Φωτογραφία από την παράσταση που είδαμε την Τρίτη το βράδυ
Πολιτισμός

Ο Οδοιπόρος ονειρεύεται πάλι μια καινούρια φορεσιά

Το έργο ξεκινά με σκοτάδι, αναστεναγμούς και τη μελωδία μιας κιθάρας. Την νιώθεις τη ζωή πάνω στη σκηνή, παρόλο που δεν τη βλέπεις. Όμως, δεν είναι ξεκάθαρο, ακόμη κι όταν ανάβουν τα φώτα και μέχρι το τέλος της παράστασης, ποιος από τους ήρωες είναι τελικά ζωντανός και ποιος έχει πεθάνει.

Ο Οδοιπόρος του Παναγιώτη Νούτσου, το ποίημα πάνω στο οποίο βασίστηκε η παράσταση «Θα ονειρεύεσαι πάλι μια καινούρια φορεσιά», δεν προοριζόταν για σκηνική χρήση, όταν γραφόταν για σχεδόν ολόκληρη την ενήλικη ζωή του δημιουργού πριν από κοντά δυο αιώνες. Παρόλο που ο ίδιος έχει γράψει θεατρικά έργα, αυτό εδώ είναι μια έμμετρη σπουδή στην καθαρεύουσα -αρχαΐζουσα σε ορισμένα, σχεδόν δυσνόητα, αποσπάσματά του- και την ίδια στιγμή μία σπαρακτική ωδή στον ματαιωμένο έρωτα, στη σισύφεια πορεία του, στον μοιραίο, μα καθόλου λυτρωτικό, θάνατο δύο εραστών. Και πιο πέρα παρατηρητές, μα και συμπαραστάτες, δύο γυναίκες που τους ακολουθούν ως το τέλος, ανήμπορες να το αποτρέψουν ή να μετριάσουν τη μακάβρια έντασή του και τον αναμενόμενο, μα αφόρητο, πόνο του.

Το κείμενο από μόνο του είναι αποτρεπτικό για τον θεατή. Δεν προσφέρεται, εκ πρώτης όψεως για δραματουργία, παρόλο που το θέμα του διαχρονικά ακουμπά σε πράγματα του καθενός ξεχασμένα ή απωθημένα και επίπονα. Η σκηνοθετική προσέγγισή του, όμως, ήταν ευφυής. Η Ηλέκτρα Ελληνικιώτη άπλωσε σκηνικά λιτά, που έφτιαχναν μια ατμόσφαιρα παρακμής, κάποιες στιγμές και σήψης. Έντυσε με παλιά ρούχα τους ήρωες, όχι τόσο που να μην είναι οικεία στον θεατή, ούτε όμως εντελώς σύγχρονα, ώστε να μην έχουν ανάγκη, τα πρόσωπα που τα φορούν, μια καινούρια φορεσιά. Έβαλε στα λόγια τους σπαραγμό και τους πρόσθεσε όσο συναίσθημα κρυβόταν πίσω από τον τύπο της ορθής εκφοράς τους, την αυστηρότητα της καθαρεύουσας, την ωμότητα καταλήξεων ή και ολόκληρων λέξεων εδώ και χρόνια σε αχρηστία. Όλος αυτός ο πλούτος μιας ξεχασμένης σε πολλούς -άγνωστης σε άλλους- γλώσσας αποδόθηκε από τους πρωταγωνιστές καθαρά, ολόκληρος, χωρίς να χάνεται σε κλεμμένες ανάσες. Ήταν εκεί ακόμη και τις στιγμές της απόγνωσης και της σχεδόν ζωώδους εκτόνωσης. Και έγινε μαγικά οικείος. Σαν να τον μιλούσαμε κάποτε, σαν να αγαπήσαμε και να απελπιστήκαμε σ’ αυτή τη γλώσσα. Οι ερμηνείες ήταν από την πρώτη στιγμή καθηλωτικές, παρόλο που αναμετρούνταν με ένα κείμενο που εύκολα μπορεί να πετάξει έξω ηθοποιούς και θεατές. Η μυρωδιά του θανάτου απλωμένη, αναδυόταν από ένα μεγάλο κουτί που θύμιζε φέρετρο, η διαρκής απειλή του σκοταδιού ανηλεής, η ζωή τρεμόσβηνε στις λάμπες που κρέμονταν πάνω από τα κεφάλια των τεσσάρων ηρώων.

Μας πήρε ώρες να καταλάβουμε τι είχαμε δει. Ακόμη περισσότερες, για να μπορέσουμε να γράψουμε τούτα τα λόγια. Και θα μας πάρει καιρό πολύ να το αφήσουμε πίσω μας και να κάνουμε χώρο σε κάτι άλλο, καινούριο.

Σχετικά άρθρα

Θέατρο με άλλο τρόπο

Νίκος Αλμπανόπουλος

«Caveman» και τη νέα χρονιά

Η δική μας δεσποινίς Μαργαρίτα…

Τιτίκα Τζάλλα