ΑπόψειςΠολιτισμός

«Σφήκες» στο αρχαίο θέατρο Δωδώνης – Σοκαρισμένοι ναι, προσβεβλημένοι καθόλου

Με τόση κατακραυγή και καταδίκη, δεν γινόταν να μην πάμε στους «Σφήκες» του Αριστοφάνη σε ελεύθερη διασκευή και σκηνοθεσία της Λένας Κιτσοπούλου, που ανέβηκαν χθες βράδυ στο αρχαίο θέατρο της Δωδώνης. Και γράψαμε κάτι παραπάνω από δυο λόγια για το πώς μας φάνηκε.

Οι Σφήκες του Αριστοφάνη, η τέταρτη χρονολογικά από τις γνωστές κωμωδίες του, έχουν φαινομενικά κεντρικό τους θέμα τη δικομανία, στην ουσία τους περιπαίζουν την αθηναϊκή δημοκρατία και τους θεσμούς της, όπως συνήθιζε να κάνει άλλωστε ο μεγάλος κωμωδός με διάφορες αφορμές. Προφανώς, δεν είναι από τα δημοφιλή έργα του, που ανεβαίνουν από θεατρικές ομάδες εδώ και δεκαετίες κάθε καλοκαίρι, γι’ αυτό και οι περισσότεροι το ανακαλύψαμε (και κάποιοι μπορεί και να το διαβάσανε, για να σοκαριστούν ακόμη περισσότερο από την ελεύθερη διασκευή του) ελέω Λένας Κιτσοπούλου.

Ο Αριστοφάνης στις κωμωδίες του σατιρίζει συχνά με ακραίο τρόπο κακώς κείμενα, πρόσωπα, γεγονότα. Βωμολοχεί, «κράζει», ενίοτε επιτίθεται εμμέσως και στον θεατή. Γίνεται αλύπητος και ασυγκράτητος, ξεκαρδιστικός και σοκαριστικός. Όλα αυτά σε δόσεις που δοκίμαζαν βίαια τα ήθη και την πολιτική ορθότητα της εποχής του. Σήμερα ο αριστοφάνειος λόγος –στην ακριβή και απόλυτη εκφορά του- δεν προκαλεί γέλιο, σάστισμα ή και εκνευρισμό (ζητούμενα διαχρονικά στη σάτιρα). Γι’ αυτό και, παρότι η πρόθεση και η κεντρική ιδέα κάθε κωμωδίας του μπορεί να παραμένουν επίκαιρες, συχνά οι συντελεστές, που αναλαμβάνουν να τον ανεβάσουν, φέρνουν το κείμενο στα μέτρα της εποχής τους, το κάνουν πιο επιθεωρησιακό, διασκευάζουν την παρωχημένη βωμολοχία, παραποιούν ελαφρώς τα γεγονότα για να τα μπολιάσουν με την τρέχουσα επικαιρότητα.

Η Λένα Κιτσοπούλου, από την άλλη, είναι μια δημιουργός που δεν μασά τα λόγια της, δεν στρογγυλεύει καμιά από τις αιχμηρές γωνίες της σκέψης της. Αγριεύει και θυμώνει, περιγελά και πικραίνεται, σέρνει στον πάτο τους τούς ήρωές της, αλλά τους αγαπά βαθιά, τους φροντίζει και τους παρηγορεί όταν χαμένοι βουλιάζουν στα σκοτάδια τους. Όποιος την έχει διαβάσει ή έχει δει θεατρικές μεταφορές των έργων της, ξέρει.

Με Δούρειο Ίππο, λοιπόν, τους «Σφήκες» του Αριστοφάνη, η Κιτσοπούλου επιχειρεί ένα συνολικό ξεμπρόστιασμα του δηθενισμού, της επιφάνειας, της επιτηδευμένης κουλτούρας, της νωθρότητας, του ατομικισμού, της μεταμφιεσμένης απανθρωπιάς και του φθόνου. Καταπιάνεται με την κατά συρροή κακοποίηση της αισθητικής και της ξεχειλωμένης ηθικής της εποχής μας. Σηκώνει το δάχτυλο και δείχνει πρώτα εαυτόν και μετά όλους τους άλλους. Το κάνει αιρετικά, προκλητικά, με γενναίες δόσεις γλυκόπικρου, πηγαίου, σχεδόν ακατέργαστου χιούμορ. Και την ίδια στιγμή, πριν προλάβει ο θεατής να πάρει βαθιά ανάσα από το γέλιο, την κόβει στην κορύφωσή της με μια σοκαριστική σκηνή ή ένα αναπάντεχα σκληρό και ωμό λόγο. Αλλά αυτή είναι η Κιτσοπούλου.

Οι Σφήκες της δεν ακολουθούν όλο το έργο μέχρι τέλους. Παίρνει κάποια στοιχεία του, δανείζεται σημεία από τον μύθο. Το έργο, που φτιάχνει πάνω σ’ αυτό, είναι διαφορετικό, διατηρώντας όμως τα ποιοτικά, γνήσια χαρακτηριστικά της αρχαίας ελληνικής κωμωδίας. Έντιμη και συνεπής στον καταιγιστικό λόγο της και τις ακρότητές του, δεν χαρίζεται, δεν κατευνάζει, πάει όλο το εγχείρημα μέχρι τέλους –με ρίσκο και κόστος. Ανελέητη στην κοινωνική και πολιτική σάτιρά της. Ακλόνητη στη διακωμώδηση της πνευματικής ζωής και των πνευματικών ταγών της χώρας. Το ίδιο ακριβώς, δίχως να χαμηλώνει, και στον αυτοσαρκασμό της.

Με έναν θίασο καλοκουρδισμένο, που κρατά ψηλά τον παραληρηματικό ρυθμό, τις ευρηματικές διασκευές των σουξέ από τον μοναδικό Νίκο Κυπουργό, τις βιτριολικές ατάκες να εκτοξεύονται προς κάθε κατεύθυνση και τις άγριες στιγμές σε κοινή θέα, η παράσταση «Σφήκες» δεν παίρνει με το καλό τον θεατή, δεν χαμηλώνει για να κατευνάσει και να εξυγιάνει. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, σε μια εποχή που σχεδόν καμιά ιστορία δεν έχει καλό τέλος από όποιον κι αν ειπωθεί;

Υπήρχαν αστοχίες, σημεία βαρετά και προβλεπόμενα; Ασφαλώς, γιατί ακόμη κι ο προκλητικός, αιρετικός λόγος δεν γίνεται να βρίσκεται διαρκώς στα κόκκινα -θα ξεφουσκώσει για να πάρει μια ανάσα. Κι ακόμη κι αν η μανιέρα του δημιουργού είναι προσωπική πατέντα, δεν κινδυνεύει λιγότερο από τις άλλες να γίνει μια παγίδα στην οποία μοιραία θα πέσει και ο ίδιος, όταν καταφεύγει -έστω για το ξαπόσταμα- στη λούπα. Η παράσταση ξεκίνησε πυκνή, σαρωτική, αλλά σταδιακά άρχισε να αραιώνει, να χάνει τη συνοχή της. Έγινε αποσπασματική, μετέωρη σε μερικά σημεία της –ποτέ όμως αμήχανη.

Οι κριτικές, ως τελευταία πράξη της παράστασης

Τα υπόλοιπα που διαβάσαμε τις προηγούμενες μέρες, η αποστροφή και η βδελυγμία που ξεχείλιζαν από κάθε κριτική για την παράσταση και η συλλήβδην ακύρωση της δημιουργού μάλλον γράφτηκαν προς επίρρωση όσων η Κιτσοπούλου αμφισβητεί και χλευάζει στους Σφήκες της. Σαν να είναι η τελευταία πράξη της παράστασής της, μετά την υπόκλιση, αφού σβήσουν τα φώτα. Τι ενόχλησε; Που δεν διατηρήθηκε η καθαρότητα του κουστουμιού, του σκηνικού, της ορχήστρας, του λόγου. Που εξόκειλε η πολιτική ορθότητα και όλα τα συμπαρομαρτούντα. Που δεν πήγαμε σπίτια μας ήσυχοι, πλήρεις και στομωμένοι από γνήσιο, καθαρόαιμο αρχαίου πνεύματος αθάνατου πολιτισμό, αλλά ταπεινωμένοι και σοκαρισμένοι, ακάθαρτοι γιατί δεν φρόντισε προηγούμενα η δημιουργός να μας ηρεμήσει και να ξεπλύνει όλες τις αμαρτίες μας, διά της αναγκαίας κάθαρσης των ηρώων της. Δηλαδή, ματαιωμένοι, αβέβαιοι και νυσταγμένοι, όπως πλείστες φορές έχουμε φύγει από σύγχρονη διδασκαλία (ανέβασμα) αρχαίας τραγωδίας ή κωμωδίας, αλλά δεν τολμάμε να το πούμε, γιατί αυτό που είδαμε (διαβάσαμε μετά στα ΜΜΕ ότι) «συγκλόνισε κοινό και κριτικούς».

Κι αυτό που τα χάσαμε και ταραχτήκαμε με τη βεβήλωση ιερών χώρων, εμποτισμένων από την ύψιστη τέχνη της μίμησης πράξεως σπουδαίας και τελείας και το θείο τάλαντο, λες και δεν έχουμε ποτέ δει στα αρχαία θέατρα της Επιδαύρου και της Δωδώνης καλλιτέχνες να χρησιμοποιούν το κείμενο όχι για να πουν ή να κάνουν τα δικά τους, αλλά για μια χειρότερη, συγκαλυμμένη ιεροσυλία -άρρητη και υποδόρια- να περιφέρουν ναρκισσιστικά τη σπουδαιότητά τους, λέγοντας τα λόγια σωστά μέχρι τελείας, ερμηνεύοντας τα όμως βάναυσα, τυπολατρικά, αυτάρεσκα και άχαρα. Αλλά ενόχλησε η υπερβολή της Κιτσοπούλου, γιατί έψεξε αυτή ακριβώς την υποκρισία, ξεβόλεψε, χάλασε την ομοιογένεια, νόθεψε την κακώς νοούμενη γνησιότητα και δεν άφησε περιθώριο να πούμε (και να γράψουμε) έναν λόγο καλό, από τους τόσους πολλούς που έχουμε στη φαρέτρα των κλισέ και της κοινοτοπίας.

Σχετικά άρθρα

22 χρόνια εργασιών και έπεται συνέχεια

Γεωργία Χαλάτση

Υπεράριθμοι θεατές στο αρχαίο θέατρο Δωδώνης – Όλα τα λάθη έγιναν σωστά

Τιτίκα Τζάλλα

«Μωρή Φύση!» από την ομάδα C. for Circus στο Αρχαίο Θέατρο Δωδώνης