ΑπόψειςΠολιτισμός

Μια ιστορία ενηλικίωσης με επιρροές από το κίνημα των μπητ

Ο Χρήστος Παπαδόπουλος, ειδικός σύμβουλος του δημάρχου σε θέματα πολιτισμού, γράφει για την ταινία «Οι Αρχάριοι» του Τζούλιεν Τεμπλ, που θα προβληθεί στις Κυριακές στο πανί.

Η νουβέλα του Κόλιν Μακ Ίνες «Οι Αρχάριοι» (Absolute Beginners, 1958) εντάσσεται στο λογοτεχνικό είδος των ιστοριών ενηλικίωσης με εμφανείς επιρροές από το κίνημα των μπητ αλλά και τον «Φύλακα στη σίκαλη» του Σάλιντζερ.

Η μεταφορά του στο κινηματογραφικό πανί από τον Τζούλιεν Τεμπλ ήταν μια μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική αποτυχία την εποχή της πρώτης προβολής του (1986), αλλά είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς ως «περίλαμπρη αποτυχία». Το φιλμ κατακρίθηκε περισσότερο γιατί προσπάθησε να τονίσει όλες τις ανησυχίες του συγγραφέα για την πόλη του, που άλλαζε με τρομακτικό ρυθμό και έγινε μοιραία μια ταινία ευσεβών πόθων με αρκετούς χαρακτήρες να μην εμβαθύνονται αρκετά και έτσι να παραμένουν αναξιοποίητα τα εργαλεία που ο Μακ Ίνες δίνει απλόχερα στον Τεμπλ. Η άνοδος της ποπ κουλτούρας και της σημασίας της στις ζωές των ανθρώπων, η ανοικοδόμηση της πόλης και τα συμφέροντα πίσω της (το λεγόμενο gentrification – ανάπλαση που οδηγεί τοπικές κοινότητες να μετακομίζουν), η άνοδος των εφήβων και των νεαρών ενηλίκων ως μια νέα οικονομική τάξη, ο ρόλος των MME ως εκπροσώπων μιας ελίτ, ο νεο-ναζισμός που ήδη είχε αρχίσει να επανεμφανίζεται, η μετανάστευση, οι δυσκολίες ένταξης και ο καθοδηγούμενος φυλετικός ρατσισμός στα θεμέλια των τοπικών κοινωνιών είναι όλα θέματα που θίγει ο Μακ Ίνες και που μόλις καταφέρνει να αναδείξει ο Τεμπλ.

Το φιλμ προσπαθεί να δώσει όλες αυτές τις κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις της πόλης σε μια οριακή καμπή και μεταμόρφωση, ενώ ταυτόχρονα να παραμείνει μια διασκεδαστική ανάλαφρη πρόταση ώστε να προσελκύσει θεατές. Η αποτυχία του -το 1986- ήταν ότι δεν ήταν αρκετά ανάλαφρο (π.χ. η –έστω χορευτική- αναπαράσταση των πραγματικών φυλετικών συμπλοκών του Νότινγκ Χιλ το 1958 δεν είναι ακριβώς αυτό που κάποιος συνδυάζει με «διασκέδαση»), ούτε όμως αρκετά βαθύ ώστε να θεωρηθεί ένα συμπαγές κοινωνικοπολιτικό σχόλιο.

Η δε απόφαση του Τεμπλ και των παραγωγών να αλλάξουν το τέλος του βιβλίου προς κάτι πιο ρομαντικό με κλείσιμο ματιού στο α λα Χόλιγουντ «happy end», δυσαρέστησε και τους θαυμαστές της νουβέλας. Το βιβλίο τελειώνει με τον ήρωα στο αεροδρόμιο του Χήθροου να προσπαθεί να δραπετεύσει από μια πόλη που δεν αναγνωρίζει πια. Εκεί θα δει οικογένειες μεταναστών να εισέρχονται στη χώρα και ανακαλύπτει την ελπίδα για την ανοικοδόμηση μιας νέας πόλης με πολυφυλετικές κοινότητες που να βασίζονται στην αλληλεγγύη. Το φιλμ, αντίθετα, ακολουθεί περισσότερο την ιστορία του ερωτευμένου πρωταγωνιστικού ζευγαριού να ξανασμίγει, ενώ η πόλη στο βάθος ξεκινά την μακρά προσπάθεια για συμφιλίωση.

Δυστυχώς το βιβλίο, εξ όσων γνωρίζω, δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, παρότι είναι σαφώς πιο επίκαιρο από ότι ο «Φύλακας στη σίκαλη» για παράδειγμα. Το μόνο που μας μένει από το εξαιρετικά ενδιαφέρον σύμπαν του Κόλιν Μακ Ίνες, στην Ελλάδα τουλάχιστον, είναι αυτό το αποτυχημένο εμπορικά φιλμ, που στη σημερινή εποχή όχι μόνο στέκεται αξιοπρεπέστατα, αλλά σχεδόν φωνάζει να το παρακολουθήσουμε με βάση τα καινούρια δεδομένα, που, όπως αποκαλύπτει η σημερινά θέασή του, μόνο καινούρια δεν είναι. Όλα τα θέματα που θίγονται σε βιβλίο και ταινία, παραμένουν αγκάθια, μόνο που τώρα δεν είναι Λονδρέζικα ζητήματα πια αλλά καθολικά.

Η ταινία διασώζεται και λάμπει και από κάτι ακόμη. Είναι φανερό ότι ο σκηνοθέτης της αγαπά και σέβεται τόσο την ιστορία του Μακ Ίνες (παρά την ποιητική αδεία του τέλους) όσο και την πόλη. Δύο δεκαετίες αργότερα και λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Λονδίνο, παρουσιάζει το ντοκιμαντέρ – οδοστρωτήρα «Λονδίνο – Μοντέρνα Βαβυλώνα», ένα φιλμ που αντί να προβάλλει το ιδανικό Λονδίνο στην πορεία του χρόνου, όπως κάνουν όλα τα θεματικά «Ολυμπιακά» φιλμ, εκείνο βουτά και στις δύσκολες στιγμές του. Άλλωστε και αυτές συγκροτούν την ιστορία μιας πόλης, και αυτές ενώνουν τις τοπικές κοινότητες και σχηματίζουν την ταυτότητα – ψηφιδωτό κάθε πόλης. «Οι Αρχάριοι» του Τεμπλ, λοιπόν, σε αυτό το πνεύμα κινούνται και ισορροπούν επιδέξια παρά τις επιταγές και τις οδηγίες της κινηματογραφικής βιομηχανίας.

35 χρόνια μετά την εμπορική και καλλιτεχνική αποτυχία της πρώτης προβολής, ο μοντέρνος θεατής μένει να αναρωτιέται πως ένα καλοφτιαγμένο, σύγχρονο, νευρώδες και εμπορικό μιούζικαλ απέτυχε τότε να συναντηθεί με το κοινό του. Κάθε φιλμ, όμως, είναι και προϊόν της εποχής του. Οι «Αρχάριοι», ας μην ξεχνάμε, κυκλοφόρησαν στα μέσα μιας δεκαετίας, κατά την οποία η Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν πρωθυπουργός της Βρετανίας, ο Ρόναλντ Ρήγκαν Πρόεδρος των ΗΠΑ και το «Τοπ Γκαν» του –Βρετανού επίσης- Τόνυ Σκοτ η ταινία με τις περισσότερες εισπράξεις…

Σχετικά άρθρα

«Οι Αρχάριοι» στις Κυριακές στο πανί