Τα πολεμικά γεγονότα των τελευταίων ημερών έστρεψαν -και δικαιολογημένα- το ενδιαφέρον (ίσως) ολόκληρης της ανθρωπότητας σε συγκεκριμένες περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης. Η εισβολή της Ρωσίας σε εδάφη της Ουκρανίας και οι συνεχιζόμενες πολεμικές συρράξεις αποτέλεσαν το αίτιο για τη στροφή του γενικότερου ενδιαφέροντος προς τις δύο μεγαλύτερες, σε έκταση, χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου, ιδίως στη δεύτερη.
Το παγκόσμιο ενδιαφέρον και η προσοχή, όχι μόνον των κρατών που γειτνιάζουν με τις εμπόλεμες χώρες, αλλά και των υπολοίπων κρατών, όπως και των απλών ανθρώπων, εδράζεται σε μια βασική διαπίστωση: ένας πόλεμος με τα σημερινά δεδομένα δεν επιφέρει μόνον καταστροφές και απώλειες στο πεδίο των μαχών, αλλά στο πλαίσιο της γεωπολιτικής και της παγκοσμιοποίησης σε πολλαπλά επίπεδα: στο ανθρωπιστικό (πρόσφυγες), στο οικονομικό (κατάρρευση συστημάτων), στο κοινωνικό (υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου) στο πολιτισμικό (καταστροφή μνημείων) κ.λπ.
Η χώρα μας, λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω διαπιστώσεων αλλά και επιπτώσεων, ασφαλώς και ενδιαφέρεται και παρακολουθεί τις εξελίξεις, ως οφείλει άλλωστε. Ως Έλληνες όμως, και ειδικότερα ως Ηπειρώτες και Γιαννιώτες, πέρα από τους γενικούς λόγους που προανέφερα, έχουμε πολύ συγκεκριμένους και εξειδικευμένους, θα τους αποκαλούσα, λόγους, να δείχνουμε αυξημένο ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα, στα βόρεια της χώρας μας, γεγονότα. Η Ιστορική Γεωγραφία του απώτερου, αλλά και του σχετικά πρόσφατου παρελθόντος, συνιστά μια ισχυρή δικαιολογία.
Μια και μόνο ματιά στον χάρτη και η ανάγνωση των ονομάτων πολλών ουκρανικών πόλεων και περιοχών, Οδησσός, Χερσώνα, Σεβαστούπολη, Μελιτόπολη, Μαριούπολη, Συμφερόπολη και πολλών άλλων, μας οδηγεί στην αναδίφηση της ιστορίας και στη διαχρονική διασύνδεση του Ελληνισμού με τις περιοχές αυτές.
Οι απαρχές των στενών και προαιώνιων δεσμών του Ελληνισμού με τις παρευξείνιες περιοχές ανάγεται στους μυθικούς χρόνους. Λαμβάνοντας αφορμή από τα γεγονότα των ημερών, αξιοποιούμε τις γνώσεις που αποκομίζουμε από την Ιλιάδα και αφορούν στην ταφή του μεγίστου ήρωα του Τρωικού Πολέμου, του Αχιλλέα. Δανειζόμενοι τα λόγια της Θέτιδας, μητέρας του Αχιλλέα, προς τον σύζυγό της Πηλέα, από την Ανδρομάχη του Ευριπίδη «…θα βλέπεις τον πολυαγαπημένο μας Αχιλλέα που “κατοικεί” σε ένα νησί κοντά στη λευκή ακτή στο πέρασμα του Ευξείνου», μεταφερόμαστε στο νησί Λευκή, κατ’ άλλους Οφιούσα ή Φιδονήσι ή νήσος των Μακάρων, ανατολικά των εκβολών του Δούναβη. Αυτό είναι το νησί όπου «ετάφη» ο μυθικός ήρωας Αχιλλέας και αποτέλεσε τόπο προσκυνήματος για τους αρχαίους. Για να έλθουμε χρονικά στα καθ’ ημάς, πρόκειται για το νησί στρατηγικής σημασίας που κατέλαβαν πρόσφατα οι Ρώσοι και αποτελεί έναν από τους πολλούς κρίκους που συνδέουν τον Ελληνισμό με τις παρευξείνιες περιοχές. Το ίδιο βέβαια, για να παραμείνουμε στη Μυθολογία, συμβαίνει και με τον Φρίξο, τους Αργοναύτες και το χρυσόμαλλο δέρας, όπως και με την Ιφιγένεια, την οποία μετέφερε στην Ταυρίδα η θεά Άρτεμις.
Οι εύφορες εκτάσεις της ταυρικής χερσονήσου αποτέλεσαν δέλεαρ για τους αρχαίους Έλληνες ήδη από τον 7ο π.Χ. αι. Ακριβώς στην άκρη της χερσονήσου (σημ. Κριμαίας) ίδρυσαν οι Μιλήσιοι τον 6ο αι. το Ποντικάπαιον (Κερτς) με συνεχή κατοίκηση που ξεπερνά τους 26 αιώνες. Στον ίδιο αιώνα ιδρύονται στην απέναντι ακτή η Φαναγόρεια και η Ερμήνασσα από τους Ίωνες. Αργότερα, τον 5ο αιώνα, ιδρύεται ένα άλλο λιμάνι στα όρια της σημερινής Σεβαστούπολης, η Χερσόνησος.
Βορειότερα στις εκβολές του Δνείπερου (Βορυσθένη για τους αρχαίους), έχει ιδρυθεί η πόλη Όλβια, πλούσια και ευημερούσα, όπως προδίδει το όνομά της. Στα όρια της σημερινής Οδησσού οι Μιλήσιοι, επίσης τον 6ο αιώνα, είχαν ιδρύσει την Τύρα, που θεωρείται η αρχαιότερη πόλη της Ουκρανίας. Ο κατάλογος των ελληνικών αποικιών στη δυτική περιοχή του Ευξείνου Πόντου συμπληρώνεται από τις πόλεις Θεοδοσία (Κριμαία), Νυμφαίο, το Κιμμερικόν, την Άκρα, το Πορθμίον, το Νικώνιον κ.ά., αποδεικνύοντας το ενδιαφέρον και τις σχέσεις μεταξύ του Ελληνισμού της μητροπολιτικής Ελλάδας και των περιοχών του Βόρειου και Δυτικού Ευξείνου Πόντου, μετέπειτα Ουκρανίας και Ρωσίας. Προφανώς οι άποικοι ιδρυτές των πόλεων αυτών δεν διατηρούσαν μόνον απλά οικονομικές και εμπορικές σχέσεις με τις ως άνω περιοχές και τους γηγενείς. Μετέφεραν και διέδωσαν τα αρχέγονα στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού με αποτέλεσμα τον «πολιτιστικό εξελληνισμό» όλων αυτών των περιοχών, κάτι που παραμένει ζωντανό έως τις σημερινές μέρες.
Τα ελληνικά στοιχεία, «ο Ελληνισμός» στην εξελιγμένη του μορφή, διατηρήθηκε στις περιοχές της Ουκρανίας και της Ρωσίας και μεταγενέστερα. Παρά τις πιέσεις και την επίδραση βόρειων φύλων, άντεξε και, με προμαχώνα τη βυζαντινή παρουσία και την ορθοδοξία, κατόρθωσε να επιζήσει και μετά την επικράτηση των Οθωμανών. Μάλιστα το «Πριγκηπάτο της Θεοδωρούς», που ιδρύθηκε το 1204 στα νοτιοδυτικά της Κριμαίας, ήταν το τελευταίο ελληνικό έδαφος που έπεσε στα χέρια των Οθωμανών. Στη συνέχεια, οι εν λόγω περιοχές κατελήφθησαν από τους Ρώσους. Την περίοδο της Μεγάλης Αικατερίνης λαμβάνει χώρα και η αναγκαστική μετακίνηση του ελληνικού στοιχείου της Κριμαίας προς τις στέπες της Αζοφικής βορειότερα (1777). Έτσι προέκυψε η πόλη Μαριούπολη (προς τιμή της Παναγίας), στο σημερινό Ντόνετσκ, στην οποία η πλειοψηφία -περισσότεροι από 100.000- είναι ελληνικής καταγωγής και ελληνόφωνοι.
Οι ουκρανικές και ρωσικές πόλεις έγιναν από τον 16ο-17ο αιώνα το καταφύγιο και ο τόπος δραστηριότητας πολλών Ελλήνων, ιδίως εμπόρων, που όχι μόνον ενίσχυσαν την ελληνική παρουσία εκεί, αλλά κατέστησαν πρωτοπόροι σε πολλούς τομείς, διακρίθηκαν οικονομικά και κοινωνικά κατακτώντας πλούτη, δόξα και διακρίσεις. Το ίδιο και επιφανείς διανοούμενοι και κληρικοί. Υπενθυμίζεται ότι ο Μάξιμος ο Γραικός αγιοποιήθηκε από τους Ρώσους και οι λόγιοι κληρικοί Ευγένιος Βούλγαρης και Νικηφόρος Θεοτόκης διετέλεσαν επίσκοποι Σλαβενίου και Χερσώνας.
Η περίοδος αυτή, καθώς και συγκεκριμένες πόλεις, συνδέονται πολλαπλά με τα Γιάννενα και ευρύτερα με την Ήπειρο και συμμετέχουν άρα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην αφήγησή μας. Είναι η περίοδος κατά την οποία Ηπειρώτες της διασποράς εκπρόσωποι της εμπορικής τάξης μεγαλουργούν σε πόλεις της Ουκρανίας και της Ρωσίας και συμβάλλουν τα μέγιστα στην ευμάρεια των περιοχών αυτών. Στη συνέχεια ή και παράλληλα αναδεικνύονται σε μέγιστους δωρητές και ευεργέτες τόσο για τη χώρα που τους φιλοξενεί όσο και για τη χειμαζόμενη πατρίδα τους. Συγχρόνως ηπειρώτες λόγιοι και διανοούμενοι μεταφέρουν στις περιοχές αυτές της Ανατολικής Ευρώπης και καλλιεργούν τις ιδέες του Διαφωτισμού και -το σημαντικότερο- αναπτύσσεται ο σπόρος της εθνικής Παλιγγενεσίας.
Από τις πολλές πόλεις όπου μεγαλούργησαν Ηπειρώτες της διασποράς, θα περιοριστούμε μόνο σε δύο περιπτώσεις νυν ουκρανικών πόλεων, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την Ήπειρο και με περιώνυμα πρόσωπα συμπολιτών μας, βρίσκονται δε στην επικαιρότητα λόγω των τραγικών γεγονότων που λαμβάνουν χώρα αυτήν την περίοδο στην Ουκρανία, στη Νίζνα και στην Οδησσό.
Η Νίζνα, μια πόλη 126 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της δοκιμαζόμενης ουκρανικής πρωτεύουσας, αποτέλεσε το κέντρο ποικίλων και πολύ επιτυχημένων δραστηριοτήτων από έλληνες εμπορευόμενους. Πόλη κόμβος για τη διακίνηση αγαθών, προσέλκυσε μεταξύ των άλλων και πολλούς Έλληνες, που εγκαταστάθηκαν εκεί. Η ελληνική παροικία ήκμασε γρήγορα, οργανώθηκε, δημιούργησε συλλόγους και σωματεία όπως το «Αδελφάτο της Νίζνας», υφιστάμενο ήδη από το 1696, και δραστηριοποιήθηκε οικονομικά και κοινωνικά με εξαιρετική επιτυχία, πρωτοστατούντων μάλιστα των Ηπειρωτών. Το αποδεικνύει η σύνθεση του Δ.Σ. του Αδελφάτου: από τα 14 ιδρυτικά μέλη του, τα εννέα προέχονται από την περιοχή των Ιωαννίνων. Στα εκλεκτά και περιώνυμα μέλη της ηπειρωτικής παροικίας της Νίζνας περιλαμβάνονται οι Αναστάσιος και Νικόλαος Ζωσιμάς, ο Γεώργιος Ριζάρης, ο Ζώης Καπλάνης, οι Τριαντάφυλλος και Ιωάννης Δομπόλης. Η δράση τους και τα έργα ευποιΐας τόσο στη Νίζνα, όσο, και κυρίως βέβαια, στην υπόδουλη πατρίδα, παραμένουν ως σήμερα φωτεινά δείγματα ευεργεσίας και προσφοράς στην Παιδεία, την Κοινωνία και τον Πολιτισμό. Δεν υπάρχει τομέας στον οποίο να μην προσέφεραν γενναιόδωρα και άνευ ανταλλάγματος τα μέλη της Ζωσιμαίας Αδελφότητας. Ίδρυσαν σχολεία, χρηματοδότησαν εκδόσεις, ανήγειραν εκκλησίες, συντήρησαν φιλανθρωπικά ιδρύματα, Γηροκομεία, Νοσοκομεία, χορήγησαν υποτροφίες, συνέδραμαν φτωχούς και απόρους και τέλος ίδρυσαν και προίκισαν γενναιόδωρα στο διηνεκές την περίφημη «Ζωσιμαία Σχολή». Το ίδιο πλουσιοπάροχα προσέφεραν ηγεμονικές παροχές στη Νίζνα και στη Μόσχα ως ανταπόδοση στη φιλοξενία που τους προσέφερε η δεύτερη πατρίδα τους. Στη Νίζνα μάλιστα τελεύτησαν και ενταφιάστηκαν στο ορθόδοξο κοιμητήριο της πόλης, το οποίο οι ίδιοι δημιούργησαν, οι Αναστάσιος και Νικόλαος Ζωσιμάς.
Επίσης στη Νίζνα έζησαν, έδρασαν και πλούτισαν μέλη της ηπειρωτικής οικογένειας των Ριζάρηδων. Οι Μάνθος και Γεώργιος Ριζάρης δραστηριοποιήθηκαν εκεί εμπορικά και με τη σημαντική περιουσία που απέκτησαν συνέδραμαν ενεργά το έργο της Φιλικής Εταιρείας. Ο Μάνθος μυήθηκε σ’ αυτήν από τον Εμμανουήλ Ξάνθο, συνδέθηκε στενά με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στον αγώνα της απελευθέρωσης και στη συντήρηση των αγωνιστών. Ο Γεώργιος Ριζάρης ήλθε μετά την απελευθέρωση στην Ελλάδα και διέθεσε ολόκληρη την περιουσία των Ριζάρηδων σε κοινωφελή ιδρύματα, στον τόπο καταγωγής τους στο Μονοδέντρι και στην Αθήνα. Μοναδική παραμένει η προσφορά τους στην ίδρυση και λειτουργία της «Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής».
Στην ουκρανική σήμερα Νίζνα «φιλοξενήθηκε» επίσης εμπορικά και έτερος Ηπειρώτης -από το Γραμμένο Ιωαννίνων- ευεργέτης, ο Ζώης Καπλάνης. Συνδεδεμένος στενά με τους υπόλοιπους Έλληνες της διασποράς, ιδιαίτερα με τους συντοπίτες του Ζωσιμάδες, και ακολουθώντας το παράδειγμά τους, διέθεσε ολόκληρη την περιουσία του «επ’ αγαθώ της πατρίδος και του έθνους». Βοήθησε οικονομικά τους δεομένους, προίκισε κορίτσια χρηματοδότησε τη λειτουργία νοσοκομείων, ιερούς ναούς, μοναστήρια. Η μέγιστη ευεργεσία τού αποκαλούμενου «πικροζώη» Καπλάνη αποτέλεσε η ίδρυση και λειτουργία της «Καπλανείου Σχολής», η οποία γαλούχησε χιλιάδες ελληνόπαιδες.
Η Νίζνα για μικρό διάστημα υπήρξε τόπος εγκατάστασης και δραστηριότητας και για τον Ιωάννη Δομπόλη τον γενναίο χρηματοδότη της ίδρυσης του «Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών».
Η δεύτερη πόλη- περιοχή η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία όχι μόνο για τους Ηπειρώτες αλλά για ολόκληρο το ελληνικό έθνος, συνδεδεμένη με την προπαρασκευή, την έναρξη και την έκβαση της Επανάστασης, είναι η Οδησσός, μια φωτεινή εστία του Ελληνισμού στη σημερινή Ουκρανία. Στη πόλη της Οδησσού, την περίοδο της Μεγάλης Αικατερίνης, εγκαταστάθηκαν και δραστηριοποιήθηκαν ενεργά πολλοί Έλληνες. Ορισμένοι, όπως ο Κ. Παπαρρηγόπουλος και ο Αλέξανδρος-Ρίζος Ραγκαβής, σπούδασαν στο περίφημο «Λύκειο Ρισελιέ» της πόλης, άλλοι, όπως ο Γρηγόριος Μαρασλής, εμπορευόμενοι, απέκτησαν τεράστιες περιουσίες και αναδείχθηκαν σε σημαίνοντα πρόσωπα της πόλης. Ο Μαρασλής διετέλεσε Δήμαρχος της Οδησσού για 16 συνεχή χρόνια και μέγας ευεργέτης της, όπως επίσης και του ελληνικού κράτους. Στην Αθήνα ιδρύει τη «Μαράσλειο Βιβλιοθήκη» και το διαχρονικό «Μαράσλειο Διδασκαλείο». Οι Έλληνες της Οδησσού δεν περιορίστηκαν μόνον σε εμπορικές πράξεις, επεδίωξαν και καλλιέργησαν συστηματικά τα ελληνικά γράμματα. Παράδειγμα, προς παίδευσιν των ελληνοπαίδων ιδρύουν την «Ελληνική Εμπορική Σχολή», όπου διδάσκουν εξαιρετικοί δάσκαλοι, όπως ο Γεώργιος Γεννάδιος, ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος και ο Γεώργιος Λασσάνης.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι σ’ αυτήν την ακμάζουσα πόλη επέπρωτο να δημιουργηθεί το 1814 η οργάνωση που αποτέλεσε το λίκνο της Επανάστασης, η «Φιλική Εταιρεία». Και στη συγκεκριμένη περίπτωση η Ήπειρος διατηρεί την πρωτοκαθεδρία: από τα τρία ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας, τους Σκουφά, Τσακάλωφ και Ξάνθο, οι δύο πρώτοι είναι Ηπειρώτες. Έτσι η Οδησσός, με την πράξη αυτή, κατέκτησε πρωτεύουσα θέση στην κατηγορία των πόλεων της Ανατολικής Ευρώπης, που συνδέονται άρρηκτα με τον Ελληνισμό της διασποράς και την ελληνική ομογένεια. Η κατάρρευση (και) του ελληνικού στοιχείου της Οδησσού ήλθε με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Οι περισσότεροι Έλληνες εγκατέλειψαν την πόλη, αφού οι περιουσίες τους δεσμεύτηκαν και τα σχολεία τους έκλεισαν. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και σήμερα παραμένει στην Οδησσό παρόν το ελληνικό πνεύμα και η επίδραση της ελληνικής παρουσίας μέσω των κτισμάτων και των πνευματικών και εικαστικών δημιουργιών, παραπέμποντας στις πάλαι πότε ημέρες δόξας και ακμής.
Αποδεικνύεται μέσω του μικρού αυτού και επίκαιρου αφιερώματος ότι οι σχέσεις μεταξύ του μητροπολιτικού Ελληνισμού και των περιοχών της νυν Ουκρανίας (αλλά και των γειτονικών περιοχών), όπως και των Ελλήνων της ομογένειας εκεί, είναι μακραίωνες, ανθεκτικές στον χρόνο, ισχυρότατες και χαρακτηρίζονται από εξαιρετικές, ένδοξες, ιστορικές στιγμές και πράξεις. Η Ιστορία μπορεί να «ξαναγράφεται» σήμερα στις περιοχές Ουκρανίας-Ρωσίας, και μάλιστα κατά τραγικό τρόπο, οι σελίδες όμως που έγραψε ο Ελληνισμός εκεί και το αποτύπωμα που έχει αφήσει, παραμένουν στο διηνεκές και δεν διαγράφονται «εν μια νυκτί». Ας ευχηθούμε οι Έλληνες της ομογένειας να είναι παρόντες και «αύριο» στις πατρογονικές τους εστίες και να συνεχίσουν να αποτελούν μέρος της Ιστορίας αυτού του τόπου και στο μέλλον.