Απόψεις

Στον κόσμο της Gen Z

Γράφουν οι Νίκος Μπιλανάκης, ψυχίατρος και Γιώργος Μπαξεβάνης, ιατρός σε αναμονή ειδικότητας.

Πρόκειται για άλλους ανθρώπους. Που μιλούν τη δική τους γλώσσα, που συμπεριφέρονται με τρόπο που ξενίζει και οι βασικές επιλογές τους δεν είναι οι αναμενόμενες. Νέοι άνθρωποι που οι οικογένειές τους κοιτούν τα μελαγχολικά μάτια τους με απορία, που μέλη άλλων γενιών δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν μαζί τους και οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας προσπαθούν ασθμαίνοντας να τους κατανοήσουν. Μιλώ για τους νέους ανθρώπους, εκείνους που γεννήθηκαν μεταξύ 1996-2010, αυτούς που διεθνώς ονομάστηκαν γενιά Z, Zoomers ή γενιά του TikTok. Ποιοι είναι, τι θέλουν, τι κουβαλούν στις αποσκευές τους;

Γεννήθηκαν σ’ έναν κόσμο τεχνολογικής καινοτομίας και ευρύτατης χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αποτελούν γέννημα-θρέμμα του Internet, της google, των smartphones. Δεν πιστεύουν καν ότι υπήρχε ζωή  πριν απ’ αυτά. Αυτοαποκαλούνται digital natives. Η γενιά τους θεωρεί την τεχνολογία αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης ζωής, προέκταση του εαυτού της. Γι’ αυτό, άλλωστε, και το 58% από αυτούς δηλώνει ότι δεν αντέχει περισσότερες από τέσσερις ώρες χωρίς Internet. Οι νέοι αυτοί, επίσης, μεγάλωσαν και επηρεάσθηκαν από  τις συνθήκες που επέβαλλαν η παγκόσμια οικονομική ύφεση του 2008 -που στην Ελλάδα συνεχίστηκε με την εγχώρια κρίση για πάνω από δέκα ακόμα χρόνια- και η πανδημία του Covid-19. Και τα δύο αυτά μείζονα ιστορικά γεγονότα, που ανέτρεψαν την επικρατούσα μέχρι τότε σταθερή κατάσταση των πραγμάτων, επέβαλλαν στους νέους αυτούς να αναπτύξουν ρεαλισμό και να αναζητούν οικονομική ασφάλεια στη ζωή τους. Ένα τέταρτο μείζον ιστορικό γεγονός, που μαζί με τα προηγούμενα τούς καθόρισε, είναι ότι οι νέοι αυτοί μεγάλωσαν σε συνθήκες απόλυτης ιδεολογικής κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού.

Οι νέοι αυτοί εκπαιδεύονται πολύ περισσότερο από κάθε προηγούμενη γενιά. Σημειώνουν τα υψηλότερα ποσοστά αποφοίτησης από το Λύκειο, πολλοί κάνουν ανώτατες σπουδές και οι περισσότεροι ακολουθούν και μεταπτυχιακές σπουδές, ενώ υποστηρίζουν τη διά βίου μάθηση και τη συνεχή απόκτηση δεξιοτήτων συμβατών με την αγορά εργασίας. Στα ακαδημαϊκά ιδρύματα που φοιτούν εμποτίζονται από μια ηθική, σύμφωνα με την οποία όσο δύσκολες κι αν είναι οι περιρρέουσες συνθήκες, εάν το άτομο προσπαθήσει αρκετά, στο τέλος θα καταφέρει να διακριθεί και να κερδίσει μια καλή θέση στην παραγωγή. Πολλές φορές αυτή η στάση ζωής εμπλουτίζεται και με στοιχεία αξιακής υπεροχής εκείνων που θα τα «καταφέρουν», ενώ αντίθετα αυτοί που τελικά «θα αποτύχουν» θα αξίζουν μόνο ευθύνη και έντονη ενοχή.

Οι νέοι αυτοί, έχοντας υιοθετήσει τις αρχές μιας προτεσταντικής ηθικής (που πιστεύει στην ατομική αξία και ευθύνη του καθενός, στην αξία της εργασίας κ.ά.) καθώς και τις αρχές της κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης ατομικιστικής ρητορικής, καλούνται να ζήσουν σε ένα τοπίο αφυδατωμένο από αξίες, ιδεολογίες και ήρωες. Λείπουν πλέον τα μεγάλα αφηγήματα των άθεων θρησκειών, δηλαδή των ιδεολογιών εκείνων που,  παρά τα αρνητικά τους στοιχεία, αποτέλεσαν για κάποιους αιώνες την  αόρατη συγκολλητική ουσία που συντηρούσε ενωμένες τις κοινωνικές ομάδες για να πορεύονται στον χρόνο. Οι νέοι αυτοί, σε αντίθεση με τις προηγούμενες γενιές, δεν συντροφεύονται από ήρωες που να δείχνουν τον δρόμο, αφού δεν προορίζονται να φτάσουν σε κάποιο ιερό τόπο, δεν έχουν ένα συγκεκριμένο προορισμό. Μόνοι τους, χωρίς τη συνοδεία μεγάλων αφηγημάτων και ηρώων, χωρίς κάποιον οδικό χάρτη, με έναν ρεαλισμό, που μερικές φορές φτάνει την κυνικότητα, παλεύουν να αντιμετωπίσουν μια ρευστή πραγματικότητα που γεννά συνεχώς καινούργιες προκλήσεις. Χωρίς καμιά σιγουριά ότι θα τα καταφέρουν, ότι το μέλλον τους θα είναι επιτυχές. Πολλές φορές αντίθετα, τους διακατέχει μια αίσθηση ήττας, που οφείλεται στη βεβαιότητά τους ότι δεν υπάρχει μέλλον, όπως τουλάχιστον οι παλαιότεροι το περιέγραφαν. Άλλοι αναπτύσσουν μια νοσταλγία για ένα μέλλον το οποίο ανέμεναν αλλά είναι πλέον φανερό ότι δεν θα υπάρξει ποτέ. Κάτι αντίστοιχο  με τη γερμανική λέξη Fernweh (σε αντίθεση με την Heimweh που είναι η κλασική νοσταλγία), που υποδηλώνει τη νοσταλγία εκείνη που νιώθουμε για τόπους όπου δεν πήγαμε ποτέ, αλλά που θα θέλαμε πολύ κάποτε να τους επισκεφτούμε. Αυτή η απαισιοδοξία και ο προβληματισμός αναδεικνύονται συχνά στα memes που ανταλλάσσουν οι νέοι μεταξύ τους, στα οποία κανείς εύκολα μπορεί να δει σταθερά μοτίβα που εξιστορούν μια διαρκή αβεβαιότητα για το μέλλον και ένα άγχος για την επιτυχή εκπλήρωση των υποχρεώσεων και των προσδοκιών τους. Στοιχεία που αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο η ζωή να είναι μια γενικευμένη ταλαιπωρία ή μια ατέλειωτη καταθλιπτική διαδικασία.

Στη γενιά αυτή δεν αρέσει η σκηνοθετημένη τελειότητα, η φιλτραρισμένη αισθητική του Instagram, κάθε εξιδανικευμένη εκδοχή του εαυτού. Δεν φοβούνται να προβάλουν την ωμή αυθεντικότητά τους, αν και συχνά νιώθουν την έκθεση που επιχειρεί κάποιος κολλητός τους ντροπιαστική (ή «cringe», όπως οι ίδιοι συνηθίζουν να λένε). Συνηθίζουν να αγοράζουν ρούχα από δεύτερο χέρι (στο Depop- όπου ο καθένας μπορεί να πουλήσει τα μεταχειρισμένα ρούχα του) και να παρακολουθούν το  TikTok. Στην πλατφόρμα αυτή, με τα ταχύτατα βιντεάκια των 15 δευτερολέπτων, ανταλλάσσουν μηνύματα και πληροφορίες σύντομα και λιτά. Στις έρευνες παραδέχονται ότι προτιμούν να βρίσκονται με τους φίλους τους μέσω κάποιας συσκευής παρά από κοντά. Ακόμα και όταν βρεθούν στον ίδιο χώρο, τουλάχιστον οι μισοί ομολογούν ότι αυτό που κάνουν είναι να κάθονται σιωπηλοί, καθώς ο καθένας κοιτάζει την οθόνη του κινητού του. Με αυτό τον τρόπο, ένα σημαντικό κομμάτι της καθημερινής ζωντανής ανθρώπινης επικοινωνίας τους έχει αντικατασταθεί από την αποσπασματική επικοινωνία μέσω της συσκευής του κινητού. Πολλές διαφωνίες ή ακόμα και οριστικές ρήξεις γίνονται έτσι μέσα από το κινητό. Σε αυτό το εικονικό περιβάλλον έχουν προκύψει νέες συμπεριφορές όπως π.χ. το ghosting, όπου ένα άτομο με το οποίο μέχρι πρότινος είχες μία σχέση φιλική ή ερωτική, πλέον δεν απαντά στα μηνύματα σου, γίνεσαι γι’ αυτό πλέον αόρατος/τη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και μία νέα κατάληξη που έχει προκύψει στην ιντερνετική γραφή: αντί για το «κάποιος-α-ο»  χρησιμοποιείται ο τύπος «κάποι@», θέλοντας να εκφράσουν έτσι τον τρόπο που οι νέοι αντιλαμβάνονται τα φύλα, μία αμφισβήτηση της κυριαρχίας του αρσενικού αλλά και την ανάγκη πολιτικής ορθότητας στην έκφραση που δεν θα προσβάλει κοινωνικές ομάδες όπως π.χ. ΛΟΑΤΚΙ+. Παρ’ ότι πάντως είναι συνεχώς online και connected, οι νέοι αυτοί νιώθουν μοναχικοί, αγχώδεις και μελαγχολικοί. Πολύ μεγάλο ποσοστό τους, πάνω από το 70% των εφήβων, παραδέχεται ότι τα συναισθήματα αυτά αποτελούν σοβαρά προβλήματα ανάμεσα στους συνομηλίκους τους. Στα θετικά της υπόθεσης είναι ότι η γενιά αυτή σπάει το στίγμα που συνοδεύει την ψυχιατρική παθολογία, αφού οι νέοι αυτοί μιλούν ανοιχτά για τα ψυχιατρικά προβλήματά τους και αναζητούν τη βοήθεια των ειδικών.

Πολλοί Zoomers νιώθουν ότι κληρονόμησαν έναν ήδη κατεστραμμένο πλανήτη και μια οικονομία όπου το παιχνίδι είναι εξαρχής «στημένο» σε βάρος τους: θα πρέπει οι δικοί τους να πληρώσουν έναν σκασμό λεφτά για να σπουδάσουν οι ίδιοι, την ώρα που δεν τους περιμένει τίποτα καλύτερο από μια κακοπληρωμένη θέση εργασίας, μια αγορά όπου τα πάντα κοστίζουν πανάκριβα και μια απλησίαστη γι’ αυτούς αγορά ακινήτων. Οι περισσότεροι, πέρα από την εύλογη οργή και απαισιοδοξία που γεννούν οι παραπάνω διαπιστώσεις, συνεχίζουν να διακατέχονται από κοινωνικές ανησυχίες και προβληματισμούς. Ανησυχούν για την κλιματική αλλαγή, γίνονται vegan αποκηρύσσοντας την κρεατοφαγία με το βαρύ οικολογικό αποτύπωμα, αμφισβητούν τις θρησκείες αναζητώντας διέξοδο στη πνευματικότητα π.χ. yoga, πιστεύουν στην ισότητα των φύλων, εναντιώνονται στον ρατσισμό και την ομοφοβία, δείχνουν μεν περιορισμένη διάθεση καλωσορίσματος των μεταναστών αλλά πλήρη ενσυναίσθηση για τις συνθήκες ζωής που τους χαρακτηρίζουν, συμμετέχουν σε πολιτικά κινήματα όπως το #Metoo ή σε πρωτοβουλίες βασισμένες στα κοινωνικά δίκτυα κ.ά., ωστόσο δεν τρέφουν καμία εμπιστοσύνη στα πολιτικά κόμματα και αισθάνονται αποκλεισμένοι από την κυρίαρχη πολιτική.

Όσον αφορά το σεξ και τις ερωτικές σχέσεις. Πριν από 100 χρόνια, οι νέοι εκείνης της εποχής ερωτεύονταν «για πάντα» (ρομαντικός έρωτας) ή λίγο αργότερα  «α έφτιαχναν» αφήνοντας  τις προκύπτουσες εγκυμοσύνες και τις οικογένειές τους να δείξουν τον δρόμο (ο έρωτας οικογενοποιήθηκε). Τώρα πια, οι σημερινοί νέοι ούτε ερωτεύονται κεραυνοβόλα, ούτε επιδιώκουν να δημιουργήσουν οικογένεια, αφού το ζητούμενο για αυτούς στον έρωτα και το σεξ δεν είναι η σχέση αλλά η εμπειρία. Αυτό που φαίνεται να είναι σημαντικό σε αυτούς -στο θέμα των ερωτικών σχέσεων- είναι να μην δεσμευτούν ολοσχερώς με κάποιον ή κάποια. Θέλουν να είναι με κάποιον ή κάποια, αλλά αυτό να μην τους αποκλείει να είναι ενεργείς με ό,τι άλλο ήθελε προκύψει. Αισθάνονται πως πρέπει να είναι ρευστοί και ευέλικτοι, να διατηρούν ανοικτές τις επιλογές τους και να είναι διαρκώς έτοιμοι να αδράξουν κάθε ευκαιρία που μπορεί να παρουσιαστεί. Ο όρος fomo (fear of missing out) εκφράζει τον φόβο του νέου να μην αποκλειστεί από τη συνάντησή του με κάποιον που μπορεί να θεωρηθεί σημαντικός, να μπορέσει να επωφεληθεί από τις ευκαιρίες που θα του παρουσιαστούν. Το σεξ, αυτό καθ’ αυτό, τους ενδιαφέρει. Η υπεραφθονία που παρατηρείται στην αγορά του περιστασιακού σεξ, είτε μέσω των μηχανών αναζήτησης ερωτικών συντρόφων (Tinder, Hinge, Feeld) είτε με τα one night stand, τους διευκολύνει. Οι σημερινοί νέοι πάντως, έχοντας υποτιμήσει το σεξ σε μια απλή αισθητηριακή απόλαυση, δεν βιάζονται να το γευτούν. Και έτσι, ενώ 30-40 χρόνια πριν, το 50% των εφήβων δήλωναν ότι είχαν κάνει σεξ πριν φτάσουν τα είκοσι, στις μέρες μας το ποσοστό αυτό έχει πέσει κάτω από το 30% (εξ’ ου και καλούνται Puriteens- παραφθορά του puritans).

Η επιτυχής πορεία των νέων στον κόσμο που τους περιμένει δεν μπορεί να διασφαλιστεί για όλους.  Η πρόοδος, που κάποτε αποτελούσε μια σίγουρη προοπτική για τους περισσότερους, έχει μετατραπεί σε μια ρευστή πραγματικότητα, που εύκολα μπορεί να καταλήξει  σε ήττα και αποκλεισμό. Όσοι δεν μπορέσουν να τα καταφέρουν θα καούν, θα αποσυναχθούν, θα αποβληθούν στην περιφέρεια. Περιττοί και πλεονάζοντες πλέον, θα στελεχώσουν τις στρατιές ενός κοινωνικού περιθωρίου που δύσκολα μπορεί να ελπίζει στην επανένταξη του. Άγριοι και αποκλεισμένοι θα τραγουδούν σε ρυθμούς Trap και Drill τραγούδια που θα υμνούν τη βία, τον μισογυνισμό και τον γρήγορο πλουτισμό. Μέσα από τους μηχανισμούς της αγοράς και την προβλητική ταύτιση (μιμητισμό), αυτή η μουσική θα παρεισφρύει και στους «εντός» των τειχών νέους, προετοιμάζοντάς τους να αποδεχτούν και για τους ίδιους μια μελλοντική πορεία αποτυχίας. Κάποιοι άλλοι θα αναζητούν εντόνωση (και όχι εκτόνωση) γεμίζοντας το μέσα τους κενό με οπαδική και συμμοριακή βία, με συγκρούσεις θανάτου κάθε ευκαιρίας.

Κυρίες και κύριοι, νομίζω πως δεν περιέγραψα τίποτα άλλο από τη ρευστή μετανεωτερική πραγματικότητα που εγκαθίσταται και στην Ελλάδα, και την κουβαλούν στις αποσκευές τους οι προθιερείς της, οι νέοι του Tic-toc, η γενιά Z, οι Zoomers.