Η Τζίνα ΜακΚι στην ταινία «Η χώρα των θαυμάτων» 
Ιστορίες

Η καχυποψία εκείνου που φεύγει προς αυτόν που έρχεται: Οι χώρες των «θαυμάτων»

Η ανθρωπογεωγραφία των πόλεων αλλάζει με ρυθμό πολυβόλου. Δεν είμαι ενάντια σε όποιον/α προσπαθεί να αξιοποιήσει ένα ακίνητο όπως εκείνος/η θέλει. Αυτό που προσωπικά με ενδιαφέρει είναι οι άνθρωποι που χάνονται στο μεταξύ και η καχυποψία εκείνου που φεύγει απέναντι σε όποιον έρχεται.

Πριν μερικά χρόνια είχα επιμεληθεί μια σειρά προβολών για το Πνευματικό Κέντρο και τον Ελληνοϊταλικό Σύλλογο Φιλίας Ιωαννίνων με θέμα τον ιταλικό νεορεαλισμό και την επίδραση του στον παγκόσμιο ρεαλιστικό κινηματογράφο από το 1944 ως σήμερα. Ένα από τα μεταγενέστερα φιλμ που προβλήθηκαν ήταν «Η Χώρα των Θαυμάτων» του Μάικλ Γουιντερμπότομ, ένα φιλμ που μιλούσε για τις παράλληλες ζωές ανθρώπων της εργατικής τάξης σε μια συνοικία του νοτιοανατολικού Λονδίνου, όπου συμπτωματικά έμενα κι εγώ όταν γυριζόταν η ταινία στα τέλη της δεκαετίας του ‘90.

Μετά το τέλος της προβολής, στα διάφορα πηγαδάκια που δημιουργήθηκαν συζητώντας για την ταινία, θυμάμαι πως αρκετοί θεατές ασκούσαν κριτική στο φιλμ, επειδή έδειχνε τη σκληρή εικόνα μιας μητρόπολης, που δεν ταίριαζε με την εικόνα που είχαν στο μυαλό τους. Σημειώνω ότι η προβολή πραγματοποιήθηκε τα πρώτα «μνημονιακά» χρόνια, αφηγούνταν όμως μια ιστορία που λάμβανε χώρα την πρώτη περίοδο Tόνι Μπλερ και της εφήμερης ευφορίας της εποχής. Πολλοί από μας έχουμε εξιδανικεύσει την προ κρίσης εποχή και νομίζουμε ότι το γενικό κλίμα ήταν καλό για όλους. Από την άλλη, πιστεύουμε ότι η κρίση είναι μόνο δική μας και ότι έξω όλοι ζούνε ανέμελα το πανευρωπαϊκό όνειρο χωρίς άγχος για δουλειά, νοίκι, ιατρική περίθαλψη κ.λπ.

Επένδυση και εσωτερική «μετανάστευση»

Πρόσφατα στο Βερολίνο έγινε διαδήλωση ενάντια στα ψηλά ενοίκια. Το ενδιαφέρον βρίσκεται στο γεγονός ότι είναι από τις λίγες πόλεις που ο δήμος έχει προσπαθήσει να κρατήσει τα ενοίκια σε ένα λογικό επίπεδο. Έβαλε καπέλο ώστε να μην ξεφύγει περισσότερο η κατάσταση, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πολλοί κάτοικοι της πόλης μπορούν να ανταπεξέλθουν. Το Βερολίνο αρχίζει να μαθαίνει το μάθημα του Λονδίνου και της φούσκας των ακινήτων με την αγορά με σκοπό την ενοικίαση. Ο αγοραστής που αγόρασε, συχνά με χρήματα που δεν είχε, ένα ακίνητο στις προσοδοφόρες αγορές της Αγγλίας και της Γερμανίας προ κρίσης, άρχισε να ανεβάζει κατακόρυφα τα ενοίκια είτε για να καλύψει την υποθήκη και τα κυμαινόμενα επιτόκια είτε για να βγάλει γρηγορότερα κέρδος σε μια αγορά που πέρασε τα πάνδεινα μετά το 2008. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διώξει μεγάλο μέρος του πληθυσμού από τις πόλεις και κυρίως τα ιστορικά κέντρα και τις κοντινές σε αυτά περιοχές. Παράλληλα, φρέσκο χρήμα από Ρωσία και Κίνα άρχισε να εισρέει στην αγορά καθώς, όπως αρχίζουμε να μαθαίνουμε και στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, το ακίνητο ισοδυναμεί και με προνομιακές βίζες.

Η Αθήνα ετοιμάζεται κι εκείνη να θεσμοθετήσει το gentrification. O νεαρός επαγγελματίας, που εγκαταστάθηκε σε κεντρικές περιοχές γιατί απλά μπορούσε -τα ενοίκια είναι σχετικά χαμηλά σε σχέση με άλλες πρωτεύουσες και σχετικά λογικά σε συνάρτηση με τον μέσο πετσοκομμένο μισθό- είναι περισσότερο ενοχλημένος από την άνοδο του airbnb, που και αυτό ήρθε για να απειλήσει τη δική του παρουσία στον χώρο. Πριν από λίγους μήνες συνάντησα τουρίστες πίσω από Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Σαν ζόμπι περπατούσαν σε μπουλούκι, ενώ μια ξεναγός εξιστορούσε μια πόλη περισσότερο καινούρια απ’ ό,τι περίμεναν και που όμως έμοιαζε παλιά και χρησιμοποιημένη.

Κουρασμένοι από τις αρχαιότητες, οι τουρίστες ψάχνουν για επενδυτικές ευκαιρίες στο κέντρο. Είναι ευκαιρίες που κατά πάσα πιθανότητα θα διώξουν ένα μέρος του πληθυσμού, που με τη σειρά του θα ψάξει μακρύτερα ελπίζοντας ότι η δική του ευκαιρία δεν θα γίνει σύντομα επένδυση για κάποιον άλλο.
Οι πόλεις αλλάζουν, οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν από αυτές. Σε αρκετές από τις πόλεις του εξωτερικού το ιστορικό κέντρο μετατρέπεται σε ένα θεματικό πάρκο για τουρίστες και υποψήφιους επενδυτές. Αυτό γινόταν και παλαιότερα και η Αθήνα έχει ήδη δει πρώην κακόφημες περιοχές να μετατρέπονται σε κάτι ομορφότερο, πιο δυναμικό, ασφαλέστερο. Αυτό που αλλάζει είναι ότι, ανάλογα με την οικονομική επιφάνεια του επενδυτή, το ενδιαφέρον αρχίζει και επεκτείνεται ακόμη και σε αποκλειστικά οικιστικές περιοχές που δεν είναι απαραίτητα ένας μετα-βιομηχανικός εφιάλτης που χρήζει ανακαίνισης.

Διαβάζω στα ρεπορτάζ ότι οι αντικειμενικές αξίες πιθανόν να ανέβουν σε κεντρικές περιοχές, αλλά  οι λαϊκές περιοχές δεν κινδυνεύουν. Προς το παρόν. Αντίθετα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ίσως και αυτές να ετοιμάζονται να υποδεχθούν εσωτερικούς «μετανάστες» από Αμπελόκηπους και Γκύζη.

Επόμενη «έξοδος»

Η ανθρωπογεωγραφία των πόλεων αλλάζει με ρυθμό πολυβόλου. Δεν είμαι ενάντια σε όποιον/α προσπαθεί να αξιοποιήσει ένα ακίνητο όπως εκείνος/η θέλει. Αυτό που προσωπικά με ενδιαφέρει είναι οι άνθρωποι που χάνονται στο μεταξύ και η καχυποψία εκείνου που φεύγει απέναντι σε όποιον έρχεται. Διαβάζω δημοσιεύματα για το Brexit σε εφημερίδες από όλη την Ευρώπη. Η κύρια άποψη, όσον αφορά τους πολίτες της ΕΕ που έχουν εγκλωβιστεί σε ένα περίεργο καθεστώς, παραμένει άποψη μιας ελίτ, που θα ξεβολευτεί μεν, αλλά θα συνεχίσει κάπου αλλού όταν και αν συμβεί «απότομα». Θεωρεί αυτονόητο ότι αν -ας πούμε- ένα εκατομμύριο Πολωνοί, που εικάζεται ότι ζουν στην Αγγλία, αναγκαστούν να φύγουν μέσα σε λίγο χρόνο, θα τους υποδεχθούν με ανοιχτές αγκάλες στο Βερολίνο που κι αυτό, καθώς φαίνεται, έχει τα δικά του θέματα.

Το φαινόμενο Φάρατζ δεν είναι μοναδικό και νομίζω ότι, αν θα έπρεπε να αναζητήσουμε κάτι τα επόμενα χρόνια, είναι ποιο αναγνωριστικό χώρας θα πλαισιώνει το… exit. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση ο «ξένος», για τον οποίο και ο εκκεντρικός βρετανός μικροαστός θέλησε να αποκοπεί από την ΕΕ, είμαστε όλοι εμείς και ο θεσμός, που αγωνίστηκε για να μας ενώσει, αρχίζει να χάνει τον ενωτικό πανευρωπαϊκό προσδιορισμό προς χάριν ενός νεοεθνικισμού, που σχετίζεται περισσότερο με το χρήμα παρά με τις έννοιες. Και αν η ΕΕ θεωρεί ότι το πάθημα της Μεγάλης Βρετανίας με την αποχώρηση θα γίνει μάθημα, ίσως θα έπρεπε να λάβει μέτρα για να μην γίνει δακτυλοδεικτούμενο παράδειγμα, αφορμή και αιτία προς τους πάσης φύσεως «αποχωριστές», που δυναμώνουν όλο και περισσότερο στο εσωτερικό της.