Απόψεις

Ένα κόμμα ανάμεσα στη φαντασίωση και την πραγματικότητα

Η ψυχανάλυση μάς διδάσκει πως, όταν ένα υποκείμενο αρνείται να «διασχίσει τη φαντασίωση» και να συμφιλιωθεί με αυτό που είναι, τότε μόνο προβλήματα προκύπτουν. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα κόμματα που αρνούνται να παραδεχτούν αυτό που είναι και να πράξουν ανάλογα. Γράφει ο ψυχίατρος Νίκος Μπιλανάκης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, μέσα σε εποχές μνημονιακής καταιγίδας, ανέλαβε να εκπροσωπήσει στην Ελλάδα το «όραμα» της μεγάλης «κοινωνικής ανατροπής». Προσφέρθηκε οικειοθελώς να υπερασπιστεί τις κατώτερες τάξεις, να συγκρουστεί με τα συμφέροντα που τις καταδυνάστευαν και να τις οδηγήσει στην κοινωνική χειραφέτηση και στην υλοποίηση του σοσιαλιστικού ονείρου.

Εκείνη την εποχή, μετά το 2010, η ελληνική κοινωνία ζούσε σε συνθήκες κοινωνικής έκπτωσης, ανασφάλειας και έλλειψης προοπτικής. Μέσα της υπόκωφα και προοδευτικά απλωνόταν ένας θυμός που κάποια στιγμή έγινε τόσο δυνατός που τίποτα δεν μπορούσε να τον εκτονώσει. Αυτός ο θυμός δεν στόχευε σε κάτι. Ήταν ένας θυμός που δεν έλπιζε, ένας θυμός που δεν ωφελούσε.  Ένας θυμός τυφλός, παροξυσμικός και αγανακτισμένος, που βασιζόταν μόνο στην απελπισία. Ένας θυμός που δεν επιθυμούσε τίποτα άλλο παρά μόνο να καταστρέψει την πηγή της δυστυχίας του- αληθινή ή φανταστική.

Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και ο υπόλοιπος κόσμος, ήταν και αυτά θυμωμένα. Κάποιοι είχαν θυμώσει στη διαδρομή, άλλοι όμως είχαν γεννηθεί θυμωμένοι. Όλοι μαζί πάντως οι θυμωμένοι, σήκωσαν την αριστερή γροθιά τους στον αέρα και κατασκεύασαν στο μυαλό τους μια ανάλογη «φαντασιακή εικόνα». Υιοθετώντας τα πιο εμβληματικά συγκρουσιακά στοιχεία από την  ιστορία και ιδεολογία της αριστερής παράταξης. Γιατί οι άνθρωποι, ευκολότερα χειρίζονται τις δυσκολίες της ζωής αν φαντασθούν ότι είναι ή ότι μπορούν να γίνουν κάτι διαφορετικό από αυτό που όντως είναι.

Και ο κυρίαρχος δημόσιος λόγος, που τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησαν και αναπαρήγαγαν όλο αυτόν τον καιρό, είχε θυμό και αντιπαράθεση. Ο Πολάκης, που δεν ήταν μόνο πρόσωπο, αποτέλεσε την πιο αντιπροσωπευτική εκφορά του.  Εκφέροντας ένα πολιτικό λόγο τραχύ, τοξικό, χυδαίο. Με εντυπωσιακή ναρκισσιστική αυτοπεποίηθηση, δημαγωγούσε αδίστακτα, κατήγγειλε συνεχώς, πρόβαλλε μονότονα ένα πρωτόγονο μανιχαϊσμό. Η ρητορική του βασιζόταν σε απλές παραδοχές: τη χώρα λυμαίνονται ιδιοτελείς ελίτ (πετσοταϊσμένες)· οι θεσμοί υπηρετούν τους ισχυρούς και πρέπει να αντικατασταθούν από άλλους και οι σύντροφοι από τον ΣΥΡΙΖΑ θα έρθουν ως επανορθωτές των αδικιών («ή εμείς ή αυτοί»). Χωρίς τη μεσολάβηση των ΜΜΕ (βοθροκάναλα). Τόσο απλά και συνθηματολογικά. Και ο λόγος αυτός κέρδιζε μεγαλύτερη μιντιακή προσοχή όσο πιο ξεδιάντροπα εχθροπαθής ήταν η εκφορά του.

Και ο λόγος αυτός ρίζωνε στα χωράφια της Ελλάδας των αγανακτισμένων, που συνέχιζε να εκλαμβάνει τον εαυτό της ως θύμα. Ο εκχυδαϊσμένος λαϊκίστικος αριστερός λόγος πήγε ακόμα παραπέρα: γενικεύει, απλοποιεί, απαξιώνει. Όταν οι θεσμοί (π.χ. Δικαιοσύνη) παράγουν ανεπιθύμητες αποφάσεις, αυτό οφείλεται σε συνωμοσίες του «βαθέος κράτους» (π.χ. η ομόφωνη δικαστική καταδίκη Παππά). Η περίπλοκη θεσμική λειτουργία ταυτίζεται απλοϊκά με συγκεκριμένα πρόσωπα που ελέγχουν, υποτίθεται, «αρμούς της εξουσίας». Και μόνον όταν οι Κακοί εκλείψουν, θα μπορέσει το Καλό, επιτέλους, να θριαμβεύσει! Με αυτό τον τρόπο καλλιεργείται η «νοοτροπία του όχλου», που οφείλει να αναζητήσει εχθρούς για να τους καταστήσει αποδιοπομπαίους τράγους. «Αν δεν καθαρίσουμε από αυτούς, ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΙΩΣ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΦΟΡΑ!!», γράφει πριν από λίγο καιρό ο κ. Πολάκης στον διαδικτυακό λόγο του. Το νοητικό-συναισθηματικό περιβάλλον της εκχυδαϊσμένης αυτής Αριστεράς παρέχει συνθήκες επώασης τρομοκρατίας. Όταν ξέρεις το πρόσωπο του Κακού, ξέρεις και πώς πρέπει να αντιδράσεις. Από τις καταγγελίες κάποιοι θα προχωρήσουν σε μαοϊκού-σταλινικού τύπου προγραφές, και μετά τη σκυτάλη ίσως πάρουν κάποιοι φανατικότεροι και περισσότερο αδίστακτοι για να βάλουν βόμβες στα «βοθροκάναλα» και στα σπίτια των υπό εκκαθάριση μελών του κατεστημένου.

Στο μεταξύ, τα χρόνια περνάνε και η κοινωνία προχώρησε. Και ο θυμός άρχισε να υποχωρεί. Τα στελέχη όμως του ΣΥΡΙΖΑ συνέχισαν να είναι προσκολλημένα στη φαντασιακή «ριζοσπαστική» ταυτότητα που είχαν χτίσει όλο αυτόν τον καιρό. Όμως, όλα απαιτούν ένα μέτρο, απαιτούν οι άνθρωποι να μην βυθίζονται στις φαντασιώσεις τους, να μην τις μπερδεύουν με την πραγματικότητα.

Και αν όλα αυτά μπορεί να έχουν ενδιαφέρον όταν αφορούν τον ατομικό ψυχισμό, όταν αφορούν τη διακυβέρνηση της χώρας απλώς κραυγάζουν «έλλειψη σοβαρότητας».  Η ψυχανάλυση μάς διδάσκει πως, όταν ένα υποκείμενο αρνείται να «διασχίσει τη φαντασίωση» και να συμφιλιωθεί με αυτό που είναι, τότε μόνο προβλήματα προκύπτουν. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα κόμματα που αρνούνται να παραδεχτούν αυτό που είναι και να πράξουν ανάλογα.

Σχετικά άρθρα

Μ. Τζούφη – Σε… άλλον ΣΥΡΙΖΑ ήταν η δέσμευση

Στον απόηχο των προηγούμενων εκλογών και εν αναμονή των επόμενων

Νίκος Μπιλανάκης

ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ.: Σε δέκα εκλογικά κέντρα η ψηφοφορία για τον νέο πρόεδρο

Αποστόλης Τζελέτας