Τρίτη άποψη

Ενοχή και κάθαρση

Είμαι τρισυπόστατος. Είμαι ο αισθητός Εγώ, δημιουργημένος τη στιγμή της σύλληψής μου και αντιληπτός από το Σύμπαν, πλην του εαυτού μου. Είμαι ο νοητός Εγώ δημιουργημένος με τη γέννησή μου. Εκείνη τη στιγμή τα εξωτερικά ερεθίσματα πάνω στις αισθήσεις μου που ενδομήτρια ήταν σταθερά, γίνονται ποικίλα, διαρκώς και απρόβλεπτα μεταβαλλόμενα, ενώ τα από μέσα μου παραμένουν σταθερά. Εγώ ο νοητός είμαι άμεσα αντιληπτός αποκλειστικά από εμένα τον ίδιο, ενώ οι άλλοι μπορούν μόνο να με νοούν, να με συμπεραίνουν από τη συμπεριφορά του αισθητού Εγώ μου. Και είμαι ο κοινωνικός Εγώ, δημιουργημένος με μια κοινωνική διαδικασία, βάπτιση, εγγραφή στα δημοτολόγια κλπ.

Ό,τι Εγώ ο νοητός Θέλω, αυτό Εγώ ο αισθητός Κάνω. Ό,τι Εγώ ο αισθητός Κάνω, μπορεί να έρχεται σε αντίθεση με το Θέλω της κοινωνίας. Τον αντίκτυπο αυτής της αντίθεσης τον υφίσταται βέβαια το κοινωνικό Εγώ. Αυτό, μεταφέρει το Θέλω της κοινωνίας στο νοητό Εγώ σαν ανασταλτικό “Πρέπει”. Αν, τελικά, Εγώ ο νοητός επιμένω να Θέλω ό,τι δεν Πρέπει, αισθάνομαι ένοχος, ακόμη και αν δεν προχωρήσω στο αισθητό “Κάνω”. Ο Χριστιανισμός τόνισε αυτή την ενδόμοιχη ενοχή. “Πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ” (Ματθ 5,28).

Η σύγκρουση ανάμεσα στο “Θέλω” και στο “Πρέπει” παίρνει ποικίλες μορφές. Όλα τα ανώτερα τουλάχιστον ζώα διαθέτουν κάποια στοιχειώδη εγκεφαλική λειτουργία, με γνωστικό, συναισθηματικό και βουλητικό στοιχείο. Ο σκύλος γνωρίζει τον κύριό του και η γάτα το σπίτι της. Όταν χαίρονται, ο σκύλος κουνάει την ουρά του και η γάτα γουργουρίζει. Όταν θέλουν να φάνε το εκδηλώνουν με ποικίλους τρόπους. Μόνον ο άνθρωπος διαθέτει δευτεροβάθμια νόηση, δευτεροβάθμια γνώση, συναίσθημα και βούληση. Αυτό σημαίνει ότι γνωρίζω τι ξέρω και τι δεν ξέρω. Ότι λυπάμαι που λυπάμαι ή μπορεί να χαίρομαι που λυπάμαι, όπως η Κασσάνδρα στην Τροία που πρόβλεπε την επερχόμενη καταστροφή κι όταν την είδε θλιβόταν αφάνταστα, αλλά και, παραδόξως, χαιρόταν που βγήκε αληθινή (εγώ τάλεγα!). Και μπορεί κάποιος να θέλει να θέλει, αλλά και να μη θέλει.

Η σύγκρουση μεταξύ του “Θέλω” και του “Πρέπει” μπορεί να γίνεται στα πλαίσια της δευτεροβάθμιας γνώσης, της Συνείδησης ή να την παρακάμπτει και να γίνεται εν αγνοία της στα πλαίσια του δευτεροβάθμιου συμπλέγματος Συναισθήματος και Βούλησης, του Υποσυνειδήτου. Το “Θέλω” του νοητού Εγώ, του Φροϋδικού  Ego έρχεται σε αντίθεση με το “Πρέπει” του κοινωνικού Εγώ, του Φροϋδικού Super-Ego. Αν η σύγκρουση γίνεται παρακάμπτοντας τη δευτεροβάθμια Συνείδηση, προκύπτει η νεύρωση. Αν η σύγκρουση συντελείται στη δευτεροβάθμια Συνείδηση, προκύπτει η ενοχή, που ενδέχεται να οδηγήσει σε κάποιου είδους δευτεροβάθμια κάθαρση, ανακούφιση από ταυτόχρονη θλίψη και χαρά.

Η ενοχή υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους, μέγιστη μετά από φρικτές πράξεις ή ηπιότερη, αν η βούληση έχει μείνει στα πλαίσια του νοητού Εγώ, χωρίς να προχωρήσει σε πράξη του αισθητού Εγώ. Πάντως ενοχή υπάρχει σε όλους μας. Τόσο, που όλοι βαρυνόμαστε από την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος (Γένεση). Τη σύγκρουση την αισθανόμαστε ψυχολογικά ως μεταξύ του θέλω και του πρέπει, τραγικά σαν σύγκρουση μεταξύ ελέου και φόβου. Στην τραγωδία η σύγκρουση περαίνεται με κάθαρση, που σημαίνει περίπου ανακούφιση. Στο Χριστιανισμό περατώθηκε με τη θυσία του Ιησού Χριστού. Οπωσδήποτε, από όποια σκοπιά και αν τη θεωρήσουμε, η ενοχή υπάρχει βέβαια υποχρεωτικά σε όλους μας, αλλά η κοινή άποψη (ή ευχή) είναι ότι μπορεί να καθαρθεί.

Η ενοχή όμως δεν είναι μόνο προσωπική. Μπορεί να είναι και κοινωνική, μεταβιβαζόμενη μάλιστα από γενιά σε γενιά. Το ανήκουστο έγκλημα του Τάνταλου, να σφάξει και μαγειρέψει το γιο του, τον Πέλοπα, για να δοκιμάσει την παντογνωσία των θεών, μεταβιβάστηκε στο γιο του. Κι αυτός, αναγεννημένος από τους θεούς, πρόσφυγας στη φερώνυμη Πελοπόννησο, έκανε τις δικές του ανομίες που μεταβιβάστηκαν στο γιο του, τον Ατρέα. Ένοχος κι αυτός για άλλες ανίερες πράξεις μεταβίβασε την κατάρα στα παιδιά του, Μενέλαο και Αγαμέμνονα, για να καταλήξουν στο γιο του τελευταίου. Παρόμοιες είναι οι ιστορίες στις γενιές όλων των αρχαίων προγόνων μας. Ο Ορέστης, για να αποδώσει δικαιοσύνη για τη δολοφονία του πατέρα του, σκότωσε τη μάνα του. Η αυτοδικία είναι παιδί της ανεπάρκειας δικαιοσύνης. Η κάθαρση ολόκληρης της οικογένειας ήλθε, όταν ο ίδιος ο Ορέστης έφερε τις ενοχές του για κρίση στο δήμο, στο κληρωμένο δικαστήριο του Άρειου Πάγου.

Εμείς, από τότε που γινήκαμε κράτος, κατατρεχόμαστε από ενοχές. Πλήθος από αυτές. Σημειώνω τον εθνικό διχασμό με πρωταγωνιστή το μεγαλύτερο πολιτικό της σύγχρονης Ελλάδας, τον Βενιζέλο. Στερέωσε μια φιλελεύθερη δημοκρατία, αρχικά σε διχαστική αντίθεση με τη βασιλεία και στη συνέχεια με τον κομμουνισμό, ψηφίζοντας το ιδιώνυμο. Στην αναταραχή που προέκυψε, η αποκατάσταση της τάξης με τον Ιωάννη Μεταξά, δεν έφερε την κάθαρση, καθώς κράτησε φυλακισμένους τους κομμουνιστές για να παραδοθούν αργότερα στο ναζισμό για τα περαιτέρω. Η μεγαλειώδης προσπάθεια ενάντια στο φασισμό στην Αλβανία και ενάντια στο ναζισμό με την τοπική αντίσταση, δεν δικαιώθηκε. Η συμμετοχή στην αντίσταση τιμωρήθηκε ανελέητα, ενώ οι συνεργάτες των κατακτητών, που οπλίσθηκαν απ΄ αυτούς, αντί να τιμωρηθούν, δικαιώθηκαν. Ακολούθησε η προσπάθεια για αυτοδικία της αριστεράς με τον εμφύλιο. Αλλά η αυτοδικία, όπως η βεντέτα, όπως η αυτοδικία του Ορέστη, αντί να φέρνει κάθαρση, προσθέτει νέα εγκλήματα που συνεχίζουν τις κοινωνικές ενοχές. Η αυτοδικία, το είπαμε, σημαίνει ανεπάρκεια της δικαιοσύνης, δηλαδή του Δικαίου, δηλαδή της βούλησης των αρχόντων. Η κάθαρση μπορεί να έλθει μόνο σαν δίκη της Ηθικής, της βούλησης του δήμου. Όπως έγινε με τον Ορέστη τελικά στον Άρειο Πάγο. Και απαιτεί τρομακτικές αυτοθυσίες, από ήρωες που παίρνουν τις αμαρτίες των ενόχων στους ώμους τους. Όπως ο Ιησούς έγινε ο αἴρων τς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου“. Στις πολιτικές κοινωνίες, αίρει τις αμαρτίες του κόσμου ο ίδιος ο δήμος, με την ηθική του, όπως εφαρμόζεται από τη δικαιοσύνη αυτού του ίδιου του δήμου, δηλαδή την ηθική. Κάθαρση δεν σημαίνει λήθη. Σημαίνει, αντίθετα, μνήμη συνδυασμένη όμως με συγχώρηση, καθώς η κοινή κρίση δέχεται αναπόδραστη την πράξη που οδήγησε στην ενοχή και το έγκλημα τιμωρήθηκε επαρκώς. Σημαίνει ισορροπία ανάμεσα στο φόβο και τον έλεο, όπως τη βιώνει ο χορός, δηλαδή ο δήμος. Αποκατάσταση της βούλησης του δήμου στην πολιτική και της κρίσης του στη δικαιοσύνη είναι η λύση για τις ομαδικές, εθνικές Ερινύες που μας κυνηγούν.