Απόψεις

Η διαρκώς μεταβαλλόμενη έννοια της πατρίδας και οι παρελάσεις

Γράφει ο ψυχίατρος Νίκος Μπιλανάκης.

Στην αρχή ήταν οι πρώτες αιματοσυγγενικές κοινότητες, οι πατριές ή γένη. Με την εγκατάλειψη του νομαδικού βίου και την ανακάλυψη της γεωργίας έρχεται η έννοια της πατρίδος γαίας ή πατρίδος άρουρας, για να υποδηλώσει την μόνιμη συμβιωτική εγκατάσταση των ανθρώπων σε ένα τόπο και τους δεσμούς που αναπτύσσονται μαζί του. Η λέξη πατρίδα, τότε, εννοεί το δέσιμο του ανθρώπου με την πατρική γη, τη γη που αποτελεί τόπο καταγωγής του, θεμελιώδη ορισμό του οικείου του και αξιακή περιχαράκωση της ζωής του. «Ουδέν γλύκιον πατρίδος» τραγουδά στα έπη του ο Όμηρος.

Στην πορεία των χρόνων, μέσα από τα ταξίδια και τους πολέμους, η περιοχή της πατρίδας επεκτάθηκε και έφτασε μερικές φορές να καλύπτει μια ολόκληρη χώρα. Αυτό έφερε χαλάρωση στις μέχρι τότε άμεσες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων της ίδιας πατρίδας, και χρειάστηκε- για να μείνουν οι άνθρωποι υπάκουοι στον ηγεμόνα τους, συνδεδεμένοι μεταξύ τους και να ελεγχθούν οι αντιθέσεις τους- να γεμίσουν τα κενά που δημιουργηθήκαν με ιδανικά, σύμβολα και σημαίες. Και η έννοια της πατρίδας να επενδυθεί από ένα θρησκευτικής υφής αίσθημα ιερότητας και σεβασμού. «Για του Χριστού την πίστη την αγία και της Πατρίδας την ελευθερία» έλεγαν οι ρακένδυτοι Ρωμιοί εκείνης της εποχής, προβάλλοντας τα κοινά που τους ενώνουν.

Σε επόμενες νεότερες εποχές, η κατάκτηση του ορθού λόγου, η εκβιομηχάνιση, η αστυφιλία μετακίνησε τους ανθρώπους από την γη στις πόλεις και η ατομικότητα έλαμψε ως ύψιστη πολιτισμική αξία. Σε αυτή τη νεωτερική εποχή επήλθε και η ολοκληρωτική διάσπαση της παραδοσιακής ενότητας των ανθρώπων. Και η λέξη πατρίδα άρχισε να εννοεί μόνο τον προσωπικό γενέθλιο τόπο, όχι τον πατρογονικό. Υπέπεσε στο επίπεδο της «ιδιαίτερης» πατρίδας, μια πατρίδα αποκλειστικά ατομικής χρήσης, ίχνος στην αυτοβιογραφική ταυτότητα του κάθε εξατομικευμένου νεωτερικού ανθρώπου. Μια πατρίδα που συμπεριλαμβάνει «κάποιο σπίτι που ξυπνά με τα πατήματα της μητέρας, ένα περιβόλι, μια μουριά, ένα ίσκιο, ένα αμπέλι, ένα πλάτανο, κάποια σπουργίτια που χαλνούν τον κόσμο, έναν Άη Νικόλα, ένα βαρκάρη»- όπως λέει ο Σεφέρης-, ένα βίωμα, κάτι άκρως προσωπικό και συγκεκριμένο, κάτι που διατηρείται στη μνήμη.

Σήμερα, ζούμε στην μετανεωτερική εποχή. Μια εποχή που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη υπερεθνικών κρατών, την απεξάρτηση του ατόμου από τις παραδοσιακές σεξουαλικές, πολιτικές και θρησκευτικές ταυτότητες, της μεγάλης κινητικότητας με τις συχνές και μαζικές μεταναστεύσεις, μια εποχή που χαρακτηρίζεται κυρίως από ρευστότητα. Μια ρευστή, ασταθή εποχή, που διάφοροι παράγοντες που δεν μπορούν να ελεγχθούν επενεργούν και μεταβάλλουν την εικόνα της πραγματικότητας, που συνεχώς γλιστράει από τα δάχτυλά μας. Σήμερα, το να γεννηθείς σ’ ένα τόπο και να μεγαλώσεις σε άλλον, ενώ οι γονείς σου κατάγονται από κάπου αλλού, δεν είναι σπάνιο. Πολλές φορές, εκεί στα ξένα, θα κληθείς να χρησιμοποιήσεις την μητρική σου γλώσσα (η γλώσσα είναι πάντα της μητρός) ως πατρίδα, ζητώντας από τις λέξεις σου να θυμούνται και να εννοούν την ιστορία σου, που μπορεί να μην είναι συμβατή με το αλλόγλωσσο νέο περιβάλλον που θα έχεις βρεθεί. Ακόμα περισσότερο, στη σημερινή εποχή, η έννοια της πατρίδας δεν μπορεί να περιορίζεται από το έμφυλο σημασιολογικό δυναμικό που έχει ποτιστεί η λέξη (πατρίς, του πατέρα). Οφείλει να συμπεριλάβει ισότιμα και την κληρονομιά και την συμβολή της μητέρας. Έτσι, η έννοια της πατρίδας στην εποχή μας αλλάζει και διολισθαίνει σε κάτι ακόμα πιο αφηρημένο και πιο ψυχολογοποιημένο. Κάτι που σημαίνει την μνήμη των συναντήσεων με σημαντικούς άλλους που είχαμε κατά το παρελθόν. Η λέξη πατρίδα πλέον εννοεί τον κοινό μας βίο, την κοινότητα μας, την συλλογικότητα μας, την ομάδα μας, τα «εμείς» που βρήκαμε στη ζωή μας. Τα «εμείς» για τα οποία επιπρόσθετα νοιώθουμε νοσταλγία, εκείνη δηλαδή την μελαγχολική επιθυμία να επιστρέψουμε σε «αυτό», στον τόπο που αναφέρονται και ορίζουν οι μνήμες των συναντήσεων μας με τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Κι ας ξέρουμε πως δεν υπάρχει πια το «αυτό» για να γυρίσουμε.

Πατρίδα, έτσι, μπορεί να είναι ένας τόπος π.χ. το χωριό του καθενός όπου βλάστησε η παιδική του ηλικία, ή μια φέτα χρόνου π.χ. η παιδική του ηλικία, ακόμα-ακόμα και η γλώσσα του. Για κάποιους μπορεί να υπάρξουν παραπάνω από μία πατρίδες. Και όλες αυτές οι πατρίδες, να προκαλούν διαφορετική νοσταλγία και καημό. Αλλά να θεωρούνται από αυτόν-ήν πατρίδα! Κάτι ξέρει από αυτά, π.χ., ο Αντετονκούμπο, μα και χιλιάδες πλέον άλλοι σαν τον Αντετονκούμπο.

Οι περιπέτειες στις οποίες θα μπουν διαχειριζόμενοι ο καθένας με τον δικό του τρόπο την πατρίδα τους οδηγούν σε μια ποικιλομορφία καταστάσεων. Άλλοι, σαν τον Αινεία, κουβαλούν όπου πάνε, στη ράχη τους την πατρίδα τους (τον πατέρα τους, τους θεούς τους, τη γλώσσα τους, τις συνήθειές τους). Κι όταν φτάσουν, όπως ο Αινείας στη δική τους Ρώμη, δημιουργούν εκεί μια νέα πατρίδα με τα υλικά της παλαιάς, της Τροίας τους. Άλλοι πάλι, όπου κι αν πάνε, δεν μπορούν να νοιώσουν πουθενά «σπίτι τους». Σαν τον Οδυσσέα, που παρότι επιστρέφει στην Ιθάκη ύστερα από δέκα χρόνια περιπλάνησης του σε θάλασσες και σε στεριές, συνεχίζει να βασανίζεται από ένα «όχι ακόμα» που τον (τους) αναγκάζει να ξαναρχίσει (ξαναρχίσουν) ένα δεύτερο ταξίδι. Ίσως αυτοί να είναι και καλύτεροι αφού -όπως έλεγε και ο Λακάν –«είναι καλό να μη νιώθεις πουθενά σαν στο σπίτι σου, γιατί αυτό είναι το νόημα της ζωής, να επανεφευρίσκεις τη ζωή σου». Για άλλους πάλι, εντελώς διαφορετικά από την περίπτωση του Αινεία και του Οδυσσέα, η πατρίδα τους είναι ένας τόπος που δεν θέλουν πλέον να βρίσκονται. Ακόμα όμως και για αυτούς -όπως λέει ο Κούντερα- «πατρίδα είναι ο τόπος που νοσταλγείς, μια νοσταλγία για κάτι που θα μπορούσε να υπάρξει, έστω κι αν δεν υφίσταται ακόμα».

Πατρίδα, σήμερα, είναι όλα τα σημαντικά «εμείς» που διατηρεί καθένας μέσα του. Όπως συνέβη με τον φίλο μου τον Σ., που ενώ γεννήθηκε στο Βούπερταλ της Γερμανίας από έλληνες μετανάστες γονείς, σπούδασε από τα 12 του χρόνια στην Ελλάδα και από 25ετίας ζει πλέον μόνιμα στο Λονδίνο, θεωρώντας τον εαυτό του Βρετανό υπήκοο. Ή με τον Μ. που ενώ γεννήθηκε στο Χαλέπι της Συρίας, πέρασε αρκετά χρόνια στην Γαλλία και τώρα, εδώ και 17 χρόνια, ζει στην Αθήνα, προσδοκώντας να πάρει την ελληνική υπηκοότητα. Και για τους δύο αυτούς, πατρίδα είναι εκείνα τα «σημαντικά εμείς» του καθενός, προσωπικές μνήμες δηλαδή σημαντικών άλλων, διαφορετικής υφής και συντεταγμένων μεταξύ τους, που τους προσφέρουν καταφύγιο και ασφάλεια, ένα τρόπο να ανήκουν στον κόσμο, ενώ ταυτόχρονα τους υποδεικνύουν το νόημα του κόσμου τούτου. Οι ίδιοι άνθρωποι, ως πολίτες πλέον ενός κράτους που είναι διαφορετικό από αυτό που ο καθένας τους ονομάζει πατρίδα, αναλαμβάνουν επιμεριστικά το δικαίωμα της κυριαρχίας της επικράτειας του κράτους τούτου και την υποχρέωση της υπεράσπισης του αν τυχόν αυτό απειλειθεί. Συγχρόνως μέσα από διαδικασίες εσωτερίκευσης της ιδιότητας του πολίτη, τους δημιουργείται η ανάλογη εθνική ταυτότητα, που προσφέρει και στους ίδιους ένα επιπρόσθετο αίσθημα συμμετοχής σε ένα κοινό προορισμό με τους άλλους.

Η πατρίδα τελικά δεν είναι «οι κάμποι και τ’ άσπαρτα, ψηλά βουνά», δεν είναι ο τόπος του πατρός ή ο γενέθλιος, δεν είναι ιδέα ή ιδανικό για την οποία πρέπει να τρέφουμε θρησκευτικής υφής συναισθήματα ιερότητας και σεβασμού, δεν ταυτίζεται με την εθνική μας ταυτότητα, ούτε με την υπηκοότητα μας. Η πατρίδα είναι το τμήμα εκείνο της μακρόχρονης αυτοβιογραφικής μας μνήμης που αναφέρεται στις πρώτες σημαντικές μας σχέσεις. Μνημονικές εγχαράξεις στην αμυγδαλή, στον έσω προμετωπιαίο φλοιό και στη παραϊπποκάμπεια περιοχή που η διέγερση τους προκαλεί έντονες νοσταλγικές συναισθηματικές αντιδράσεις. Μνήμες που επιτελούν σημαντικότατο υπαρξιακό και ψυχολογικό ρολο στον καθένα μας, ρόλο που έχει κατά το πλείστον διευκρινιστεί από τις νευροεπιστήμες. Μνήμες που συμβάλλουν στο χτίσιμο του εαυτού μας, στη διαμόρφωση της προσωπικής μας ταυτότητες, στην απόκτηση βασικής εμπιστοσύνης στους άλλους, στη κωδικοποίηση του κόσμου και στη νοηματοδότηση της ζωής. Αυτή είναι η αλήθεια. Σήμερα.

Και αφού η πατρίδα είναι κάτι τόσο προσωπικό και εξατομευμενο, πρέπει να υπάρχουν εορτασμοί προς τιμή της πατρίδας; Η απάντηση είναι «ναι». Γιατί οι εθνικές επέτειοι και οι εορτασμοί αυτοί, μαζί με άλλες μεθόδους όπως π.χ. οι παρελάσεις, η ονοματοδοσία οδών και πλατειών, η τοποθέτηση αγαλμάτων στους δημόσιους χώρους, κλπ, εξυπηρετούν κάτι άλλο: το χτίσιμο και την ενίσχυση της συλλογικής μας μνήμης και της συλλογικής ταυτότητας μας. Μια διαδικασία που εξυπηρετεί τόσο τις ανάγκες αυτοσυντήρησης ενός σύγχρονου κράτους αλλά και τις βαθύτερες ψυχολογικές ανάγκες των ανθρώπων. Την ύπαρξη και την συμμετοχή μας σε μια συλλογική ταυτότητα, όλοι μας την αποζητούμε επειδή είμαστε αγελαία όντα. Αναζητούμε να αλληλοαναγνωρισθούμε ως όμοιοι και συμμέτοχοι ευρύτερων ομάδων ανθρώπων. Όλοι μας έχουμε την ανάγκη να αναγνωρίσουμε το πρόσωπο μας στους καθρέπτες που κρατούν τα άλλα άτομα της αγέλης, να γευτούμε την μακαριότητα που προσφέρουν οι ψευδαισθήσεις ομογενοποίησης. Παραγνωρίζοντας ταυτόχρονα την ύπαρξη ή την σημασία κάποιων άλλων χαρακτηριστικών που μας διαφοροποιούν και μας ξεχωρίζουν απ’ αυτούς. Γιατί η μοναξιά και ο ξεχωρισμός είναι δυσάρεστος και αγχογόνος και το «μαζί» και το «ανήκειν» καταπραΰνει και γαληνεύει! Και η αντίφαση ανάμεσα στο ρίζωμα και στον ξεχωρισμό, στο ανήκειν και στην αυτονόμηση, χαρακτηρίζει την περιπέτεια του βίου μας!