Απόψεις

Τι χρειαζόμαστε για να υποχωρήσει η φτώχεια και άλλες κοινωνικές ανισότητες

Γράφει ο Δημήτρης Φίλης, οικονομολόγος, μέλος Τμήματος Οικονομικής Πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.

Η ελληνική οικονομία και κοινωνία δοκιμάστηκαν σκληρά από τις πολιτικές των μνημονίων που εφαρμόσθηκαν την προηγούμενη δεκαετία. Η έξοδος από τα μνημόνια η οποία επιτεύχθηκε το έτος 2018 και η ρύθμιση του χρέους με ορίζοντα το 2035 καθώς επίσης και η δημιουργία αποθεματικού 37 δις ευρώ διαμόρφωσαν συνθήκες σταθερής ανάπτυξης της οικονομίας. Ήδη το έτος 2018 η ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας έτρεχε με ρυθμό 1,8 % ενώ το β΄ τρίμηνο του 2019 έτρεχε με ρυθμό 1,9%.

Η πολιτική μεταβολή του 2019 επέφερε την συνέχιση των πολιτικών των μνημονίων υπό τον μανδύα της εθνικής πολιτικής των «μεταρρυθμίσεων», οι οποίες  ανέκοψαν την αναπτυξιακή διαδικασία.

Πριν συνέλθει από την κρίση των μνημονίων η ελληνική οικονομία, ενέσκηψε η πανδημία της COVID19 η οποία προκάλεσε τεράστια προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα παγκοσμίως και έπληξε τα επιμέρους κοινωνικά και οικονομικά συστήματα όλων των χωρών.

Εν συνεχεία και προτού εξαλειφθούν οι αρνητικές συνέπειες της πανδημίας, προέκυψε η επίθεση της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας, η οποία προκάλεσε παγκόσμια ενεργειακή κρίση και κατ’ επέκταση κύμα ακρίβειας σε αγαθά καθημερινής ανάγκης.

Πραγματικά, από το 2020 και εντεύθεν είχαμε οικουμενικές κρίσεις οι οποίες όμως ανέδειξαν πολύ σοβαρά ελλείμματα στις πολιτικές που εφάρμοζε η ελληνική κυβέρνηση υπό τον κ. Μητσοτάκη.

Η πανευρωπαϊκή πρωτιά στους θανάτους από την πανδημία COVID19 δεν οφείλεται από μόνη της στην πανδημία ή σε άλλον εξωτερικό παράγοντα αλλά από ενέργειες ή παραλείψεις του εσωτερικού παράγοντα, δηλαδή της κυβερνητικής πολιτικής. Εδώ συγκεκριμένα αρνητικό ρόλο διαδραμάτισαν οι ελλείψεις σε μονάδες εντατικής θεραπείας, η έλλειψη ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού καθώς και μη τήρηση των μέτρων περιορισμού της εξάπλωσης της πανδημίας.

Τον Σεπτέμβριο ο πληθωρισμός στην χώρας αυξήθηκε με ρυθμό 12,1 % και βρίσκεται πάνω από τον μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε., από τις χειρότερες επιδόσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η ενεργειακή κρίση ασφαλώς διαμορφώνει το νέο κύμα ακρίβειας και πληθωρισμού, όμως την κακή επίδοση σε επίπεδο ΕΕ την διαμορφώνει η πολιτική της Κυβέρνησης διότι επιτρέπει την αισχροκέρδεια και επιδοτεί τα καρτέλ που έχουν γιγαντωθεί στις αγορές ηλεκτρικού ρεύματος, διύλισης και εμπορίας πετρελαιοειδών και των υπεραγορών τροφίμων.

Το κύμα της ακρίβειας δεν πλήττει μόνο τα νοικοκυριά αλλά πλήττει εξίσου σφοδρά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Το κόστος των εφοδίων στις εκμεταλλεύσεις των κτηνοτρόφων της Ηπείρου έχει εκτιναχθεί στα ύψη και σε συνδυασμό με την μείωση της ζήτησης για τα προϊόντα τους από τους καταναλωτές έχει προκαλέσει πρόβλημα επιβίωσης τους.

Ενώ η ελληνική οικονομία το τρέχον έτος τρέχει με ρυθμό ανάπτυξης 5-6% αποκλειστικά λόγω του αυξημένου τουριστικού ρεύματος, ενώ το 2020-2021 διατέθηκαν για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας 50 δις ευρώ  με ισόποση αύξηση του δημοσίου χρέους, η μέση ελληνική οικογένεια αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης όπως πλέον δείχνουν και τα επίσημα στατιστικά στοιχεία.

Τα στοιχεία που προέρχονται από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών της ΕΛΣΤΑΤ και δημοσιεύονται στην πρόσφατη έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, αποκαλύπτουν ότι το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα παραμένει σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (28,3% με βάση τον αναθεωρημένο ορισμό στην Ελλάδα έναντι 22,0% στην Ευρωζώνη το 2021), δηλαδή περίπου 3 εκατομμύρια άτομα, βρέθηκαν στο όριο της φτώχειας το 2021, ποσοστό αυξημένο κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020 (27,4%) για πρώτη φορά αυξημένο από το έτος 2015.Εξόχως σημαντικό στοιχείο που καταδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος είναι το εξής: το ποσοστό των φτωχών νοικοκυριών, 28,3%, προκύπτει μετά τις χορηγήσεις των κοινωνικών επιδομάτων, ενώ χωρίς τα κοινωνικά επιδόματα, το ποσοστό της φτώχειας στην Ελλάδα εκτινάσσεται στο 48,2%!

Ο οίκος αξιολόγησης Moody’sσε πρόσφατη έκθεσή του σημειώνει «Ο ισχυρός τουριστικός τομέας, η εγχώρια κατανάλωση και οι επενδύσεις θα οδηγήσουν σε υγιή αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 5,3% το 2022. Ωστόσο, η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί απότομα στο 1,8% το 2023, καθώς οι υψηλές τιμές της ενέργειας θα τροφοδοτήσουν τις ευρύτερες πιέσεις στις τιμές των προϊόντων και θα αποδυναμώσουν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, ενώ η αύξηση των επιτοκίων θα επιβαρύνει τις επενδύσεις». Δηλαδή, προβλέπεται περαιτέρω δοκιμασία για ελληνικά νοικοκυριά και συνολικά για την ελληνική οικονομία και κοινωνία.

Επιβάλλεται η αλλαγή πολιτικής κατεύθυνσης ώστε να αποφευχθεί η μετατροπής της χώρας ξανά ως ειδική περίπτωση της Ευρώπης, να αποτραπεί η εφαρμογή νέας σκληρής λιτότητας μνημονίου και να εφαρμοστεί πολιτική ανάπτυξης με αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας και την ενίσχυση των εισοδημάτων των εργαζομένων στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα καθώς και των συνταξιούχων. Χρειάζεται μια πολιτική ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους στους τομείς της παιδείας, της υγείας, κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης ώστε να περιοριστούν οι κοινωνικές ανισότητες και να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο των ατόμων.

Χρειάζεται μια σειρά μέτρων όπως αυτά που παρουσίασε στην ΔΕΘ ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Αλέξης Τσίπρας, για την θέσπιση ανώτατου ορίου τιμής λιανικής ηλεκτρικής ενέργειας ανά μεγαβατώρα, την επιβολή διατίμησης στη λιανική φυσικού αερίου και πετρελαιοειδών, την μείωση Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα (πετρέλαιο κίνησης, θέρμανσης, βενζίνη, φυσικό αέριο) στο χαμηλότερο συντελεστή της ΕΕ, την μη καταβολή ΕΦΚ στο αγροτικό πετρέλαιο, την μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα στο 6% και την ενίσχυση των εισοδημάτων μέσω της αύξησης του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ και της θέσπισης μηχανισμού τιμαριθμικής αναπροσαρμογής σε ετήσια βάση για μισθούς ιδιωτικού και δημόσιου τομέα καθώς και την επαναφορά 13ης σύνταξης του 2019, τηναύξηση των συντάξεων όπως ορίζει ο νόμος 4475/2017 και την επιστροφή των αναδρομικών στους συνταξιούχους σε 3 ετήσιες δόσεις.