Σε έρευνα του Ινστιτούτου για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή Eteron, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα (τον Απρίλη του 2023), βρέθηκε ότι τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα «απολαμβάνουν» πολύ υψηλά ποσοστά αναξιοπιστίας (88%). Παρόμοια ήταν τα αποτελέσματα που είχαν δημοσιοποιηθεί από την διαΝΕΟσις πέντε χρόνια νωρίτερα, άρα τα ευρήματα δεν είναι τυχαία. Στην έρευνα της διαΝΕΟσις, το 2018, μόλις 7% του ελληνικού πληθυσμού δήλωσε ότι εμπιστεύεται τα πολιτικά κόμματα και μόνο 12% την ελληνική Βουλή. Οι αιτίες για τα ευρήματα αυτά είναι βέβαια πολλές και σχετίζονται με διάφορα χαρακτηριστικά τόσο της γενικότερης σύγχρονης πραγματικότητας, όσο και του εγχώριου πολιτικού συστήματος.
Όσον αφορά το πολιτικό μας σύστημα, κοινός είναι ο τόπος ότι η αναξιοπιστία του συνδέεται με την αναξιοκρατία του. Το πολιτικό μας προσωπικό αποτελείται πολύ συχνά από ανθρώπους επιτήδειους (δηλαδή κατάλληλους, επιδέξιους και ικανούς) που, έχοντας ως κύριο μέλημά τους την συλλογή ψήφων, καταφέρνουν να εκλεγούν και να ξαναεκλεγούν. Και το καταφέρνουν αυτό προβάλλοντας την εικόνα ενός οικείου και έγκυρου πολιτικού υιοθετώντας ως μεθόδους πειθούς την συνεχή παρουσία του σε κοινωνικές εκδηλώσεις αλλά και τις χάρες και τα ρουσφέτια, όπως και την γονυκλισία απέναντι σε ισχυρότερους άλλους, στο σύστημα εξουσίας των οποίων προσδένονται, αναμένοντας σε δεύτερο χρόνο την ανταπόδοση της εύνοιας. Άλλα μέλη του πολιτικού προσωπικού είναι μέλη πολιτικών οικογενειών που, στην βάση κληρονομικού δίκαιου, αποδέχονται την προσφερόμενη πολιτική θέση ή την μεταφέρουν στους απογόνους τους. Άλλοι πάλι είναι γόνοι ιδιαίτερα πλούσιων οικογενειών, μέλη του star system ή με άκρες στα ΜΜΕ. Οι γνώσεις όλων αυτών, τα προσόντα τους, οι ικανότητές τους, συνήθως δεν εξετάζονται και δεν αξιολογούνται, μπαίνουν σε δευτερεύουσα θέση. Και με τον τρόπο αυτόν προκύπτει μια πολιτική τάξη στην Ελλάδα που αποτελείται μεν από ικανούς ανθρώπους στο να εκλέγονται, αλλά που χαρακτηρίζονται στην πλειοψηφία τους από επιφανειακές γνώσεις και ανοχύρωτη σκέψη, από δέσμευση σε άκαμπτες ιδεοληψίες και συμπλεγματικές φαντασιώσεις, που λαμβάνουν αναποτελεσματικές αποφάσεις και στο τέλος αποποιούνται ευθύνες. Κι ας φρονούν οι ίδιοι «πως είναι στα γεμάτα ενδεδειγμένοι για να υπηρετήσουν αυτήν την χώρα, την προσφιλή πατρίδα» (Κ. Καβάφης, «Ας φρόντιζαν»). Επειδή απουσιάζει η αξιοκρατία. Και οδηγείται με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα «α πάει κι όπου βγει»!
Μα, θα αντιγυρίσει κάποιος, η δημοκρατία δεν είναι αξιοκρατική. Η δημοκρατία είναι αντιπροσωπευτική, νομιμοποιεί απλά αυτόν που ασκεί την εξουσία στο όνομα του εκλογικού σώματος, στο όνομα του λαού. Θέλουμε να τροποποιήσουμε τον χαρακτήρα της δημοκρατίας μας, να θέσουμε ως προϋπόθεση του πολιτικού μας συστήματος την αξιοκρατία; Μην ξεχνάμε ότι αυτό έχει ήδη υιοθετηθεί από το Κομμουνιστικό Κόμμα στην Κίνα, και η αξιοκρατία (meritocracy) εκεί έχει γίνει αποδεκτή ως κυρίαρχη πολιτική αρχή, ισχυριζόμενοι ότι με αυτό τον τρόπο οι Κινέζοι θα επιτύχουν τον πλήρη εκσυγχρονισμό της χώρας και θα διασφαλίσουν τη συνεχώς ανερχόμενη ανταγωνιστικότητα της κινεζικής οικονομίας.
Το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ αξιοκρατίας και δημοκρατίας είναι πραγματικό, μεγάλο και διεθνές. Δεν συναντάται μόνο στην πατρίδα μας. Στην Ελλάδα, όμως, το πρόβλημα της αναξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος σχετίζεται ιδιαίτερα με την κομματοκρατία, την υπέρογκη δηλαδή δύναμη που έχουν σωρεύσει για τους εαυτούς τους τα πολιτικά κόμματα, την ίδια στιγμή που δεν έχουν αναπτυχθεί παράλληλα άλλες, αντιρροπιστικές σε αυτά, δυνάμεις. Η διαπίστωση της κομματοκρατίας δεν αποσκοπεί βέβαια στην κατάργηση των κομμάτων, αφού δεν είναι νοητή η ύπαρξή της Δημοκρατίας χωρίς αυτά. Η παραπάνω διαπίστωση οφείλει όμως να μας ωθήσει να μετασχηματίσουμε τα κόμματα, ούτως ώστε αυτά να πάψουν να οικειοποιούνται προς όφελος των ηγετικών τους στελεχών και των ομάδων που τους στηρίζουν, το κράτος και τους θεσμούς του. Να προσπαθήσουμε να μετασχηματίσουμε τα κόμματα ούτως ώστε αυτά να πολιτεύονται προς το συμφέρον της κοινωνίας, ή έστω μιας κοινωνικής τάξης στο πλαίσιο, ωστόσο, ενός συνολικού οράματος για την χώρα -και όχι ως ολιγαρχικές συσσωματώσεις που λυμαίνονται το κράτος και ιδιοποιούνται τον πλούτο (πελατειακό κράτος).
Η πολυπλοκότητα των σύγχρονων υπερτοπικών και δισεπίλυτων προβλημάτων (π.χ. κλιματική αλλαγή, πράσινη ανάπτυξη, τεχνητή νοημοσύνη, μετακινήσεις πληθυσμών, δημογραφικό, κ.λπ.) επιβάλλει όμως σε εμάς τους πολίτες την εκλογή των πλέον άξιων και ικανών πολιτικών. Πολιτικών με ευρύ και συνοπτικό πνεύμα, που να είναι ικανοί να κατανοήσουν τα προβλήματα που θα χειριστούν. Κατανόηση που, για να υπάρξει, απαιτεί και την συνεργασία διάφορων ομάδων άξιων και ικανών επιστημόνων. Δεν μπορεί να υπάρξει πλέον αντιμετώπιση των προβλημάτων χωρίς την βοήθεια της επιστήμης. Η παλαιότερη πεποίθηση ότι οι λύσεις των προβλημάτων είναι αποκλειστικά «πολιτικές» -εννοώντας ότι ο πολιτικός αν έχει την «πολιτική βούληση» μπορεί να κατανοήσει μόνος του το πρόβλημα, να αξιολογήσει τις πιθανές λύσεις και να καταλήξει από μόνος του σε κάποια απόφαση- αποτελεί πλέον επικίνδυνο λαϊκισμό. Η προσέγγιση του οποιουδήποτε σύγχρονου προβλήματος, η κατανόηση της πολυπλοκότητάς του και η επισκόπηση των λύσεων που μπορούν να δοθούν, οφείλουν να βασίζονται σε επιστημονικά δεδομένα, που μόνο ικανοί επιστήμονες μπορούν να συνεισφέρουν. Οι πολιτικές αποφάσεις που σε δεύτερο χρόνο θα κληθεί να λάβει το πολιτικό προσωπικό, εκτός από την ανάγκη να σέβονται το εφικτό, απαιτούν επίσης την ύπαρξη ήθους και ενδιαφέροντος των πολιτικών για την κοινωνία. Και αφοσίωσής τους στην προσπάθεια απομείωσης των επιπτώσεων των παραγόντων εκείνων που συμβάλλουν στη συλλογική δυστυχία. Πολιτικές αποφάσεις που απαιτούν επίσης την δέσμευση σε αρχές και αξίες του ιδεολογικού αφηγήματος που έχει υιοθετήσει η πολιτική παράταξη στα πλαίσια της οποίας οι πολιτικοί έχουν εκλεγεί και δραστηριοποιούνται.
Τόσο στις εκλογές για ανάδειξη διοικήσεων στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (που τα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν είναι τοπικού ενδιαφέροντος και περιορισμένης συνθετότητας) όσο και στις εθνικές εκλογές και στις ευρωεκλογές (με συνθετότερα και πιο δισεπίλυτα προβλήματα), χρειάζονται πολιτικοί άξιοι και ικανοί. Υψηλή πάντως πολιτική δεν μπορούν να κάνουν όλοι οι απλώς άξιοι κι ικανοί. Μπορούν να κάνουν εκείνοι οι εξαιρετικοί άνθρωποι που διαθέτουν επιπλέον προσόντα, όπως έμπνευση, ένστικτο και ανιδιοτέλεια. Έμπνευση που θα τους επιτρέψει να υιοθετήσουν και στο τέλος να συμβολίσουν ρηξικέλευθες κατευθύνσεις για ολόκληρη την κοινωνία. Πολιτικό ένστικτο που θα τους επιτρέψει να διαπεράσουν νικηφόρα τα δεκάδες εμπόδια που θα συναντήσουν στον δρόμο τους για την υλοποίηση του εμπνευσμένου οράματός τους. Ανιδιοτέλεια που θα τους επιτρέψει να ταυτιστούν με τα συμφέροντα του λαού τους και όχι απλώς να επιδιώκουν την ικανοποίηση προσωπικών τους συμφερόντων.
Έχουμε το κατάλληλο πολιτικό προσωπικό να ηγηθεί των αντιπροσωπευτικών μας θεσμών (δημοτικών, περιφερειακών, εθνικών και ευρωπαϊκών) και να επιλύσει τα κοινά μας προβλήματα; Ας απαντήσει ο καθένας όπως νομίζει. Στη δημοκρατία, οι λαοί επιλέγουν τους πολιτικούς τους, στη δημοκρατία οι λαοί είναι υπεύθυνοι για το μέλλον τους! Ας φροντίσουμε, λοιπόν!