Ιστορίες

Τα Κατά Ματθαίον Πάθη

Το απόγευμα της Μ. Παρασκευής του 1727, οι καμπάνες του Αγίου Θωμά της Λειψίας ήχησαν πένθιμα προσκαλώντας το εκκλησίασμα να συμμετάσχει, όπως άρμοζε στη θρησκευτική παράδοση, στον επιτάφιο θρήνο για τον Εσταυρωμένο Ιησού. Σε ελάχιστο χρόνο η εκκλησία γέμισε ασφυκτικά. Αυτή τη χρονιά οι πιστοί της ενορίας είχαν και ένα πρόσθετο λόγο να είναι συνεπείς και παρόντες στη θεία λειτουργία: ο Κάντορας, ο αρχιμουσικός της εκκλησίας τους, Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, θα παρουσίαζε το νέο του ορατόριο.

“Σκοπός και επιδίωξη κάθε μουσικής δεν θα έπρεπε
να είναι άλλος από τη Δόξα του Θεού και τον εξαγνισμό του
πνεύματος”

Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ

Ο Μπαχ, βαθειά θρησκευόμενο άτομο και τελειομανής,  επιστράτευσε για τη συγκεκριμένη παρουσίαση του πρωτοποριακού του έργου τις δυνάμεις των καλλίτερων μαθητών του,  κρατώντας επί τρεις ώρες καθηλωμένο το εκκλησίασμα να παρακολουθεί το μεγαλόπνοο ορατόριο, το πασίγνωστο σήμερα «Τα Κατά Ματθαίον Πάθη».

Το έργο, πυκνό σε δραματική ένταση και πλούσιο σε σκηνικές εικόνες, σκόρπισε ρίγη συγκίνησης στο εκκλησίασμα. Υπήρξαν όμως και αντίθετες απόψεις. Οι εξωπραγματικές για την εποχή διαστάσεις του έργου, οι εκτελεστικές απαιτήσεις του, το εκλεπτυσμένο ύφος σε συνδυασμό με τις διφορούμενες -πάντα για την εποχή- εκφραστικές και τεχνικές δομές του, δεν ήσαν αποδεκτές από όλους.  Μία γυναίκα μάλιστα αντέδρασε έντονα φωνάζοντας: «Ο Θεός ας μας συγχωρήσει… αυτό δεν είναι εκκλησιαστικό έργο, πρόκειται αναμφίβολα για όπερα», θεωρώντας το ορατόριο του Μπαχ, ιερόσυλο (αυτό που αργότερα ονομάστηκε «Μνημείο του Πολιτισμού» μας). Την άποψή της μάλιστα συμμερίστηκαν και οι εκκλησιαστικοί παράγοντες της περιοχής, οι οποίοι θεώρησαν ότι ο Μπαχ δεν είχε το δικαίωμα να συνθέσει εκκλησιαστική μουσική με δραματικό χαρακτήρα. Το θέμα έφθασε μέχρι το δημοτικό συμβούλιο της Λειψίας, που εργοδοτούσε τον Μπαχ. Ο συνθέτης κλήθηκε σε απολογία για παράβαση ουσιωδών όρων του συμβολαίου του και καταδικάσθηκε ομόφωνα σε μείωση των αποδοχών του(!) Η πρακτική αυτή  δεν συνιστά παράδοξο, δεδομένων των θρησκευτικών, λουθηρανικών μάλιστα, αρχών και κανόνων της εποχής και ο Μπαχ του 18ου αι. δεν ήταν ο Μπαχ του 20ού, ως προς τη φήμη ασφαλώς.  Οι μουσικοί τού τότε ήταν κυριολεκτικά υπάλληλοι, είτε της εκκλησίας, είτε των τοπικών αρχόντων και ευγενών και εξαρτημένοι (πολλές φορές μάλιστα συμπεριλαμβάνονταν στη λίστα των υπηρετών), ήταν δε υποχρεωμένοι να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις των εργοδοτών τους. Ο ίδιος ο Μπαχ υπέστη άπειρες φορές τις συνέπειες της συγκεκριμένης νοοτροπίας.

Άγιος Θωμάς Λειψίας, ο ανδριάντας του Γ.Σ. Μπαχ

Σήμερα ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (Johann Sebastian Bach), αναγνωρίζεται, αναμφισβήτητα, ως ο μεγαλύτερος συνθέτης αυτής της περιόδου, καθώς και ένας από τους σπουδαιότερους στην ιστορία της έντεχνης Δυτικής μουσικής, με γνωστά περισσότερα από χίλια έργα του.

Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν ήλθε στον κόσμο στις 21 Μαρτίου του 1685 στην πόλη ΄Αιζεναχ (Eisenach) της Θουριγγίας (Thüringen),  στο κέντρο της σημερινής Γερμανίας. Η εκπαίδευσή του  άρχισε στο “Λατινικό Σχολείο” του Άιζεναχ όπου, λόγω των καλών επιδόσεών του, κέρδισε μάλιστα τάξεις. Η μουσική του εκπαίδευση συμπληρώθηκε με τη βοήθεια του μουσικού πατέρα του. Οι Μπαχ ανήκαν σε παλιά οικογένεια μουσικών, με καλλιτεχνική δραστηριότητα στη Γερμανία από τα μέσα του 16ου ως τα μέσα του 19ου αι. χωρίς διακοπή. Αν αναφέρονταν όλοι οι Μπαχ–μουσικοί ο κατάλογος θα περιελάμβανε περισσότερα από 50 άτομα! Η συμβολή τους δε  στα μουσικά δρώμενα της Θουριγγίας ήταν τόσο μεγάλη ώστε το όνομα Μπαχ είχε γίνει συνώνυμο του μουσικού και, μέχρι το 1793, οι μουσικοί της πόλης αποκαλούνταν «Μπαχ», παρά το γεγονός πως κανείς δεν έφερε πλέον στην πόλη το όνομα της οικογένειας.  Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν είχε σίγουρα επίγνωση της μακράς μουσικής παράδοσης της οικογένειας και αισθανόταν υπερήφανος γι’ αυτήν.

Ο μικρός Σεμπάστιαν εκτός του μουσικού ταλέντου, διέθετε και εξαιρετική σοπράνο φωνή, αργότερα δε διακρίθηκε και ως σολίστας.  Με αυτά τα εφόδια ο μικρός Μπαχ ξεκινά ένα ταξίδι μουσικής εκπαίδευσης και αναζήτησης επαγγελματικής θέσης ως μουσικού, κάτι όχι και τόσο εύκολο την εποχή εκείνη. Με τα δεδομένα των καιρών, οι μοναδικοί εργοδότες μουσικών ήταν (σχεδόν) αποκλειστικά η εκκλησία και οι αυλές των ευγενών. Έτσι ο Γιόχαν Σεμπάστιαν αποφάσισε να ασχοληθεί με την εκμάθηση του εκκλησιαστικού οργάνου με πρώτο δάσκαλο το θείο του, Γιόχαν Κρίστοφ Μπαχ. Το εκκλησιαστικό όργανο απεδείχθη η λυδία λίθος για τον Μπαχ, τόσο όσον αφορά την εξεύρεση εργασίας, όσο και για την φήμη του ως βιρτουόζου, αλλά και μετέπειτα ως συνθέτη. Ο Μπαχ το αγάπησε ιδιαίτερα και εντρύφησε τόσο πολύ ώστε  έγινε ο πλέον φημισμένος για τη δεξιοτεχνία του εκτελεστής εκκλησιαστικού οργάνου. Η αναζήτηση ικανών δασκάλων για την εκπαίδευσή του και παράλληλα θέσης απασχόλησης, οδήγησαν τον Μπάχ να εγκαταλείψει τη γενέθλια πόλη, το Άιζεναχ και να κατοικήσει για πολύ ή λίγο στο Όρντρουφ, από όπου προέρχονται και οι πρώτες του συνθέσεις σε ηλικία 15 ετών, στην αυλή του πρίγκιπα της Σαξωνίας, όπου σε ηλικία 18 ετών προσλήφθηκε ως βιολονίστας, ως οργανίστας στο Άρνστατ, και στην εκκλησία του Αγίου Βλασίου στο Μύλχαουζεν (εδώ γράφτηκε η πασίγνωστη Τοκάτα και Φούγκα). Αναγνωρισμένος πια για τις εκπληκτικές ικανότητές του στο εκκλησιαστικό όργανο εγκαθίσταται στη Βαϊμάρη και στη συνέχεια,  το 1718, στην αυλή του Καίτεν. Μάλιστα εδώ ένα «τυχαίο» γεγονός, η έλλειψη εκκλησιαστικού οργάνου, οδήγησε τον Μπαχ να ασχοληθεί επισταμένως με τη σύνθεση και λιγότερο με τη διδασκαλία, τη χορωδία και την εκτέλεση έργων για βιολί. Στην ιδιαιτερότητα αυτή της «περιόδου Καίτεν» οφείλουμε τις περίφημες Σονάτες και Παρτίτες για βιολί και για βιολοντσέλο και, βέβαια, τα έξι αποκαλούμενα «Βρανδεμβούργια κοντσέρτα», από τα πλέον γνωστά   και δημοφιλή έργα του Μπαχ (η ονομασία οφείλεται στην αφιέρωσή τους στον άρχοντα του Brandenburg). Και μια μικρή παρένθεση για να γίνει αντιληπτό κάτω από ποιες συνθήκες (ανασφάλειας) εργαζόταν οι μουσικοί της εποχής και ποια ήταν η κοινωνική τους θέση:   τα κοντσέρτα αυτά τα έστειλε ο Μπαχ στον Μαρκήσιο με την ελπίδα ότι έτσι θα έπιανε δουλειά στην Αυλή του. Ο Μαρκήσιος σχεδόν τα αγνόησε, τα έργα δεν παίχτηκαν ποτέ από τη μικρή επαρχιακή ορχήστρα του Brandenburg, αφενός λόγω της έλλειψης οργάνων και των μουσικών που απαιτούσαν και αφετέρου λόγω της μεγάλης τεχνικής δυσκολίας τους, και έμειναν αναξιοποίητα στα συρτάρια του. Ήρθαν ξανά στην επιφάνεια τον 19ο αι., όταν οι συγκεκριμένες παρτιτούρες, γραμμένες από τον ίδιο τον Μπαχ, ανακαλύφθηκαν στα αρχεία του Βρανδεμβούργου.

Το 1723 η οικογένεια Μπαχ μετακομίζει στη Λειψία όπου ο μεγάλος συνθέτης θα παραμείνει έως το θάνατό του, το 1750. Ο Μπαχ διορίστηκε Κάντορας (Cantor Figuralis), μετά από επιτυχή εξέταση που έδωσε στις τοπικές εκκλησιαστικές αρχές «προκειμένου να ελεγχθεί η κατάρτισή του στα θεολογικά ζητήματα»(!) Συγκεκριμένα είχε τη θέση του Κάντορα στη Σχολή του Αγ. Θωμά και του Διευθυντή Εκκλησιαστικής Μουσικής σε τέσσερις εκκλησίες. Εκεί, την Μ. Παρασκευή του 1727, κλείνοντας 4 χρόνια στη Λειψία, ο Μπαχ παρουσίασε σε πρώτη εκτέλεση το έργο τα «Κατά Ματθαίον Πάθη».

Οι εκτελεστικές απαιτήσεις της συγκεκριμένης δημιουργίας, το εκλεπτυσμένο ύφος, σε συνδυασμό με τις διφορούμενες -πάντα για την εποχή- εκφραστικές και τεχνικές δομές, αλλά κυρίως η πνευματικότητά του, καθιστούν το έργο ξεχωριστό στα μουσικά δρώμενα της έντεχνης δυτικής μουσικής. Ο ίδιος ο Μπαχ το θεωρούσε ένα ιδιαίτερο και μεγαλόπνοο έργο. Δεν είναι τυχαίο ότι, για πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του, όταν γινόταν αναφορά στο συγκεκριμένο έργο, υπήρχε ο προσδιορισμός «Τα Μεγάλα Πάθη».

Στη Λειψία ο Μπαχ απέκτησε σχετική ηρεμία, μετά από τις τόσες (αναγκαίες) περιπλανήσεις και αλλαγές τόπων και κατοικιών, οι οποίες οφείλονταν εκτός των άλλων και σε βιοποριστικούς λόγους: ο Μπαχ είχε παντρευτεί δύο φορές, απέκτησε συνολικά 20 τέκνα, από τα οποία επέζησαν μέχρι την ενηλικίωση τα δέκα.

Η δεκαετία 1730-40 υπήρξε η πιο παραγωγική για τον συνθέτη και, γενικότερα, μια από τις πιο παραγωγικές στην ιστορία της έντεχνης δυτικής μουσικής. Τα έργα που συνέθεσε αυτήν την περίοδο είναι τεράστιας εμβέλειας, ποιοτικής και ποσοτικής.

Ο Μπαχ έκλεισε την καριέρα του και το βιολογικό του κύκλο στις 28 Ιουλίου του 1750, ημέρα Τρίτη, λίγο

Ο τάφος του Μπαχ στον Άγιο Θωμά της Λειψίας

μετά τις 8 και τέταρτο το βράδυ και,  όπως αναφέρεται,  πέθανε «γαλήνια και ειρηνικά». Η κηδεία του έγινε στις 31 Ιουλίου και τάφηκε στο νεκροταφείο της εκκλησίας του Αγ. Ιωάννη στη Λειψία. Για πολλά χρόνια, η ακριβής τοποθεσία του τάφου του παρέμενε άγνωστη, λόγω έλλειψης επιτύμβιας πλάκας ή κάποιων άλλων στοιχείων. Το 1894 πραγματοποιήθηκε η εκταφή των λειψάνων του και η μεταφορά τους στην εκκλησία του Αγίου Θωμά, όπου παραμένουν μέχρι σήμερα.

Με τα σημερινά δεδομένα φαίνεται εξαιρετικά περίεργο, αλλά το κολοσσιαίο έργο του Μπαχ δεν κίνησε το ενδιαφέρον των συγχρόνων του. Κανείς δεν σκέφτηκε ότι ο αναγνωρισμένος οργανίστας μπορούσε ταυτόχρονα να είναι και μεγαλοφυής συνθέτης. Έτσι, από τα τέλη του 18ου αιώνα, το έργο του Μπαχ περιέπεσε σταδιακά σε σχετική αφάνεια. Θεωρήθηκε αναχρονιστικό, ιδιαίτερα στις αρχές του 19ου αιώνα, οπότε επεκράτησε μια «ελαφρότερη» θεώρηση των μουσικών πραγμάτων με το Ροκοκό και τις απαρχές της κλασικής περιόδου. Η αναγνώριση του μεγαλείου της μουσικής του Μπαχ ήλθε μέσω της επανεκτέλεσης, το 1829, του έργου τα «Κατά Ματθαίον Πάθη» στο Βερολίνο, με διευθυντή ορχήστρας τον 20ετή Μέντελσον, εκατό δηλαδή χρόνια μετά την πρώτη τους εκτέλεση. Εδώ αξίζει να αναφέρουμε και ένα γεγονός που συνδέεται με τη συγκεκριμένη παρουσίαση του έργου: ο Μέντελσον ήταν τέρας μνήμης. Όταν ήρθε η ώρα να διευθύνει τα «Κατά Ματθαίον Πάθη» ανακάλυψε ότι στο αναλόγιο είχε λάθος παρτιτούρα. Δεν πτοήθηκε, σήκωσε τη μπαγκέτα του κι άρχισε να διευθύνει το έργο από μνήμης, γυρίζοντας τις σελίδες της υποτιθέμενης παρτιτούρας, ώστε να μην ανησυχήσουν οι μουσικοί. Τα κατάφερε να διευθύνει ολόκληρα τα «Κατά Ματθαίον Πάθη», διάρκειας περίπου τριών ωρών, εξαιρετικά και χωρίς λάθη.

Η εντύπωση που προκάλεσε η, σχεδόν ξεχασμένη αυτή μουσική, ήταν μεγάλη και, ουσιαστικά, από τότε άρχισε μια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος της μουσικής κοινότητας για τον μεγάλο Κάντορα. Από τότε η μελέτη του έργου του αλλά κυρίως οι εκτελέσεις των συνθέσεών του τοποθέτησαν, όπως είναι γνωστό, τον Μπαχ στην κορυφή της πυραμίδας των μουσικών της μπαρόκ μουσικής και του χάρισαν μια θέση στο Πάνθεον των αθανάτων. Σήμερα, από όλους τους ειδήμονες, αποδίδεται στα έργα του Μπαχ  ο χαρακτηρισμός «η απόλυτη μουσική», θεωρείται δε ότι ο Μπαχ είναι ίσως ο μόνος που μπορεί να ονομαστεί «μουσικός επιστήμονας».  Όπως είχε δηλώσει ο Μέντελσον, «δεν τελειώνουμε ποτέ με τον Μπαχ. Σε κάθε καινούριο άκουσμα, τον θαυμάζουμε όλο και περισσότερο». Και ένα είναι βέβαιο, η μουσική του θα διαρκέσει όσο ο ανθρώπινος πολιτισμός.

Σχετικά άρθρα

Διαδικτυακό αφιέρωμα στον Μπαχ