Πετώντας τα άχρηστα κάρβουνα
Πολιτισμός

Λευκό φως στο μαύρο τοπίο

Με αφορμή την έκθεσή του στο Βυζαντινό Μουσείο, ο φωτογράφος Πολυδεύκης Ασωνίτης μιλά στον Η.Α. και στη Γεωργία Σκοπούλη.

Σαν σε ασπρόμαυρη ταινία του Φελίνι ξετυλίγονται μπροστά μας οι φωτογραφίες του Πολυδεύκη Ασωνίτη στην αίθουσα πολλαπλών εκδηλώσεων του Βυζαντινού Μουσείου Ιωαννίνων στο Ίτς Καλέ, με θέμα: Οι Καρβουνιάρηδες της Πίνδου.

Το μαύρο του κάρβουνου, το άσπρο του καπνού και το γκρίζο του ουρανού κατακτούν το χώρο. Από τα χαράματα μέχρι το τέλος της εργασίας, που δεν υπάρχει τέλος παρά μόνο όταν τελειώσει ο Δεκέμβρης για να ξαναρχίσουν τον Μάρτη. Και οι φιγούρες να εναλλάσσονται σαν αερικά μαζί με τα εργαλεία, πάντα σε κίνηση. Δεν μπορείς να πιστέψεις ότι είναι απλά μια φωτογραφία. Νομίζεις ότι είσαι εκεί, στον χώρο, και τους βλέπεις και συμμετέχεις στον αγώνα και στην αγωνία τους να γίνουν όλα όπως πρέπει και στην ώρα τους.

Σε αυτή τη διαδικασία συμμετείχε και ο καλλιτέχνης Πολυδεύκης Ασωνίτης. Έζησε μαζί τους, για μέρες, τους γνώρισε και τον γνώρισαν πολύ καλά. Γιατί έτσι αποκτιέται η εμπιστοσύνη και ανοίγονται οι ψυχές. Γιατί έτσι βγαίνει η αλήθεια. Και ο κ. Ασωνίτης αποτύπωσε την αλήθεια. Και ο κ. Ασωνίτης με αυτές τις φωτογραφίες «έγραψε» λαογραφία, «έγραψε» ιστορία, αποτύπωσε κάτι που σιγά σιγά χάνεται από τον τόπο μας. Και ο κ. Ασωνίτης με χαρά μεγάλη και υπομονή απάντησε στα ερωτήματά μας για την τέχνη της φωτογραφίας, για τα πιστεύω του πάνω στη φωτογραφία και για τους Καρβουνιάρηδες της Πίνδου.

Κύριε Ασωνίτη, θα θέλατε να είστε σκηνοθέτης;

Όχι, δεν μου αρέσει να φτιάχνω στημένες ζωές. Γι αυτό και είμαι φωτογράφος φυσικών σκηνών.

 

Η καλή φωτογραφία είναι καλή ως κατασκευή και ως έκφραση

Και τι είναι φωτογραφία;

Από τα πιο δύσκολα μου βάζετε! Είναι μια διαδικασία οργάνωσης ενός μικροχώρου στον οποίον όλα πρέπει να είναι τακτοποιημένα με έναν ωραίο τρόπο και παράλληλα να αρέσουν στον φωτογράφο και στον θεατή.

Ποιο είναι αυτό το ωραίο;

Αυτό το ωραίο έχει κριτήρια και κανόνες, τους οποίους διατυπώνει η επιστήμη της αισθητικής. Δηλαδή η καλή φωτογραφία πρέπει να είναι καλή ως κατασκευή και ως έκφραση, γιατί η τέχνη γενικά δεν είναι μόνο έκφραση, είναι και κατασκευή. Και εδώ μπαίνουν οι κανόνες. Όπως όταν κάποιος φτιάχνει γεφύρια, παραδοσιακά, στηρίζεται σε κανόνες και σε μια τεχνογνωσία, που μεταβάλλονται από γενιά σε γενιά. Τα κριτήρια είναι διατυπωμένα από πολλούς θεωρητικούς της τέχνης, με πρώτον τον Αριστοτέλη, που τα διατύπωσε στο βιβλίο περί Ποιητικής. Παραδείγματος χάριν, τι ιδέες προβάλλει ο καλλιτέχνης μέσα από μια φωτογραφία και με ποιους τρόπους; Ένα λουλούδι εγώ μπορώ να το αποδώσω-μεταμορφώσω σε σύμβολο, ένας άλλος απλώς σαν λουλούδι. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για μεταμόρφωση, στη δεύτερη για αντιγραφή.

Διδάσκεται η φωτογραφία;

Ναι, αλλά η μάθηση μόνη οδηγεί μεν σε ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα, όχι όμως μοναδικό. Η μοναδικότητα έχει σχέση με την κουλτούρα του φωτογράφου και την πολύχρονη ενασχόλησή του με αυτή την τέχνη.

Και το ταλέντο;

Παίζει ρόλο εάν ένας άνθρωπος έχει οπτική αντίληψη σε μεγάλο βαθμό από μικρός. Σε συνδυασμό με τα παραπάνω θα οδηγήσει σε ένα καλό αποτέλεσμα.

 

Προσπάθησα να βγάλω τον εαυτό μου προς τα έξω

Πώς και ασχοληθήκατε με την τέχνη της φωτογραφίας;

Μετά την πτώση της δικτατορίας, άρχισε η μεγάλη στροφή προς την τέχνη. Στη μουσική, στον κινηματογράφο… Ήταν αυτά που είχαμε, σαν νέοι, στερηθεί στο κοινωνικό και σχολικό κλίμα εκείνης της επταετίας αλλά και πριν. Πώς να εκφραστείς; Προδιάθεση για ζωγραφική δεν είχα. Και η φωτογραφία ήταν το πιο προσιτό και εύκολο μέσο, με ένα κλικ μπορείς να έχεις ένα αποτέλεσμα καλό ή κακό. Και έτσι προσπάθησα να βγάλω τον εαυτό μου προς τα έξω, διότι είχε πολύ περιοριστεί.

Υπήρχε τότε η αγορά των μεταχειρισμένων φωτογραφικών μηχανών και δουλεύαμε με φιλμ. Ως φωτογράφοι, εκείνη τη εποχή, είχαμε την υποχρέωση όλη η διαδικασία λήψης, εμφάνισης και εκτύπωσης να γίνεται από τον ίδιο τον φωτογράφο. Διαφορετικά, η κοινότητα των φωτογράφων δεν σε θεωρούσε φωτογράφο. Τώρα… αρκεί η λήψη της φωτογραφίας και είσαι φωτογράφος! Γι αυτό σήμερα έχουμε μια υπερπαραγωγή φωτογραφιών και αυτή δημιουργεί σύγχυση για το ποια είναι η καλή φωτογραφία.

Τη σπουδάσατε την τέχνη της φωτογραφίας;

Και τη σπούδασα και τη διδάσκω. Ξεκίνησα τη φωτογραφία σαν χόμπι και τη σπούδασα σε τρεις σχολές στην Αθήνα. Έχω συνδυάσει τη φωτογραφία με την τέχνη γενικά, καθώς και με τις σπουδές μου στα παιδαγωγικά: Η διδακτορική μου διατριβή έχει αντικείμενο τη Σημειολογία της Τέχνης· και το μεταπτυχιακό μου στη Σχολή Επιστημών της Τέχνης Ιωαννίνων τη διδασκαλία της εικαστικής αγωγής στα δημοτικά σχολεία. Έχω διδάξει φωτογραφία στο ΤΕΙ Αθήνας και σε όλα τα ΔΙΕΚ της Ηπείρου. Και σήμερα διδάσκω σε φωτογραφικές ομάδες και συλλόγους σε όλη την Ελλάδα.

Οι άλλες σας σπουδές, στη Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στο τμήμα Φ.Π.Ψ της Φιλοσοφικής Σχολής του πανεπιστημίου Ιωαννίνων, σας βόηθησαν στη διαμόρφωση αυτής της κουλτούρας, όπως είπατε, που χρειάζεται ο καλλιτέχνης για να έχει ένα μοναδικό αποτέλεσμα;

Πάρα πολύ! Γιατί όσο εμβαθύνει κάποιος σε περισσότερα γνωστικά αντικείμενα και επιστημονικούς τομείς, τόσο βελτιώνει τα εργαλεία ανάλυσης της κοινωνικής δομής.

Ας έρθουμε, λοιπόν, στην έκθεση και στα Γρεβενά, σε ένα από τα τελευταία καμίνια παρασκευής κάρβουνου.  Υπάρχουν στην Ήπειρο παρόμοια;

Είναι ένα από τα μοναδικά παραδοσιακά καμίνια της Δυτικής Μακεδονίας. Βρίσκεται στην Πίνδο, δίπλα στο χωριό Μαυραναίοι. Ανήκει στον Ιωάννη Παπαλάμπρο. Συνεχίζει την παράδοση, που κληρονόμησε από τον πατέρα του τον Παναγιώτη, ο οποίος ήταν μαραγκός, και ένα εργατικό ατύχημα τον ανάγκασε να στραφεί προς την κοπή και το εμπόριο ξυλείας. Στην Ήπειρο υπάρχουν δυο καμίνια ένα στο Ελληνικό, κοντά στο μουσείο του Θόδωρου Παπαγιάννη, και ένα προς την Άρτα. Επέλεξα αυτό των Γρεβενών, γιατί είναι το μεγαλύτερο σε ύψος, τέσσερα μέτρα, και αυτό βοηθάει στη φωτογράφηση για να αναδειχθούν οι μορφές. Έχει δε διάμετρο 15 μέτρα.

 

Έζησα όλη τη διαδικασία παρασκευής του κάρβουνου. Το πιο σημαντικό ήταν η επαφή με τους ανθρώπους εκεί

Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να φωτογραφίσετε ένα καμίνι;

Ήταν από παλιά ένα μυστήριο για μένα ο καπνός, που έβγαζαν τα κάρβουνα. Δύσκολα διακρίνεις τις μορφές των ανθρώπων πίσω από τον καπνό και αυτό δημιουργεί μια αινιγματικότητα στη φωτογραφία, που την κάνει πιο ελκυστική.

Εγώ, σαν φωτογράφος, για τον θεατή δουλεύω. Εγώ το ζω τη στιγμή που το φωτογραφίζω, ο θεατής θα ζήσει περισσότερο την αινιγματικότητα, η οποία δημιουργεί την περιέργεια και θα ενεργοποιήσει την αντίληψη για το τι κρύβεται πίσω από τον καπνό. Αναρωτήθηκα λοιπόν αν υπάρχουν ακόμα καμίνια. Και βρήκα αυτό των Γρεβενών.

Πήγατε εκεί; Πόσο κράτησε η φωτογράφηση;

Η φωτογράφηση δεν κράτησε μια μέρα. Δεν μπορούσα αυτό να το κάνω! Πρέπει να κοιτάς και να ξανακοιτάς. Κράτησε πολλές μέρες εκείνο το φθινόπωρο του 2018.

Και αποφασίσατε να το ζήσετε.

Δεν γινόταν διαφορετικά. Έπρεπε να μένεις εκεί, γιατί μπορεί να αλλάξεις και τον αρχικό τρόπο φωτογράφησης όταν διαπιστώσεις ότι δεν αποδίδει. Και εδώ φαίνεται το αποτέλεσμα. Δεν αρκεί να επισκεφτείς τον χώρο και απλά να τον φωτογραφίσεις. Εγώ έζησα όλη τη διαδικασία παρασκευής του κάρβουνου. Από το ξεφόρτωμα των ξύλων και το στήσιμο των καμινιών μέχρι τη συσκευασία του κάρβουνου στα τσουβάλια. Σκύβοντας, όπως και οι άνθρωποι αυτοί στα κάρβουνα, ανεβαίνοντας μαζί τους στα καμίνια, αναπνέοντας τον καπνό του καμινιού μαζί τους. Προσπάθησα να αποδώσω όσο μπορούσα πιο ζωντανά την ατμόσφαιρα της εργασίας, που επιτελούσαν, τον χαρακτήρα και την ψυχοσύνθεσή τους. Ναι, το πιο σημαντικό πράγμα, που με βοήθησε στη φωτογράφηση, ήταν η επαφή με τους ανθρώπους!

Εντυπωσιακό είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι πολλοί φιλόξενοι. Με καλοδέχτηκαν, έφαγα μαζί τους, ήπια μαζί τους, και κοιμήθηκα εκεί, κοντά τους.

Πώς είναι το περιβάλλον;

Συναρπαστικό! Έντεκα ψηλά καμίνια να καπνίζουν ταυτόχρονα, να συνδιαλέγεται το μαύρο του κάρβουνου με το μπλε του ουρανού και τα’ άσπρα σύννεφα! Να συνδυάζονται τα γεωμετρικά σχήματα, μια μεγάλη αλάνα, ο κύκλος με το τρίγωνο, η πυραμίδα. Νομίζεις ότι είσαι στις πυραμίδες της Αιγύπτου και από την άλλη στον Όλυμπο. Σε πάει στην ιστορία από την μια και στην μυθολογία από την άλλη.

 

Λευκό φως σε μαύρο τοπίο

Οι άνθρωποι που εργάζονται εκεί από πού είναι;

Είναι εφτά άτομα και είναι από την Αλβανία, από την περιοχή της Κορυτσάς. Αρχίζουν τη δουλειά τους από τις αρχές του Μαρτίου και τελειώνουν τέλος Δεκεμβρίου. Υπάρχουν βάρδιες όλο το εικοσιτετράωρο, από στιγμή σε στιγμή κινδυνεύει να καταστραφεί η δουλειά μιας βδομάδας… Μένουν σε παραπήγματα, ζεσταίνονται με ξυλόσομπες, μαγειρεύουν σε παλιές μασίνες. Όλα τριγύρω τους είναι μαύρα κατάμαυρα. Λες και το μαύρο τούς προστατεύει από το κρύο και τη ζέστη. Είναι πολύ φιλότιμοι και εργατικοί. Είναι λευκό φως στο μαύρο τοπίο.

 

Στα Κολχόζ του Χότζα έμαθαν τη δουλειά

Πώς έμαθαν τη δουλειά;

Οι δυο πιο μεγάλοι εργάτες, που εργάζονται για τον κ. Παπαλάμπρο πάνω από 20 χρόνια, είναι και οι βασικοί του εργάτες, σιγά-σιγά έρχονται και τα παιδιά τους. Γνωρίζουν πολύ καλά τη διαδικασία παραγωγής του κάρβουνου, γιατί το έμαθαν επί Χότζα στα Κολχόζ. Αυτό δεν σπουδάζεται, πρέπει να δουλέψεις στον χώρο να τη ζήσεις αυτή τη δουλειά, μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά. Έχει τόσα μυστικά!

Μοιάζει σαν να γυρίσατε μια ταινία…

Το βλέπετε έτσι, επειδή υπάρχει μια συνέχεια στην παράθεση των φωτογραφιών, οι οποίες καλύπτουν όλες τις φάσεις της διαδικασίας παραγωγής του κάρβουνου.

 

Ο άνθρωπος και η εργασία του είναι που αυτό με ενδιαφέρει…

Στην ομιλία του, στα εγκαίνια της έκθεσης, ο κ. Νιτσιάκος είπε ότι υπηρετείτε την τέχνη της φωτογραφίας με έναν ανθρωποκεντρικό τρόπο και ότι η δουλειά σας αυτή είναι μια σημαντική εθνογραφική κατάθεση…

Ναι, έτσι είναι. Ο άνθρωπος και η εργασία του είναι, τα τελευταία χρόνια, αυτό που με ενδιαφέρει. Να εκτιμήσουμε πράγματα, που τα είχαμε ξεχάσει. Πράγματι έχει εθνογραφικό ενδιαφέρον λόγω των εργαζόμενων Αλβανών εκεί. Αναδεικνύεται περισσότερο το κομμάτι της λαογραφίας, διότι όλη η διαδικασία γίνεται όπως τα παλιά χρόνια, χειρωνακτικά, χωρίς μηχανήματα, μόνο τσουγκράνα, αξίνα, φτυάρι. Η δε καύση γίνεται έξω, με φυσικό τρόπο, και όχι σε κλίβανους· και χωρίς χημικές διεργασίες.

Πού πρωτοπαρουσιάστηκε η έκθεση;

Στο Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης, με πρόταση του κ. Βασίλη Νιτσιάκου, καθηγητή Κοινωνικής Λαογραφίας στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, ο οποίος είναι και πρόεδρος του μουσείου, και τον ευχαριστώ πάρα πολύ. Ευχαριστώ και τις επιμελήτριες Ελένη Μπίντση, Ελένη Κωτσαμποπούλου, Σοφία Κίγκα, καθώς και το Παναγιώτη Τσιγκούλη, που βοήθησαν στην επιμέλεια και στο στήσιμο της έκθεσης στη Θεσσαλονίκη και στα Γιάννενα. Χωρίς όμως το ενδιαφέρον του κ. Σουέρεφ, έφορου αρχαιοτήτων και διευθυντή του Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων, δεν ξέρω αν θα μεταφερόταν εδώ, στην πόλη μας, η έκθεση. Ας δεχτεί τις ευχαριστίες μου.

Και… μια προσωπική ερώτηση. Πώς προέκυψε το όνομα Πολυδεύκης;

Α! Το έφερε ο παππούς μου από την Κέρκυρα. Όταν ήρθε γαμπρός στα Γιάννενα, οι Γιαννιώτες του είπαν «Τι πα να πει Πολυδεύκης; Μήτσο θα σε φωνάζουμε». Και τον φώναζαν Μήτσο!

Ο Νάρντι Γκέκο στην κορυφή του υψηλότερου καμινιού (τέσσερα μέτρα) ρυθμίζει την καύση των ξύλων.

Τα στάδια της δουλειάς

  1. Ξεφόρτωμα των ξύλων για την καύση τους στον χώρο των καμινιών.
  2. Δημιουργία του καμινιού. Τα ξύλα διατάσσονται σε πυραμοειδή διάταξη και σκεπάζονται με χώμα και άχυρο για την ατελή καύση τους.
  3. Ανάβονται τα ξύλα από τη βάση του καμινιού.
  4. Το χώμα βρέχεται για να μειωθεί η θερμοκρασία.
  5. Το χώμα σκεπάζεται με νάιλον για να περιοριστεί η καύση.
  6. Ρυθμίζεται η καύση από ένα άνοιγμα στην κορυφή του καμινιού. Χρησιμοποιούνται γι’αυτό άχυρα, χώμα και νερό.
  7. Ολοκληρώνεται η καύση.
  8. Αφαιρούνται το χώμα και τα άχυρα.
  9. Συλλέγονται τα κάρβουνα ταυτόχρονα με τη διαλογή τους.
  10. Τοποθετούνται περιφερειακά του καμινιού.
  11. Συλλέγονται σε τσουβάλια.
  12. Στοιβάζονται σε αποθήκες
  13. Ακολουθεί η διανομή τους

Ποιος είναι ο Πολυδεύκης Ασωνίτης

Γεννήθηκε το 1956 στα Γιάννενα. Σπούδασε, αρχικά, στη Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Συνέχισε σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του πανεπιστημίου Ιωαννίνων στο Τμήμα Φ.Π.Ψ- κατεύθυνση Παιδαγωγική. Παιδαγωγικές σπουδές ολοκλήρωσε και στη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων. Το ενδιαφέρον του για την παιδαγωγική και την τέχνη θα τον οδηγήσει, το 2000, στην εκπόνηση διδακτορικής διατριβής με αντικείμενο την Σημειολογία της Τέχνης. Το 2015 θα εκπονήσει και το μεταπτυχιακό του στη Σχολή Επιστημών της Τέχνης Ιωαννίνων σχετικά με τη διδασκαλία της Εικαστικής αγωγής στα Δημοτικά Σχολεία. Έχει σπουδάσει φωτογραφία 1. Στον  «Φωτογραφικό Κύκλο» με τον Πλάτωνα Ριβέλλη, 2. Στο  «Εργαστήριο Μελέτης και Εφαρμογής της Φωτογραφίας» (ΕΜΕΦ) του Δημήτρη Χλιβερού και 3. Στο Εργαστήριο Φωτογραφικών Σπουδών: «Φωτοκίνηση» του Γιώργου Πασιά. Δίδαξε φωτογραφία στη «Σχολή Γραφικών και Καλλιτεχνικών Σπουδών» του ΤΕΙ Αθήνας-Αιγάλεω, στα Τμήματα: Φωτογραφίας, Γραφιστικής και Συντηρητών Έργων Τέχνης. Τη φωτογραφία δίδαξε επίσης σε όλα τα τμήματα φωτογραφίας του ΔΙΕΚ Ηπείρου (Ιωάννινα, Πρέβεζα, Ηγουμενίτσα). Από το 1995 έως το 1998 διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. του Πνευματικό Κέντρου Ιωαννίνων, στην Επιτροπή του Εικαστικού Εργαστηρίου, όπου και προώθησε πρότζεκτ φωτογραφίας σε μαθητές πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Πραγματοποίησε πολλές εκθέσεις φωτογραφίας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Φωτογραφίες του,  αλλά και άρθρα για τη φωτογραφία έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά και λευκώματα.  Συνεργάζεται με το περιοδικό «ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ» από την ίδρυση του περιοδικού. Το 2016 διακρίθηκε με το Portfolio: «Αμβρακικός» στις «Παράλληλες Φωνές» του «Photometria Festival». Το 2019 διακρίθηκε και πάλι στον ίδιο διαγωνισμό με το Portfolio: «Λασπόλουτρα Κρηνίδων Καβάλας». Σήμερα διδάσκει φωτογραφία σε φωτογραφικές ομάδες και φωτογραφικούς συλλόγους σε όλη την Ελλάδα.

Σχετικά άρθρα

«Αθλητισμός και αδερφοσύνη» στο Photometria Photography Center

Έκθεση φωτογραφίας του Χρήστου Σωτηρόπουλου στο PPC

Τα Γιάννενα μέσα από τον φακό του Πέτρου Ζωνίδη