Αίθουσα ΣύνταξηςΕπικαιρότητα

Αρχιτεκτονική και Τεχνολογία: Μια σχέση μετέωρη

 Πέρα από τις ραγδαίες εξελίξεις που έφερε και συνεχίζει να φέρνει, η τεχνολογία αποτελεί πάντα μια αφορμή για συζητήσεις ανάμεσα σε διαφορετικούς κόσμους, όπως αναδεικνύει η συνομιλία μας με τον αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Γιάννη Ζαβολέα, έναν εκ των ομιλητών του Συνεδρίου TechFuse.

Το TechFuse θα πραγματοποιηθεί στις 5 και 6 Απριλίου στα Γιάννενα, στον πολιτιστικό πολυχώρο «Δ. Χατζής». Είναι το πρώτο συνέδριο στην Ελλάδα που γεφυρώνει την τεχνολογία, την καινοτομία και τον πολιτισμό. Διοργανώνεται από την κοινότητα ψηφιακών νομάδων C.Ioannina σε συνεργασία με την ΑΜΚΕ «Κόμβος καινοτομίας και ψηφιακής οικονομίας» και υποστηρίζεται από τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, ενώ τελεί υπό την αιγίδα της Περιφέρειας Ηπείρου και του Δήμου Ιωαννίνων.

Να ξεκινήσουμε από το ερώτημα «τί δουλειά έχει ένας αρχιτέκτονας σε μια εκδήλωση για την τεχνολογία;»

Εύλογο το ερώτημα, κυρίως ο άμεσος τρόπος με τον οποίο διατυπώνεται, ειδικά μάλιστα, αν αναλογιστούμε ότι το ερώτημα αυτό, με τη συνεχή εμφάνιση νέων τεχνολογιών και την απορρόφησή τους στο επάγγελμα του αρχιτέκτονα, επανέρχεται διαρκώς. Κάτι τέτοιο είχε επισημάνει και ο θεωρητικός της αρχιτεκτονικής Reyner Banham τη δεκαετία του ’60, διατυπώνοντας το φαινομενικά ασύμβατο ανάμεσα στην αρχιτεκτονική και την τεχνολογία. Χαρακτηριστικά, έθετε ότι «ο αρχιτέκτονας που θα αποφάσιζε να ακολουθήσει την τεχνολογία, ήξερε ότι προκειμένου να το καταφέρει αυτό, θα έπρεπε να παραβλέψει το διευρυμένο πολιτισμικό του φορτίο, έως ακόμα και το χαρακτηριστικό ντύσιμο, με το οποίο ο ίδιος είναι αναγνωρίσιμος ως αρχιτέκτονας. Εάν όμως αποφάσιζε να μην το κάνει, θα ανακάλυπτε σύντομα ότι η εξέλιξη των πραγμάτων θα προχωρούσε χωρίς αυτόν!» Όπως προτείνεται παρακάτω, η σχέση ανάμεσα στην αρχιτεκτονική και την τεχνολογία είναι επιτακτικό να αποσαφηνιστεί, ώστε να αποτραπούν μελλοντικοί αφορισμοί και να τεθούν οι ομοιότητες, οι αναλογίες, οι διαφορές και τα όρια της μεταξύ τους συνέργειας, προκειμένου για τη γόνιμη συνεργασία των δύο πεδίων. Οπότε, με αφορμή το ερώτημα όπως αυτό τέθηκε, ευχαριστώ τους διοργανωτές του Tech Fuse που, συμπεριλαμβάνοντας την αρχιτεκτονική στη συζήτηση για τη σύγκλιση ανάμεσα στην τεχνολογία, την καινοτομία και τον πολιτισμό, διαβλέπουν ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στα δύο πεδία και ότι μπορεί να οδηγήσει σε γόνιμες συνέργειες.

Η τεχνολογία στην αρχιτεκτονική αφορά καταρχήν τόσο στις καθαυτό διαδικασίες παραγωγής όσο και στις μεθόδους της κατασκευής. Ιστορικά, η τεχνολογική εξέλιξη επιφέρει σημαντικές αλλαγές άμεσα στους τρόπους ανάπτυξης του επαγγέλματος, αλλά και έμμεσα ως ένα σύνολο αναφορών και προτύπων ως προς τους οποίους αντιλαμβανόμαστε τον χώρο και ανάλογα κατευθύνουμε τον σχεδιασμό του. Ενδεικτικά, στον 20ο αιώνα αναφορές τεχνολογικής προέλευσης όπως η Μηχανή και αργότερα το Δίκτυο, λειτούργησαν ως άμεσες εφαρμογές αλλά και ως ιδεώδη πάνω στα οποία βασίστηκαν νέα μοντέλα συγκρότησης του χώρου για κάθε κλίμακα, από την κατοικία ως την πόλη και ακόμα παραπέρα για ευρύτερα σύνολα.

Στην εποχή μας, μέσω της τεχνολογικής εξέλιξης είναι σήμερα δυνατές νέες συνέργειες ανάμεσα στην αρχιτεκτονική και τα επιτεύγματα άλλων επιστημών όπως η βιολογία. Οι σχετικές επιδράσεις δεν περιορίζονται στην έμπνευση ή την επιδερμική ή μορφολογική μίμηση για παράδειγμα φυσικών μοτίβων, παρά στη βαθύτερη κατανόηση των μηχανισμών ως προς τους οποίους η Φύση «σχεδιάζει» κάθε της φαινόμενο μέσα από όρους βιωσιμότητας άμεσα συνυφασμένους με την ίδια του την υπόσταση και ύπαρξη. Η μεταφορά γνώσεων, αναφορών και μοντέλων σκέψης από τη βιολογία στην αρχιτεκτονική είναι σήμερα δυνατή σε περισσότερο βάθος. Συγκεκριμένα, προς αυτό τον σκοπό χρησιμοποιούνται νέες τεχνολογικά εξελιγμένες πλατφόρμες όπου πληροφορία από ένα πεδίο γνώσης αρχικά ψηφιοποιείται, στη συνέχεια συσχετίζεται ενόσω ερμηνεύεται ως προς το άλλο πεδίο. Μέσω της τεχνολογίας διευρύνεται το πλαίσιο αναφορών και μεθόδων που χρησιμοποιούνται στην αρχιτεκτονική, κατά τη διαχείριση και ανάπτυξη ιδεών με διεπιστημονική πλέον αναγνώριση και σημασία. Οι σχετικές διαδικασίες επιτρέπουν πρώτα να συλλαμβάνουμε τους μηχανισμούς και τις παραμέτρους ,μέσω των οποίων παράγονται οι φυσικοί σχηματισμοί, στη συνέχεια να επιλέγουμε και να προσαρμόζουμε τις αναφορές αυτές στην επίλυση προβλημάτων του χώρου και της μορφής με τρόπους συμβατούς με τις φυσικές διεργασίες. Μέσω μιας τέτοιας οδού, η αρχιτεκτονική ανταποκρίνεται σε σύγχρονες προκλήσεις για το περιβάλλον καθώς αναδεικνύεται μια νέα οργανική σχέση μεταξύ τους. Η σχέση αυτή αναφέρεται, για παράδειγμα, στη συμβίωση μεταξύ ανθρώπου και φύσης, την ανάπτυξη του ανθρωπογενή χώρου πάνω σε διευρυμένα συστήματα συμβατά με τους φυσικούς πόρους και τους οικοσυστημικούς κύκλους και εξής. Με απλή διατύπωση, η τεχνολογία συνιστά πολύπλευρη αφορμή και όχημα εξέλιξης για την αρχιτεκτονική, που, όπως κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, οφείλει να συντονίζεται με τις προτεραιότητες, τα ιδεώδη αλλά και τις αγωνίες της εκάστοτε εποχής.

 

Εσείς ξεκινήσατε πολύ νωρίς να διερευνάτε αυτή τη σχέση της τεχνολογίας και της αρχιτεκτονικής. Ποιο ήταν το ερέθισμα;

Το ερέθισμα ήταν η διαπίστωση ότι οι ευκολίες, τις οποίες παρέχει η χρήση νέων τεχνολογιών στη διαδικασία παραγωγής της αρχιτεκτονικής, οδηγούν στον επαναπροσδιορισμό των στόχων και των προκλήσεων με τις οποίες ο κλάδος καταπιάνεται. Στην Ελλάδα, η γενιά μου σπούδασε την αρχιτεκτονική από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 πρακτικά, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά αναλογικά μέσα, όπως το φυσικό σχέδιο, το σκαρίφημα και η φυσική μακέτα, οπότε έμαθε να εργάζεται και να δημιουργεί «με το χέρι». Παρά ταύτα, στις μετέπειτα σπουδές μου στις ΗΠΑ, στα τέλη του 20ου αιώνα, όπου συναντήθηκα με σπουδαστές από διάφορα σημεία του πλανήτη, μου έκανε εντύπωση η εξοικείωση ή έστω η περιέργεια που είχαν αρκετοί στο να εντάξουν τα διαθέσιμα ψηφιακά μέσα στους τρόπους με τους οποίους εργάζονταν. Όμως, δεν περιόριζαν να τα χρησιμοποιούν ως εργαλεία εκτέλεσης και σχεδίασης μιας ιδέας, που είχαν συλλάβει σε αναλογικό περιβάλλον από πριν. Αντίθετα, προς έκπληξή μου, διερευνούσαν τις δυνατότητες που τους παρείχαν τα μέσα αυτά, ακόμα και άλλα εξελιγμένα λογισμικά και ψηφιοποιημένες τεχνικές, που τότε δεν απευθύνονταν σε αρχιτέκτονες, ώστε να εμπλουτίζουν τη σκέψη τους και να επωφελούνται, συχνά μέσω καταχρηστικής, πειραματικής, ή παιγνιώδους εφαρμογής τους, στο να θέτουν νέα ερωτήματα και προκλήσεις, τα οποία με το αναλογικό μου «οπλοστάσιο» δεν μπορούσα επαρκώς να παρακολουθήσω. Τότε συνειδητοποίησα ότι, όταν διευρύνεται το πλαίσιο παραγωγής (τεχνικό, μεθοδολογικό, ή και πλαίσιο αναφορών), κάτι τέτοιο επιφέρει αντίστοιχη μεταβολή των κατευθύνσεων για τον σχεδιασμό, ακόλουθα του τι σχεδιάζεται και του πώς ορίζεται το ίδιο το αντικείμενο της αρχιτεκτονικής. Από την άλλη, η άκριτη προσκόλληση σε προηγούμενα ιδεώδη, πρότυπα, αναφορές, τρόπους έκφρασης, τεχνικές, ή μεθόδους παραγωγής, βαθμιαία οδηγεί σε παρακμή. Σε διευρυμένη κλίμακα, μια τέτοια στάση οδηγεί στην υποβάθμιση του κλάδου, καθώς αδυνατεί σταδιακά να παρακολουθήσει και να καθοδηγήσει τις εξελίξεις με τις οποίες άμεσα ή έμμεσα σχετίζεται. Προκειμένου το πλούσιο υπόβαθρο της αρχιτεκτονικής ως γνωσιολογικό – επιστημονικό, τεχνικό και καλλιτεχνικό – αντικείμενο να ανανεώνεται διαρκώς και να διατηρεί τη βαρύτητα και επιρροή του στο εκάστοτε πολιτισμικό γίγνεσθαι, απαιτείται ευελιξία στην ενσωμάτωση των νέων δυνατοτήτων που παρέχει η τεχνολογία, προκειμένου να είναι δυνατή η αναδιατύπωση και εφαρμογή των αξιών της αρχιτεκτονικής με επίκαιρο κάθε φορά πρόσημο από τους ίδιους τους αρχιτέκτονες, ως οι πλέον ειδικοί σε ό,τι αφορά ζητήματα ποιότητας του χώρου, τους τρόπους διαβίωσης, τη σχέση του ιδιωτικού με το δημόσιο, τη συμβατότητα με το περιβάλλον, και εξής. Σε αντίθετη περίπτωση, κτίρια θα εξακολουθούν να σχεδιάζονται και να κτίζονται, όμως με τους αρχιτέκτονες να έχουν περιορισμένο ή και καθόλου ρόλο, καθώς θα αδυνατούν να συμμετέχουν στη διαμόρφωση των εξελίξεων στην παραγωγή του δομημένου περιβάλλοντος, με δυσμενείς συνέπειες στο τι τελικά κατασκευάζεται. Με αυτές τις διαπιστώσεις, η επιλογή μου να βγω από τη «ζώνη άνεσης», που μου παρείχε η χρήση των αναλογικών μέσων και να διευρύνω τους τρόπους σκέψης και δράσης μου στο ψηφιακό περιβάλλον, φάνταζε τότε ως επιβεβλημένη. Μετά από δύο και πλέον δεκαετίες, εξακολουθώ να πιστεύω ότι έπραξα σωστά, καθώς σήμερα νομίζω ότι είμαι σε θέση να διακρίνω και να συνδυάζω κριτικά ό,τι έχει η κάθε πλατφόρμα – αναλογική ή ψηφιακή – να προσφέρει εμπλουτίζοντας το αποτέλεσμα: μια στάση που έχει διαποτίσει τον τρόπο διδασκαλίας μου σε όλο το εύρος των αντικειμένων με τα οποία καταπιάνομαι.

 

Διαβάζω στο βιογραφικό σας, που παρατίθεται στην ιστοσελίδα της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων: «Ερευνά νέους τρόπους εμπλουτισμού της αρχιτεκτονικής σκέψης και πρακτικής μέσω των φυσικών επιστημών, των τεχνών και της φιλοσοφίας, προσαρμοσμένους σε πειραματικές αναζητήσεις χωρικής οργάνωσης, δομής, κατασκευαστικών τεχνικών και μέσων παραγωγής ως ‘εργαλεία σκέψης’ (tools for thought), για την αντιμετώπιση καίριων προκλήσεων για το περιβάλλον, τον πολιτισμό και την κοινωνία». Δώστε μας κάποια παραδείγματα που δε θα μπορούσαμε εύκολα να σκεφτούμε τη μεταξύ τους σχέση.

Συχνά αντιλαμβανόμαστε ένα εργαλείο ή μέσο απόδοσης απλουστευτικά ως κάτι ουδέτερο, δηλαδή που δε συμμετέχει στο είδος της παραγόμενης γνώσης, δηλαδή ως η ακολουθούμενη διαδικασία να μην επιδρά στο περιεχόμενο και το αποτέλεσμα. Στην πραγματικότητα, μια δραστηριότητα «συμβαίνει» αναγκαστικά με κάποιον «τρόπο», σε άμεση σχέση και εξάρτηση από το εργαλείο που χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό. Με άλλα λόγια, κάθε δραστηριότητα πλαισιώνεται από τις ιδιότητες του μέσου το οποίο χρησιμοποιεί, άρα καθοδηγείται από και εκτυλίσσεται μέσα σε αυτό, ενώ το ίδιο το μέσο υποβάλλει τα όρια ως προς τα οποία η δραστηριότητα αυτή αναπτύσσεται. Για να θυμηθούμε τον θεωρητικό των media Marshall McLuhan, «το μέσο είναι το μήνυμα». Επιπλέον, το μέσο είναι η δημιουργική και επικοινωνιακή οδός ως προς την οποία πραγματοποιείται οποιαδήποτε μορφή δράσης, αλλά ταυτόχρονα τα ίδια τα μέσα, που έχει στη διάθεσή της συνολικά μια κοινωνία, οριοθετούν και το εύρος ως προς το οποίο αναπτύσσεται η ίδια η φαντασία. Η διαπίστωση αυτή σημαίνει ότι η αντίληψη, η σύλληψη και η επεξεργασία ιδεών συμβαίνουν αναπόσπαστα από τα μέσα ως προς τα οποία εκδηλώνονται.

Έχοντας δώσει αυτή τη διευρυμένη εξήγηση, και πηγαίνοντας ευθύς αμέσως στο ερώτημα, εάν σήμερα είμαστε σε θέση να διακρίνουμε σχέσεις ανάμεσα στους κύκλους του φυσικού οικοσυστήματος και τις επιδράσεις του ανθρωπογενούς χώρου πάνω σε αυτό, κάτι τέτοιο είναι απόρροια της διαπίστωσης ότι τόσο ο χώρος, είτε ανθρωπογενής είτε φυσικός, υπόκειται στους ίδιους φυσικούς νόμους. Εφόσον λοιπόν θέλουμε σήμερα ό,τι σχεδιάζουμε να αφήνει κατά το δυνατόν αδιατάρακτο το κλίμα, το περιβάλλον, τον φυσικό πλούτο, το γεω/βιολογικό πλαίσιο, τους κύκλους και τις λειτουργίες του οικοσυστήματος, τότε θα πρέπει αυτό να είναι συμβατό με τις φυσικές διεργασίες, ακόμα και να ενθαρρύνει νέες ισορροπίες, εφόσον αυτές έχουν προηγουμένως μέσω της ανθρώπινης παρεμβολής διαρραγεί. Συζητάμε στην ουσία για μια τελείως διαφορετική προσέγγιση για την παραγωγή του χώρου συνολικά, που από αναπαραστατική, αισθητική ή συσσωρευτική καταλήγει να είναι, συνδυαστική, ολιστική, διευρυμένα βιώσιμη και συνολική. Ανάλογα επινοούμε νέους τρόπους σχεδιασμού μέσα από πολυσυστημικές διαδικασίες αλληλοεπίδρασης της ύλης με τις δυνάμεις, τις ενέργειες και τις επιρροές που ασκούνται πάνω σε αυτήν, μέσω των οποίων η τελική μορφή συνιστά το αναδυόμενο σύμπτωμα – ίσως αναπάντεχο μα σε σημαντικό βαθμό αναπόφευκτο – ενός σύνθετου αφαιρετικά διατυπωμένου σκεπτικού, παρά υπακούει σε μια σαφή στιλιστική ή και τυπολογική πρόθεση που όμως είχε τεθεί εξαρχής. Ακόλουθα, η διαδικασία του σχεδιασμού όπως περιγράφεται εδώ δεν αφορά στην επιβολή μιας προαποφασισμένης φόρμας πάνω στην ύλη, παρά στην ενεργοποίηση και το συνδυαστικό συντονισμό των στοιχείων που συμμετέχουν στην ανάδυση μιας δομής οργάνωσης, ως προς την οποία αναπτύσσεται η μορφή. Η διαδικασία δεν κατευθύνεται πλέον από το ταλέντο ή την ευχέρεια του αρχιτέκτονα, παρά μετατρέπεται σε πειραματική και εκτυλίσσεται μεθοδολογικά μέσα από αφαιρετικούς συσχετισμούς, δυναμικές προσομοιώσεις, επίμονες δοκιμές και αλληλοεπιδράσεις που συμβαίνουν πάνω σε ενεργά μοντέλα, πιο κοντά σε ό,τισυμβαίνει σε ένα επιστημονικό εργαστήριο. Στη διαδικασία αυτή επιστρατεύονται νέα υλικά και επινοούνται νέες αναφορές και τεχνικές δανεισμένες από άλλα γνωσιολογικά πεδία είτε της επιστήμης, είτε της τέχνης, είτε σε συνδυασμό τους, προκειμένου για τη σταδιακή ωρίμανση της αρχιτεκτονικής σκέψης πάνω σε νέα προβλήματα και προκλήσεις της τρέχουσας εποχής, συχνά χωρίς προφανές ιστορικό προηγούμενο.

 

Πόσο επηρεάζει η τεχνολογία τις κατασκευές, τους εργασιακούς χώρους και τη δημόσια ζωή; Γίνεται και η αντίστροφη διαδικασία;

Η απάντηση είναι σίγουρα καταφατική και ενισχυτική και για τα δύο μέρη του ερωτήματος. Αν θυμηθούμε τον θεωρητικό Lewis Mumford, η τεχνολογία σκοπό έχει να διευρύνει τις εν γένει περιορισμένες δυνάμεις και δυνατότητες ενός κατά τα άλλα μη εξοπλισμένου ανθρώπινου οργανισμού, προκειμένου για την προστασία και τον έλεγχο του περιβάλλοντος όπου ζει και αναπτύσσεται. Στην πραγματικότητα, κάθε είδους κατασκευή, ως και ο ίδιος ο πολιτισμός στην ολότητά του, δε θα ήταν δυνατό να συμβούν χωρίς την εφαρμογή κάποιας μορφής τεχνολογίας ή τεχνικής. Ειδικά, οι διευκολύνσεις τις οποίες παρέχει μια νέα τεχνολογία στο σχεδιασμό, την κατασκευή, ή το εργασιακό μας πλαίσιο, αρχικά μας επιτρέπει στο να πραγματοποιούμε ήδη διατυπωμένους στόχους, με ευκολότερο πλέον τρόπο. Η εκτεταμένη της εφαρμογή αφενός επιφέρει σταδιακά τη μείωση του κόστους και την τελειοποίηση των τεχνικών, αφετέρου η εξοικείωση με αυτήν οδηγεί στη διεύρυνση των στόχων και τη διατύπωση και ενσωμάτωση νέων προκλήσεων στο θεματολόγιο του σχεδιασμού, προσαρμοσμένων στις νέες δυνατότητες. Μια τέτοια εξέλιξη εγείρει νέες απαιτήσεις για αναζήτηση νέων τεχνολογιών, σε απάντηση προκλήσεων, που δεν καλύπτονται επαρκώς από τις διαθέσιμες τεχνολογικές δυνατότητες, και ούτω καθεξής.

Η πορεία που μόλις περιέγραψα συνοπτικά, αναφέρεται καταρχήν στην κατασκευή, αλλά αφορά και κάθε άλλη δραστηριότητα, για παράδειγμα την εξέλιξη στο εργασιακό περιβάλλον, ή και τους όρους ως προς τους οποίους αναπτύσσεται ο χώρος και η ζωή στη δημόσια σφαίρα. Η ιστορία του ανθρώπου ως η ιστορία του πολιτισμού του αλλά και της επιβίωσής του στον χρόνο, είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις τεχνολογίες τις οποίες επινοεί, προκειμένου να εντοπίζει και να λύνει νέα προβλήματα, που μέχρι πρότινος αδυνατούσε να συλλάβει και ακόμα περισσότερο να αντιμετωπίσει. Μια νέα τεχνολογία συμβάλλει ώστε να διανοίγονται νέοι ορίζοντες ως εκείνη τη στιγμή μη ορατοί στην ευρύτερη συνείδηση. Αλλά και αντίστροφα, οι νέες δυνατότητες τις οποίες παρέχει μια νέα τεχνολογία μέσω της διεύρυνσης των εφαρμογών της, αλλάζουν το πλαίσιο παραγωγής ως προς το οποίο η τεχνολογία αυτή αναπτύχθηκε, για παράδειγμα αναφορικά με τους τρόπους, τους στόχους, τις σχέσεις των εμπλεκόμενων μερών και εξής. Ως συνέπεια της αλλαγής του πλαισίου αυτού παραγωγής, αναδύονται νέες προκλήσεις με αποδέκτη την έρευνα προς μια νέα ενδεχόμενη καινοτομία. Πρόκειται για μια αμφίδρομη σχέση δυναμικών αλληλοεπιδράσεων ανάμεσα στην ευρεία εφαρμογή, την παραγωγή, την πρωτοτυπία, τον πειραματισμό, την κριτική, την αναζήτηση, την έρευνα και αντίστροφα και που σε γενικές γραμμές περιγράφει την εξέλιξη του πλαισίου ως προς το οποίο εκδηλώνεται η ανθρώπινη δραστηριότητα σε κάθε της έκφανση στον χώρο και τον χρόνο.

Αν και το ερώτημα έχει πρακτικά απαντηθεί, είναι σκόπιμο να τονιστεί επίσης ότι αυτή η γενική θεώρηση είναι κατάλληλη ώστε να περιγράψει και την αρχιτεκτονική. Ο αρχιτεκτονικός χώρος, ιδωμένος μέσα από αναλογίες και δυναμικές που περιγράφουν εν γένει κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, όμοια η παραγωγή και κατασκευή κτιρίων, ή ακόμα ο δημόσιος χώρος με τις παραλλαγές και τις διαβαθμίσεις του χαρακτήρα του ως και η ίδια η πόλη, αναδύεται ως πολυπαραγοντικό φαινόμενο, απόρροια των σχέσεων ανάμεσα στα στοιχεία που τον προσδιορίζουν. Οπότε, μια κρίση, πρόβλημα ή πρόκληση που αφορά στο χώρο, είναι πλέον δυνατό να απαντηθεί μέσω του σχεδιασμού του. Υπό αυτή την προσέγγιση, ο σχεδιασμός του χώρου αφορά στην κριτική μεταβολή μέρους των σχέσεων ανάμεσα στα στοιχεία του, προκειμένου από μια δυσμενή, αρνητική, ή αδιέξοδη κατάσταση του παρόντος και μέσα από διαδικασίες πρόβλεψης και προβολής εναλλακτικών σχέσεων στο μέλλον να αναδυθούν νέες, περισσότερο επιθυμητές, καταστάσεις.

 

Υπάρχουν όρια στις δυνατότητες που αναδύονται μέσω της τεχνολογίας για την αρχιτεκτονική, τουλάχιστον σε ερευνητικό επίπεδο, ή είναι ένα πεδίο ανεξερεύνητο ακόμη;

Τα όρια, που θέτει η τεχνολογία, είναι η άλλη όψη των δυνατοτήτων τις οποίες προσφέρει. Σημασία έχει να αντιλαμβανόμαστε πώς μια τεχνολογία λειτουργεί, ποιες κατευθύνσεις ευνοούν οι χρήσεις της και ακόλουθα πώς αυτές εναρμονίζονται με τις δικές μας επιδιώξεις, συνέπεια του τι αντιλαμβανόμαστε πλέον ότι μπορούμε να πράξουμε. Αντίστοιχα, οι δυνατότητες της οποίες μας παρέχει σήμερα η τεχνολογία, είτε πρόκειται για την ψηφιακή προσομοίωση συμπεριφορών, ή τη δυναμική ενεργοποίηση σχέσεων και επιδράσεων, ή τη διερεύνηση μέσω της Εικονικής, Επαυξημένης ή Εκτεταμένης Πραγματικότητας ακόμα και μέσω επαναλαμβανόμενων συστημικών διαδικασιών αναγνώρισης, αυτο-εκμάθησης ή βελτιστοποίησης, είτε φυσικά και την Τεχνητή Νοημοσύνη, μας επιτρέπουν να εισάγουμε νέα ζητήματα στην «ατζέντα» της αρχιτεκτονικής, ανταποκρινόμενοι στις επιθυμίες, τις απαιτήσεις, αλλά και τις αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου για το παρόν και το μέλλον του. Η ανακάλυψη των δυνατοτήτων της τεχνολογίας, αντίθετα με ό,τι ίσως θα περίμενε κανείς, δεν αφορά στη συμβατική της χρησιμοποίηση σύμφωνα με ό,τι προβλέπεται από τον κατασκευαστή. Αντίθετα, μέσω μιας διερευνητικής, πειραματικής ως και καταχρηστικής διάθεσης επιδιώκεται η υπέρβαση των ορίων κατά την εφαρμογή της. Με απλά λόγια, τα όρια του συστήματος τα αντιλαμβανόμαστε όταν αυτό καταρρέει, ή, όπως λέμε στην τεχνολογική γλώσσα, «κρασάρει». Αυτό συντελείται είτε ακούσια, δηλαδή μέσα από κάποιο ατύχημα, είτε σκόπιμα, μέσα από επίπονες προσπάθειες παραβίασης της ορθής του χρήσης, μέσω των οποίων ένα σύστημα εξωθείται έξω από το τι είναι αρχικά σχεδιασμένο και προορισμένο να παραγάγει. Σε κάθε περίπτωση, η στιγμή της κατάρρευσης είναι και η πλέον πρόσφορη ώστε μια τεχνολογία να αποτιμάται αναφορικά με το εύρος καταλληλότητας για τη χρήση της. Από τη διαδικασία αυτή της αποτίμησης ανακύπτουν νέες προκλήσεις για την έρευνα, από όπου ευνοείται η ανακάλυψη νέας γνώσης ως καινοτομία. Με την εμφάνιση μιας καινοτομίας μεταλλάσσεται ακόλουθα το πλαίσιο των εφαρμογών και της ευρείας πρακτικής της τεχνολογίας, ορίζοντας μια νέα συνθήκη που αναπτύσσεται πάνω στην προηγούμενη και την αντικαθιστά. Υπό αυτήν ξεπηδούν στη συνέχεια νέα προβλήματα και προκλήσεις, που με τη σειρά τους εγείρουν την απαίτηση για εξέλιξη της τεχνολογίας, ως νέα καινοτομία. Πάνω στις δυνατότητες της νεοεμφανιζόμενης τεχνολογίας θα βασισθεί ακόλουθα η ευρεία παραγωγή, αλλά στα όρια των εφαρμογών της καθώς και στα αδιέξοδα που θα ανακύψουν εξαιτίας της κατάρρευσής της – είτε σκόπιμης, είτε ακούσιας – θα στραφεί εκ νέου η έρευνα. Όσο ένα πεδίο δραστηριοποίησης εξελίσσεται μέσω των τεχνολογιών που εφαρμόζει, άλλο τόσο θα ανακύπτουν νέες περιοχές προς εξερεύνηση. Εάν, από την άλλη, η ροή αυτή εξέλιξης για οποιονδήποτε λόγο ή επιβολή, διακοπεί, αυτό έχει ως συνέπεια τη σταδιακή παρακμή και αποδυνάμωση του πεδίου, πρακτικά τον υποβιβασμό του στην κοινωνία ως κάτι επουσιώδες ή περιττό.

Δε θα ήμουν ειλικρινής αν έλεγα ότι κάτι τέτοιο σήμερα δε συμβαίνει στην αρχιτεκτονική. Παρά ταύτα, είναι σημαντικό ότι τα τελευταία χρόνια στον διεθνή χώρο η αρχιτεκτονική επανεντάσσεται δυναμικά σε αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως διευρυμένο πλαίσιο πολύπλευρης έρευνας και δραστηριοποίησης προσανατολισμένες σε ζητήματα που φαντάζουν σήμερα στην παγκόσμια συνείδηση ως και επιτακτικά: κοινωνικά, περιβαλλοντικά, οικονομικά, πολιτικά, με ιδιαίτερα σύνθετες προεκτάσεις. Με αυτή την έννοια, η αρχιτεκτονική οδεύει προς ανάκτηση της σημασίας και επιρροής της, ως κεντρικός μοχλός βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης με όρους κοινωνικής, οικολογικής, οικονομικής και πολιτισμικής βιωσιμότητας, όπως αυτοί εκδηλώνονται στο διευρυμένο σύστημα διαχείρισης και σχεδιασμού του χώρου.

Σχετικά άρθρα

Με δύο ομιλητές στο TechFuse η Τράπεζα Ηπείρου

Αρχή του τέλους για τα πιστοποιητικά

Techfuse: Συνδέοντας την τεχνολογία και την καινοτομία με τον πολιτισμό