ΠολιτισμόςΑπόψεις

Ποιητική συλλογή του Γιώργου Κουλιανού «app ελπίς» – Η ελπίδα δεν μπορεί να μην περιλαμβάνει και την απελπισία

Η Κωστούλα Μάκη γράφει για τη νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Κουλιανού «app ελπίς», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Γκοβόστη.

Πριν ξεκινήσω να διαβάζω τα ποιήματα της τρίτης ποιητικής συλλογής του Γιώργου Κουλιανού «App ελπίς» στάθηκα για ώρα στο εξώφυλλό του, σε μια ενεργή προσπάθεια οικειοποίησης και προβληματισμού, διερωτώμενη ποια ζητήματα για τους ποιητικούς μετασχηματισμούς θίγονται εκεί καθώς και για τα όρια της ερμηνείας ανάμεσα στις αινιγματικές ενδείξεις του ποιητή και τις δικές μου αναγνωστικές προσλήψεις. Πραγματολογικά μια ταμπέλα λοιπόν ορίζει με βέλος μια κατεύθυνση που, αν ακολουθηθεί, οδηγεί στο σημείο της app ελπίς. Δηλώνεται επίσης το όνομα του ποιητή και η λογοτεχνική κατάταξη του βιβλίου. Ποίηση.

Τίποτα, ωστόσο, εξαρχής δεν είναι απλό στα ζητήματα που θίγονται  ποιητικοφιλοσοφικά από τον Κουλιανό. Apps είναι οι ηλεκτρονικές εφαρμογές. Και στα σύγχρονα apps σήμερα υπάρχουν άπειρες κατευθυντικές γραμμές ανάλογα με τα ενδιαφέροντα του καθενός. Υπάρχει επίσης διαδικτυακά υπερπληθωρισμός από ποιητικές φωνές, οι οποίες συγκεντρώνονται σε ένα ανταγωνιστικό πεδίο προσπαθώντας να φτάσουν στους αναγνώστες και τις αναγνώστριες.

Ένα άλλο κομβικό στοιχείο είναι η απουσία τόνου και η μίξη αγγλικών και ελληνικών. Το προφανές λογοπαίγνιο που χτίζεται εδώ και διατρέχει, όπως θα δούμε στη συνέχεια, το ποιητικό σώμα του βιβλίου είναι ποια η κατεύθυνση του ποιητή και των ποιημάτων του σε ένα χαοτικό εδώ και τώρα, στο οποίο η πανδημική κρίση συγχέει τα όρια πραγματικού και εικονικού, εγκαθιδρύει το εικονικό στοιχείο στην άλλοτε κοντινή οικειότητα των κοινωνικών συναναστροφών, επιβάλλει συγκεκριμένες κατευθύνσεις για το τι είναι επιτρεπτό και τι όχι. Οι νέες σύνθετες πολιτικές και προσωπικές διασαλεύσεις σημασιοδοτούν επίσης το τοπίο των συναισθηματικών μας αντιδράσεων, αμφιθυμικών, διλημματικών, κοστοβόρων. Πώς ορίζεται η ελπίδα, από ποιους και ποιες σχέσεις έχει με τα συμβάντα των ζωών μας; Χωρίς τόνο ο τίτλος της ποιητικής συλλογής μπορεί να διαβαστεί και αλλιώς. Άπελπις, χωρίς ελπίδες, απελπισμένος. Η έννοια της ελπίδας ή της απελπισίας παραμένει στην ποίηση βιωματική και υλική. Προσμετράται με όρους ύφους, ρυθμού, περιεχομένου, συναισθήματος σε κάθε συγκεκριμένη ποιητική απόπειρα. Παράλληλα η ελπίδα, η απελπισία και οι μεταξύ τους διάλογοι κινητοποιούν θέματα πίστης και οπτικής γωνίας για ό,τι απασχολεί κάθε φορά τους ποιητές. Και αντίστοιχα επιδρούν στις αναγνωστικές προσλήψεις. Αλλά ας γίνω πιο συγκεκριμένη γιατί όσα διαπραγματεύεται ο ποιητής στο βιβλίο του είναι συγκεκριμένα, συναισθηματικά –αν και αιώνια διλημματικά– και «πετυχημένα» ποιητικά όχι μόνο γιατί ο Κουλιανός ξέρει να χειρίζεται επιδέξια τη γλώσσα κατασκευάζοντας το ποιητικό του σύμπαν, αλλά επίσης επειδή καταφέρνει να δημιουργήσει συναισθηματικούς διαλόγους με εμάς και προφανώς να αγγίξει τα δικά μας θέματα με διαλογικούς τρόπους που δεν χαρακτηρίζονται από επιτήδευση.

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ο ποιητής δηλώνει για την κατανόηση της ποίησης: «έχω την αίσθηση ότι καταλαβαίνουμε ό,τι αγαπάμε κυρίως κι όχι ό,τι εξετάζουμε». Η κατανόηση της ποίησης υποστηρίζει ο Γιώργος Κουλιανός περιλαμβάνει απαραίτητα περισσότερο από μια απηχήσεις και οδηγεί σε «μια διαδικασία ιδιότυπης εξημέρωσης» που τελικά συμφιλιώνει τον κόσμο του ποιητή με τον δικό μας.

Ιδιότυπη εξημέρωση, λοιπόν. Η έννοια με βρίσκει σύμφωνη ακριβώς γιατί περνά μέσα από την έννοια των διαρκών αλλαγών και μετασχηματισμών των αναγνώσεων που κάθε φορά φτιάχνουν νέες μετατοπίσεις και συναισθηματικές σημασιοδοτήσεις.

Έχει δύναμη η ποίηση; Αυτό είναι το ερώτημα που μας απευθύνει ο ποιητής. Έχει, είναι η βέβαιη απάντησή μου καθώς ολοκλήρωσα πολλές και διαφορετικές αναγνώσεις των ποιημάτων της νέας συλλογής του. Όχι με όρους γενικούς ακριβώς γιατί είναι ανέφικτο να οριστεί αοριστολογικά η ποίηση, αλλά συγκεκριμένα και πάντα με βάση την προσωπική εμπλοκή στα ποιήματα του βιβλίου.

Τις θεματικές του βιβλίου διατρέχουν ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη ζωή και τον θάνατο, την πίστη και την αμφισβήτηση την ίδια ώρα για τη θέση του θεού στα ανθρώπινα, τοποθετήσεις για τον χρόνο που περνά, την επικοινωνία, τον έρωτα και τις σιωπές του. Παρόντα πρόσωπα του βιβλίου η μητέρα και ο πατέρας, αλλά και ανακατασκευασμένες εκδοχές μυθολογικών και ιστορικών προσώπων: ο Σαούλ, ο Νέρωνας, ο άπιστος Θωμάς, ο Οιδίποδας, ο Τειρεσίας, ο Όμηρος. Οι ποιητικές μεταμυθοπλασίες σε αυτά τα πρόσωπα ορίζεται από τους προβληματισμούς της ποιητικής φωνής του Κουλιανού, ο οποίος αναποδογυρίζει τα δεδομένα καθώς αποπειράται να ορίσει τις αλλαγές στην ταυτότητά του στον χώρο, τον χρόνο, την ιστορία και τις στιγμές της. Παίζοντας, για παράδειγμα, με τις περιπέτειες του Ομήρου, ο Κουλιανός αναφέρει ότι στάθηκε τελικά Όμηρος του εαυτού του, ενώ σε ένα άλλο ποίημα, που απευθύνεται στον Τειρεσία, ζητά τη γνώμη του καταθέτοντας τα προσωπικά του διλήμματα ως προς τις κατασκευές των άλλων για τον εαυτό του, τις δικές του προσδοκίες, τα όρια της γνώσης στις κοινωνικές συναναστροφές:

φοβούμαι μάταια περιμένοντας
Απ’ αυτόν που δίχως γνώση Τειρεσία
με ανέχεται
αφού νόμισε ο ηλίθιος πως είχα.

Η ποιητική τοποθέτηση του Κουλιανού είναι συναισθηματική, γεμάτη προβληματισμό και αμφισβήτηση. Δεν γίνεται όμως ποτέ μελοδραματική. Στο βιβλίο εντοπίζονται διαρκώς ποιητικά ευφυολογήματα που ανατρέπουν τις συνήθεις πεποιθήσεις σε ό,τι αφορά στην ανθρώπινη κατάσταση. Παράλληλα, τεχνολογικοί όροι σκορπίζονται σε πολλά ποιήματα.

Οι συναισθηματικοί οικογενειακοί δεσμοί είναι επίσης παρόντες σε πολλά από τα ποιήματα και χαρακτηρίζονται από πολλές διακυμάνσεις. Είναι έντονοι και πολυεπίπεδοι. Όλα τα πρόσωπα του βιβλίου διαμορφώνουν πολυφωνικά την ανάγκη του Κουλιανού να δει πώς χειριζόμαστε τις ατυχείς στιγμές, τα σκαμπανεβάσματα της τύχης, τις επιθυμίες που δεν εκπληρώνονται απόλυτα, την κακιά ώρα. Στην «Αλλαγή ώρας» ο ποιητής απερίφραστα αποδέχεται τις χαμένες ώρες και το ενδιαφέρον του για μια άλλη ώρα που τον απασχολεί διαρκώς.

Η άλλη με νοιάζει
η γρήγορη, η συνεπής
Που τα ‘χει τετρακόσια
Κείνη η ώρα η κακιά
Που μας κατοικεί

Η κακιά ώρα εγγράφεται και στο πρώτο ποίημα για τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο, στο οποίο θίγεται το ζήτημα του χρόνου ως μνημονική ιστορική διαδικασία και η απόδοση του ρυθμού του στην Τέχνη. Ο Κουλιανός αναφέρεται στα κάδρα των ταινιών του σκηνοθέτη στα οποία ο χρόνος παγώνει για να αναδειχθεί η ιστορική στιγμή των τοπίων και των ανθρώπων και οι δυσκολίες που προκύπτουν. Το θανατηφόρο ατύχημα εν κινήσει οδηγεί στην αναμέτρηση/σούμα με τον Χάρο. Ό,τι δεν είναι εύκολο ορατό στους άλλους, ο Αγγελόπουλος το αποτύπωσε στις ταινίες του, χωρίς να αγνοεί τα αδιέξοδα το τι γίνεται όταν φουντάρεις ενώ κάτω έχει ρέστες κι άγριο φύκι.

Η λάμψη του ψαριού στα μάτια μεταφορά για τα κινηματογραφικά πλάνα εντυπωσιάζει ακόμα και τον Χάρο που σαστίζει με την ψαριά που έρχεται μπροστά του. Μνημονικά τιμώντας τον Αγγελόπουλο, ο ποιητής διαπιστώνει παράλληλα τη διάρκεια της τέχνης που συνεχίζει διαχρονικά.

Η μεταφυσική εμπειρία όσων «επιστρέφουν» στη ζωή και μεταφέρουν τις γνωστές ιστορίες για το τούνελ, όπου άλλοι βλέπουν φως κι άλλοι σκοτάδι στα όρια του πικρού χιούμορ, μεταφέρεται στο ποίημα «Τι τελικά;», όπου ο Κουλιανός διερωτάται:

«Αν φτάσεις όμως στο ταμείο
και πληρώνεις με φως
γιατί αγοράζεις σκοτάδι;»

σπάζοντας έτσι τα δίπολα των μονόπλευρων διαπιστώσεων.

«Μυστήρια εγκατάσταση ο θάνατος» λέει ο ποιητής. Οι σχέσεις ζωής θανάτου και η μεταφυσική της πίστης ορίζουν σε πολλά από τα ποιήματα κριτικούς αναστοχασμούς του Κουλιανού για το τι γίνεται με τους ματαιωμένους βίους και τα ζητήματα πίστης ή -για να το θέσω ευρύτερα- ερωτήματα που εκκινούν από το ποια είναι η θέση του θεού και της αναζήτησής του σήμερα.

Ψάχνοντας τον θεό, ο Κουλιανός δεν τον βρίσκει εύκολα με αποτέλεσμα να ανοίξει την αιρετική διλημματικότητά του και να τον ρωτήσει ευθέως:

Θα κατέβεις λοιπόν για την εργολαβία
Ή θα αρκείσαι σε αορίστως «ίνα κατελθών;»
Αν θελήσεις δε και «κρίναι»
Με τόσα πηγαινέλα σε ζώντας και νεκρούς
ομολογίες, εξηγήσεις, μετάνοιες της τελευταίας στιγμής
Ζήσε Μάη μου…

Ο ποιητής δεν περιμένει ασφαλώς απάντηση, αλλά επικαιροποιεί τη σημασία του εδώ και τώρα στα ανθρώπινα, η οποία δεν παίρνει από μηχανής θεούς, καθώς οι απαντήσεις δεν είναι οριστικές. Ωστόσο οι αναβολές του πραγματικού στις επιθυμίες και τα συμβάντα τον απασχολούν έντονα και δεν αντέχει τους παραλογισμούς και τις σιωπές από τις συνεχόμενες προσποιήσεις.

Παράλληλα ποιητικά ορίζεται η δυσκολία του να συνεχίζεις μετά από οριστικούς αποχωρισμούς και ανακατατάξεις οικείων προσώπων που φεύγουν και δεν γυρίζουν. Κάνοντας ξανά χρήση του πλήκτρου delete του υπολογιστή, ο Κουλιανός αποδέχεται την αδυναμία του να ορίσει νέα μνημονικά τοπία που δεν περιλαμβάνουν αγαπημένα πρόσωπα που έχουν φύγει.

Ώσπου έφυγες κι εσύ
Δύο χρόνια τώρα δίχως delete
Σωσμένο τίποτα από τότε.
[…]
Μονάχα το delete εκείνο
το γλυκό, το ανακλητικό
από τότε που σ’ έχασα και χάθηκαν
των ημερών οι ευκρίνειες
κείνο το ποθητό delete
ακόμα δεν μπορώ να το πατήσω.
Πόσο ευφάνταστες οι λύσεις μας
Να μην επικοινωνούμε […]
Μα υπάρχει μεγαλύτερο ατύχημα
Από τη σιωπή;

Καθώς αρθρώνονται παράπονα-προβληματισμοί που εμπεριέχουν και τις σχάσεις ανάμεσα σε αυτό που μας υποσχέθηκαν και δεν υλοποιήθηκε, στα θέλω, τα πρέπει και το παρόν, ο Κουλιανός συνεχίζει να θίγει ζητήματα διαρκώς και οι ποιητικές του διεκδικήσεις γίνονται και δικές μας.

Στην «Κληρονομικότητα», που πάλι απευθύνεται στον θεό δημιουργό του αψεγάδιαστου Αδάμ, δεν σαρκάζει απλώς την ιδεαλιστική επιθυμία της τελειότητας, αλλά και τον εντοπισμό των μεγάλων στιγμών στις ποιητικές συνθέσεις.

Κάπως έτσι κύριε χάνεται η μεγάλη στιγμή
καθώς σκαρώνω ταπεινά στιχάκια
όπου η περίπτωση μετάλλαξής τους
σε κάτι ειπωμένο ή αγοραία τυπωμένο
παίζει τρελά.

Η αποποίηση ενός ναρκισσιστικού ποιητικού εγώ, ή η φαντασίωση/κατασκευή του δημιουργού που προσπαθεί να «φτάσει» κορυφαία ποιητικά μεγέθη, συνδέεται με σαφείς επιλογές του Γιώργου Κουλιανού στη ζωή και την τέχνη. Ο Κουλιανός γνωρίζει ότι στο σύγχρονο ποιητικό τοπίο οι καλές προθέσεις είναι περιττές. Μπορούν να συμβούν μεταλλάξεις και οικειοποιήσεις που καταλήγουν αγοραίες.

Κι αν ο ίδιος στο ποίημα «Ο λύκος και η πλάνη του» διατυπώνει το ερώτημα: «Μα γιατί ολιγόστιχος ο βίος;» για να απαντήσει λέγοντας: «Για να σε τρώει καλύτερα», σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να κατατάξουμε την ποιητική του Κουλιανού σε απλοποιημένες κατηγοριοποιήσεις που αξιολογούν τις ποιητικές διαδρομές με όρους αισιοδοξίας/απαισιοδοξίας. Θαρρετά, με γλυκόπικρο χιούμορ και παιγνιώδη διάθεση ανατροπής των δεδομένων, ο ποιητής συντηρεί τις δυνατότητες ανοιχτές.

Κι η έντιμη επιβίωση αγέλαστη παρτίδα
Που τελικά δεν χάθηκε
Ίσως γιατί στ’ αλήθεια
Δεν παίχτηκε ποτέ. (Η παρτίδα)

Τίποτα δεν χάνεται επομένως οριστικά, γιατί ποτέ δεν ολοκληρώνεται με απόλυτους όρους κι έτσι οι κακιές ώρες μπορούν ενδεχομένως να ακολουθήσουν άλλες στιγμές, μια και η ελπίδα δεν μπορεί να μην περιλαμβάνει και την απελπισία. Μόνο οι αναφορές στη μία ή την άλλη θα κατέληγαν βάναυσα επιδερμικές και άρα έξω από το ποιητικό τοπίο. Αντίθετα, χαρακτηριστικό της ρουά ματ κίνησης του ποιητή σε αυτό το βιβλίο είναι η συνθετική συνύπαρξη κάθε είδους δίπολου. Αγάπης και μίσους, πίστης και απιστίας, τύχης και ατυχίας, μνήμης και λήθης, μοναξιάς και συντροφικότητας. Οι επαναπροσδιορισμοί τους μπορεί να μην παράγουν κλειστές απαντήσεις, αλλά να ανοίγουν καινούριες ανοιχτές ερωτήσεις που επιτρέπουν τους μετασχηματισμούς ταυτότητας με παιγνιώδη τρόπο, αλλά πάντα σοβαρό και υπό αναίρεση.

Σχετικά άρθρα

«Νόσος των διττών» του Γιώργου Κουλιανού