισήμ Λεβή.

Διαβάζοντας τη διδακτορική διατριβή του Κώστα Βακατσά «Η Γενική Διοίκηση Ηπείρου – Η Αγροτική Ιδιοκτησία (1913-1918)», ανακάλυψα ότι η οικογένεια της γιαγιάς μου είχε στην ιδιοκτησία της εκτεταμένες εκτάσεις και χωράφια γύρω από τρία ηπειρωτικά χωριά: Βόρεια, στο συνοικισμό Σούλι-Ντίνο (το σημερινό Μικρό Σουλόπουλο) και νότια στο Μπάρτζι (σήμερα Επισκοπικό) και στα Σερβιανά!

Είχα ακούσει παλιότερα από συγγενείς ότι ολόκληρα χωριά ανήκαν παλιότερα στην οικογένεια. Αλλά δεν είχα δώσει σημασία.

Tα κτήματα αυτά μάλλον τα απέκτησε ο παππούς των δύο εφήβων επιστολογράφων, ο Νταβιτσόν Εφέντης Λεβής. Διετέλεσε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της πόλης των Ιωαννίνων, πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας και βουλευτής στην βραχύβια Οθωμανική Βουλή του 1877-78.

Όταν λοιπόν υπέγραφε η γιαγιά μου τότε με το φεουδαρχικό Henriette de Serviana, το εννοούσε!

Τα Γιάννενα χορεύουν

Το σπίτι-μέγαρο της οικογένειας, που διασώζεται στην οδό Κουντουριώτου, έχει στο εσωτερικό μια τεράστια σάλα, ιδανική για συγκεντρώσεις και χορούς. Η παρουσία της οικογένειας Λεβή σε χορούς και κοσμικές, εορταστικές εκδηλώσεις στην πόλη ήταν έντονη. Διαβάζω στην εφημερίδα ΗΠΕΙΡΟΣ του Σαββάτου 23 Φεβρουαρίου 1924:

«Η μανία του χορού, που τώρα τελευταίως κατέλαβε τους Αθηναίους, μετεδόθη και εδώ, και έτσι στα ξακουσμένα Γιάννενα ο κόσμος κινείται, ο κόσμος χορεύει… Μέσα στην σχετικώς ευρύχωρη αίθουσα του καφενείου «Ολυμπία» εδόθη ο χορός του Λυκείου των Ελληνίδων… Η έναρξις του χορού έγεινε με τον Ελληνικόν «συρτόν» τον οποίον πρώτη έσυρεν η κυρία Μάρκου του Διοικητού του Ε’ Σώματος Στρατού μετά των μελών της Επιτροπής του Λυκείου Ελληνίδων… Η παρούσα εις κάθε συγκέντρωσιν οικογένεια Λέβη εν ολομελεία κατέχουσα τα σκήπτρα και του χορού και της δεξιώσεως.»

Ανάμεσα στα μέλη της Επιτροπής του Λυκείου Ελληνίδων, που έσυραν τον χορό, ήταν και η προγιαγιά μου Αννέττα Λεβή.

Σε άλλο τεύχος της εφημερίδας, της Παρασκευής 20 Μαΐου του 1927, διαβάζουμε για έναν άλλο χορό του Λυκείου Ελληνίδων με παραδοσιακές ενδυμασίες: «Τέτοια κουστούμια, βαρύτατης αξίας, αλλά και τέχνης θαυμασίας και χάριτος αναδεικνύουν το ερατεινόν, ως κυματίζων μίσχος άνθους, σώμα της δίδος Γέτη Λεύι (μ’ ένα παληακόν κουστούμι δεσποινίδος Ισραηλίτιδος των παλαιών χρόνων)».

Εικόνα 2: Το παραδοσιακό κουστούμι της κυρά Χαννούλας Λεβή, συζύγου του Νταβιτσόν Εφέντη. Αριστερά από την έκθεση στο Εβραϊκό Μουσείο της Αθήνας το 2018. Δεξιά, η κόρη μου Χλόη το 2016, όταν δοκίμασε με καμάρι τη φορεσιά των προγόνων της.

Το φόρεμα αυτό, που ανήκε στα μέσα του 19ου αιώνα στην κυρά Χαννούλα, τη γιαγιά της γιαγιάς μου, εκτέθηκε πρόσφατα στο Εβραϊκό Μουσείο της Αθήνας (Εικόνα 2).

Στο ίδιο άρθρο, που αξίζει να αναζητήσουν οι απόγονοί τους για την ανθηρή του γλώσσα (Εικόνα 3), αναφέρονται επίσης οι δεσποινίδες Εριφύλη Ρούβαλη, Φρόσω Βασιλάκη και Μίνω και Χαρίκλεια Ιωαν. Λάππα, οι οποίες φορούσαν πωγωνίσια και βησσανιώτικα κουστούμια. Οι δεσποινίδες Πελαγία Πελλένη και Βικτωρία Παρανίκα με ζαγορίσια κουστούμια. Η δις Τζόγια με κουστούμι των βορεινών επαρχιών της Κονίτσης και Βουρμπιανής. Η δις Σκόδρα με μετσοβίτικο κουστούμι. Οι δεσποινίδες Χαρούσια και Μπίμπη με παληακόν σουλιώτικον κουστούμι. Στο άρθρο αναφέρονται επίσης οι δεσποινίδες Αριστέα Ρούβαλη, Κοέν, Σόμπολα, Καλ. Γ. Λάππα και Πουτέτση. Και οι «μικρούλες δεσποινιδούλες» Ν. Αγνάντη, Ε. Μαρτίνη, Φ. Χατζή, Ελ. Λεβή (η Έλντα, ξαδέλφη της γιαγιάς μου), Ιφ. Καραγεώργη, Π. Γκορτζή, Ελ. Πουτέτση, Πιπ. Βάντζου και ο «μικρούλης» Αλκ. Λάππας, που εκτέλεσαν ένα «κομψό μπαλλέτο».

Εικόνα 3: Απόκομμα από το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας ΗΠΕΙΡΟΣ της 20ης Μαΐου 1927.

Αναρωτιέστε μήπως τι χόρεψαν οι εκλεκτές Ηπειρώτισσες;

«Το πρόγραμμα ήρχισε με τους ηπειρωτικούς χορούς, τους οποίους εναλλάξ και αλληλοδιαδόχως όλαι αι δεσποινίδες τας οποίας αναφέραμεν, εκάστη με την σειράν της κατά διαλείμματα πέντε λεπτών, αιρομένης της αυλαίας, μέσα στα φρενητιώδη χειροκροτήματα και επευφημίας του πυκνού και εκλεκτού πλήθους της αιθούσης, εχόρεψαν. Εχορεύθη ούτως: ο Ρόβας (δις Λεβή) Σαράντα παλληκάρια (Χαρούσια) Τούρκα (Κοέν) Βλάχα (Πελλένη) Γιατανάκι (Λάππα) Καραγκούνα (Φρόσω Βασιλάκη) του Κίτσου η Μάννα (Μπιμπή) Βλάχα (Τζόγια) Μαριολί (Ρούβαλη) Περιστεράκια (Σόμπολα) Μπιρμπίλης (Μίνω)».

Είχε όμως και μερικές πιο εξωτικές στιγμές η γιορτή του Λυκείου Ελληνίδων του 1927: «Εξαιρετικά επιτυχής χειροκροτηθείσα και μπιζαρισθείσα δια την πλαστικότητα της εις την εκτέλεσιν της η Ιαπωνική εικών, τελείως Ιαπωνικού στυλ σ’ ένα Γιαπονέζικον κήπον μέσα στον οποίον ανεπαρεστάθη Γιαπονέζα δέσποινα προσφέρουσα τέϊον στές φιλενάδες της: Αι καλλίμορφοι δίδες Ανδρ. Βασιλάκη, Ευγ. Σαγιανού, Φ. Βασματζίδου, Φρόσω Βασιλάκη, Ερ. Λεβή (η γιαγιά μου), Αρ. Γκάνιου και Ι. Κοέν εξετέλεσαν με θαυμαστήν τέχνην κι’ έκφρασιν το ωραίον σύνολον της εικόνος».

Αυτά σκάρωναν λοιπόν οι γιαγιάδες και οι προγιαγιάδες μας το 1927 στα Γιάννενα!

Τα ρούχα του Bon Marché

Όμως, οι χοροί και οι κοσμικές εκδηλώσεις στην πόλη δεν ήταν κάτι καινούργιο. Γίνονταν και επί Τουρκοκρατίας. Γύρω στο 1900, η Ρίφκα, σύζυγος του δημοτικού συμβούλου και τραπεζίτη Ματταθιούλη Λεβή, είχε την εξής συνήθεια, για να προετοιμάσει τις κόρες της Αννέττα (την προγιαγιά μου) και Ευθυμία για τους κοσμικούς χορούς: Ισορροπούσε στο κεφάλι τους μερικά βιβλία, για να μάθουν να στέκονται, χωρίς να καμπουριάζουν. Πριν από κάθε εκδήλωση τις τάιζε, έτσι ώστε μην πάνε στους μπουφέδες στη διάρκεια του χορού. Δεν ήθελε, βλέπετε, να λέει ο κόσμος πως «οι κόρες του Ματταθιούλη Λεβή είναι λαίμαργες».

Στα χρόνια εκείνα, τα ρούχα της οικογένειας Λεβή έρχονταν όλα από το Παρίσι, τα ξύλινα έπιπλα από την Τεργέστη και τα ασημένια μαχαιροπήρουνα από τη Ρωσία.

Στην τετράωρη κατάθεση-μαρτυρία του στο Μουσείο του Ολοκαυτώματος, ο Ερρίκος Ν. Λεβής κάπου αναφέρει πως η μητέρα του Ευθυμία, η αδελφή της (και προγιαγιά μου) Αννέτα και η υπόλοιπη οικογένειά τους αγόραζαν τα ρούχα τους από το κατάστημα «Au Bon Marché» στο Παρίσι. «Ερχόταν ο κατάλογος, βλέπανε τι θέλανε, τα παραγγέλνανε, και ερχόντανε» (Εικόνα 4).

Εικόνες 4α κα 4β: Αριστερά, ο καλοκαιρινός κατάλογος του Bon Marché του 1899. Δεξιά, γυναικεία μέλη της οικογένειας Λεβή με τα παρισινά φορέματα γύρω στο 1904. Η φωτογραφία, την οποία επιχρωμάτισα, τραβήχτηκε στο νησάκι των Ιωαννίνων, λίγα μέτρα από τη μονή Ντίλιου ή Στρατηγόπουλου (βλ. «Το Πανόραμα του Νισήμ Λεβή: 1898-1944», Εκδόσεις Καπόν).

Η Εσθήρ η μεγάλη και η Εσθήρ η μικρή

Στον μυθικό κόσμο, μέσα στον οποίο μεγάλωσε η «Henriette de Serviana», οι παππούδες της είχαν στο προσωπικό του σπιτιού κηπουρό, αμαξά, έναν υπηρέτη για τα καθημερινά ψώνια, και δύο υπηρέτριες. Οι υπηρέτριες ήταν Εβραίες και μάλιστα συνονόματες. Λεγόντουσαν και οι δύο Εσθήρ και, για να μην τις μπερδεύουν, τις φώναζαν «η Εσθήρ η μεγάλη» και «η Εσθήρ η μικρή». Όταν η οικογένεια ήθελε να συζητήσει κάτι εμπιστευτικά, γύριζαν την κουβέντα στα γαλλικά, ώστε να μην τους καταλαβαίνει το προσωπικό του σπιτιού.

Για τα παιδιά της Ρωμανιώτικης κοινότητας Ιωαννίνων της εποχής εκείνης, αγαπημένη εβραϊκή γιορτή ήταν το Πουρίμ, επειδή μασκαρεύονταν. Το 1917, μαζί με το παραδοσιακό «μπαλ μασκέ», παρουσιάστηκε και το θεατρικό έργο «η Βασίλισσα Εσθήρ». Πρόκειται για την τραγωδία του Γάλλου Jean Racine (Ιωάννου Ράκινα) γραμμένη το 1669. Το έργο, βασισμένο στην ιστορία της Βίβλου και εμπνευσμένο από τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες, είχε μεταφράσει στα ελληνικά σε ηλικία 16 ετών ο Δημήτρης Βικέλας για σχολική παράσταση του 1851 στην Ερμούπολη. Συμμαθητής του εκεί ήταν και ο Εμμανουήλ Ροΐδης. Τον Racine είχε προσλάβει, για να γράψει το έργο η εκλεκτή του γάλλου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ η «Κυρία ντε Μεντενόν». Έχοντας ιδρύσει τη σχολή θηλέων στο St. Cyr και με την πεποίθηση ότι το θέατρο βοηθούσε στην ανάπτυξη τον κορασίδων, ζήτησε από τον Racine να γράψει έργα θρησκευτικού περιεχομένου χωρίς… πολλούς έρωτες.

Εικόνες 5α και 5β: Γιάννενα 25 Φεβρουαρίου 1917. Εβραιόπουλα των Ιωαννίνων, ο θίασος του έργου «Εσθήρ» στην αυλή της οικίας Λεβή στην οδό Κουντουριώτου. Στη μεσαία σειρά πρώτη από τα δεξιά διακρίνεται η Ερριέτη (Γιέτη) Λεβή. Καθισμένη στη μέση, με το φόρεμα της να καλύπτει μέρος του χαλιού, είναι η μικρή της αδελφή η Νέλλυ και πίσω της μάλλον ο ξάδελφος τους Σαμ Ν. Λεβής. Τη φωτογραφία τράβηξε ο Νισήμ Δ. Λεβής. Δεξιά, απόκομμα από την εφημερίδα ΗΠΕΙΡΟΣ.

Η τραγική ειρωνεία, καθώς βλέπουμε στην Εικόνα 5 τα παιδιά της Ρωμανιώτικης Εβραϊκής Κοινότητας των Ιωαννίνων με τα κουστούμια τους, είναι πως το έργο αρχίζει με την Εβραϊκή Κοινότητα σε θανάσιμο κίνδυνο. Στη Βίβλο και στο θεατρικό έργο, οι Εβραιοπούλες της ακολουθίας και ολόκληρη η κοινότητα σώζονται, χάρη στη γενναιότητα της Εσθήρ. Αυτό άλλωστε γιορτάζεται στο Πουρίμ. Αντίθετα, οι περισσότερες μικρές Γιαννιώτισσες και Γιαννιώτες στη φωτογραφία μας χάθηκαν 27 χρόνια μετά την παράσταση από έναν μοντέρνο κακό Αμάν. Το Σάββατο 25 Φεβρουαρίου του 1917 κάποιο από τα κοριτσάκια, απήγγειλε τους στίχους:

Αλίμονο! Τόσο νέα ακόμα,
Για πιο έγκλημα οδηγήθηκα στη δυστυχία μου;
Η ζωή μου ούτε καν άρχισε να εκκολάπτεται.
Θα πέσω σαν λουλούδι
Που δεν είδε ακόμα ούτε ένα ξημέρωμα.

Ποιος ξέρει, ίσως τους στίχους αυτούς να τους είπε η μικρή Νέλλυ, η μικρότερη αδελφή της γιαγιάς, έξι ετών το 1917, η οποία χάθηκε με όλους τους άλλους στο Άουσβιτς τον Απρίλιο του 1944.

Δεν ξέρω υπό ποιες συνθήκες πουλήθηκαν από την οικογένεια Λεβή τα κτήματα στα Σερβιανά και το Μπάρτζι. Υποθέτω ότι μεταβιβάστηκαν στο ελληνικό δημόσιο, όπως και πολλά άλλα τσιφλίκια, στη διάρκεια της Β’ Αγροτικής μεταρρύθμισης τη δεκαετία του 1920. Αλλά, στο κάτω-κάτω, ούτε ξέρω και πώς αποκτήθηκαν επί Τουρκοκρατίας. Οι κάτοικοι της περιοχής σίγουρα θα είδαν με καλό μάτι την κατάργηση των τσιφλικιών. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1930, στη διάρκεια της διεθνούς οικονομικής κρίσης, έκλεισε και η τράπεζα της οικογένειας Λεβή. Συγχωνεύτηκε με την Εμπορική Τράπεζα επί προεδρίας του ιδρυτή της Γρηγόρη Εμπεδοκλή.

Τέτοιος λοιπόν ήταν ο μυθικός κόσμος της Henriette de Serviana. Ούτε που το υποψιαζόμουνα, όταν βρισκόμουνα μικρό παιδί παρέα με τη γιαγιάκα μου στο απλό της διαμέρισμα, ότι ήταν σχεδόν πορφυρογέννητη. Έχοντας χάσει τους περισσότερους συγγενείς και παιδικούς φίλους της στο Άουσβιτς, δεν μας έλεγε πολλά για εκείνη την εποχή. Σίγουρα όμως μας μετέδωσε έντονη τη νοσταλγία της για τα Γιάννενα.

Το κληροδότημα του παππού και της γιαγιάς

Μιλώντας στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1944 ανάμεσα στους λίγους Έλληνες Εβραίους, που επέζησαν από τον διωγμό, στην πρώτη εκδήλωση μετά την απελευθέρωση, ο παππούς μου Ασέρ Μωυσής, σύζυγος της Γιέτης, ανέφερε τα εξής:

«Κυρίαι καί Κύριοι,

Εἶναι χρήσιμον τήν ἱστορικήν αὐτήν στιγμήν νά κάμωμεν μίαν μεγάλην διαπίστωσιν πολύτιμον διά τό μέλλον μας ὡς ἀτόμων και ὡς συνόλου. Τήν διαπίστωσιν ὅτι ὅσοι ἀπό ἡμᾶς εἴχομεν τήν ἀπό Θεοῦ εὐλογίαν νά διασωθῶμεν ἀπό τόν γερμανικόν διωγμόν, τό ἐπετύχαμεν διότι οὐδ’ ἐπί στιγμήν ἐδιστάσαμεν νά παρακινδυνεύσωμεν τήν ζωήν μας καί νά περιφρονήσωμεν τά ἀγαθά μας, τάς ἀνέσεις μας καί τά ὑπάρχοντά μας. Τό Ταλμούδ, ὁ ἀνεξάντλητος αὐτός θησαυρός τῆς ἑβραϊκής Σοφίας λέγει κάπου ὅτι ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀληθινά ἄξιοι τῆς ἐλευθερίας των, πού εἶναι πρόθυμοι καί ἱκανοί νά τήν ἀποκτήσουν σέ κάθε στιγμή.

 Ἄς εἶναι τοῦτο ἡ πρώτη ψυχική παρηγορία μας καί ἀνταμοιβή μας δι’ ὅσας δοκιμασίας ὑπέστημεν καί δι’ ὅσα πικρά δάκρυα ἐχύσαμεν κατά τούς περασμένους ἀπαίσιους καιρούς. Ἄς εἶναι ἐπίσης τοῦτο παράδειγμα ἀξέχαστον εἰς ὅλην μας τήν ζωήν καί ἄς γίνη τοῦτο παράδοσις καί διαθήκη διά τά τέκνα μας και τούς ἀπογόνους μας.»

Με τη διαθήκη αυτή του παππού στον νου, συμπεραίνω το εξής: Τα χωράφια της οικογένειας, οι τράπεζες και τα μέγαρα μπορεί να χάθηκαν. Σώθηκε όμως ένας μυθικός θησαυρός με πολύ μεγαλύτερη αξία. Είναι ο θησαυρός της μνήμης της γιαγιάς και των Ρωμανιωτών, των Ελληνόφωνων Εβραίων των Ιωαννίνων. Ένας θησαυρός με ιστορίες, όπως αυτή που σας διηγήθηκα σήμερα για τη Henriette de Serviana.

ΥΓ. Και βέβαια χάρηκα ιδιαίτερα όταν διάβασα την άνοιξη ότι ο Θρίαμβος, η ποδοσφαιρική ομάδα των Σερβιανών, κέρδισε το τοπικό κύπελλο…

Σχετικά άρθρα

1943: Ο θείος Εμίλ στο τελευταίο τρένο από το Παρίσι στην Κωνσταντινούπολη

Αλέξανδρος Μωυσής

1921: Ευχές στα Γιάννενα από τα χιονισμένα βουνά της Μικράς Ασίας – Μέρος Β: Ο χειμώνας μετά το Σαγγάριο

Αλέξανδρος Μωυσής

1921: Ευχές στα Γιάννενα από τα χιονισμένα βουνά της Μικράς Ασίας – Μέρος Α: Η επιστράτευση την άνοιξη του 1921

Αλέξανδρος Μωυσής