«Σάββατο, 25 Μαρτίου 1944. Τη μέρα της εθνικής μας εορτής, τη μέρα που θυμίζει ξεσηκωμό για λευτεριά. Την πιο παγωμένη μέρα του χειμώνα, πιάσανε τους δικούς μας στα Γιάννενα. Χτύπησαν χαράματα τις πόρτες, τους έβγαλαν από τη θαλπωρή του κρεβατιού και της ήρεμης ζωής τους. Αλαφιάστηκαν, απόρησαν, μα ακολούθησαν τη μοίρα τους. Τους φόρτωσαν σε φορτηγά, τρένα, για ένα μακάβριο ταξίδι που οδηγούσε στην πύλη της κόλασης –θα λέγεται πάντα Άουσβιτς – Μπίρκεναου – Τρεμπλίνκα – Μαϊντάνεκ – Νταχάου… Γιατί; Αυτό το γιατί ένας άσβεστος καημός».
(Ευτυχία Νάχμαν, Γιάννενα Ταξίδι στο Παρελθόν, Εκδόσεις Τάλως, 1996)
Η ημέρα αυτή του 1944 ήταν βαθιά χαραγμένη στη μνήμη όσων έζησαν εκείνα τα τραγικά γεγονότα, μνήμη η οποία μεταφέρθηκε και σε εμάς τους νεώτερους, που θυμούμαστε από μικροί αυτή την ημέρα των παρελάσεων, τη γιαγιά να μη μιλά για τον Κολοκοτρώνη. αλλά να μονολογεί: «Σαν σήμερα πήραν τους Εβραίους οι Γερμανοί». Η γιαγιά δεν ανήκε στους «Δικαίους των Εθνών», αλλά στους απλούς Γιαννιώτες που δεν έκαναν τίποτε το ηρωικό παρεκτός από το να διατηρούν μέσα τους άσβεστη τη μνήμη των άτυχων συμπολιτών μας και να τη μεταφέρουν σε μας, που δεν ζήσαμε τα γεγονότα με μια παράκληση να διατηρήσουμε αυτή τη μνήμη γιατί είναι ίδια η ιστορία της πόλης.
Υπάρχει μια υπερπληθώρα πληροφοριών πλέον για το τι έγινε και σε ποιον. Υπάρχουν και πολλά ακόμη που κυκλοφορούν σαν φήμη και ο αστικός μύθος, αν και ανεπιβεβαίωτος, παραμένει στη συλλογική συνείδηση πραγματικός. Χρειάστηκε να περάσει μισός αιώνας για να τιμούμε συλλογικά και οι υπόλοιποι τη μνήμη των συμπολιτών μας που ξεριζώθηκαν, ατιμάστηκαν, κακοποιήθηκαν με τους πλέον βάναυσους τρόπους και στο τέλος, το μεγαλύτερο μέρος τους, θανατώθηκε «λόγω πίστης» από έναν «πολιτισμένο» λαό χωρίς να υπάρχουν εδαφικές διεκδικήσεις ή άλλες αντεγκλίσεις.
Η εκτόπιση των γιαννιωτών εβραίων είναι η σημαντικότερη πληγή της πόλης τον περασμένο αιώνα. Το γιατί έπρεπε να περάσει μισός αιώνας για να αρχίσουμε να τιμούμε τη μνήμη εκατοντάδων ψυχών, πέρα από τις μεμονωμένες μνήμες των προγόνων μας, είναι μια ακόμη πληγή που αποδεικνύει πολλά, αλλά και θεμελιώνει την προσπάθεια να μείνει άσβηστη η μνήμη. Στην περίπτωση του χαμού των γιαννιωτοεβραίων συμπολιτών μας δεν επαναδιαπραγματευόμαστε τη συλλογική μνήμη. Την ανασύρουμε μέσα από μισό αιώνα και πλέον λήθης και μισο-ειπωμένης ιστορικής αλήθειας και την τοποθετούμε ως σημείο αναφοράς για την πόλη.
Πρόσωπα του πόνου
Χρειαζόμαστε τις μαρτυρίες για να δώσουμε πρόσωπο και όνομα στον πόνο. Συχνά αναφερόμαστε σε αριθμούς. Πόσοι ήταν πριν έναν αιώνα, πόσοι πριν το Ολοκαύτωμα, πόσοι γύρισαν πίσω, πόσοι έχουν απομείνει… Το πρόβλημα με τις στατιστικές είναι ότι παραμένουν ακριβώς αυτό που είναι. Μετρήσιμο μέγεθος. Σημαντικό για συγκρίσεις, ζυγαριές και οικονομία, ασήμαντο όταν έχει να κάνει με την ανθρώπινη απώλεια, γιατί αναισθητοποιεί και απαλείφει την ανθρωπιά, την εμπειρία και τον πόνο. Όπως ακριβώς το τατουάζ με τον αριθμό στο μπράτσο σβήνει τη μοναδικότητα του ατόμου, έτσι και η στατιστική μετατρέπει τον άνθρωπο σε μετρήσιμο μέγεθος, σε αριθμό χωρίς προσωπικότητα, αισθήματα, ζωή.
Είναι αναγκαίο λοιπόν να αναφέρουμε ενδεικτικά κάποιες μαρτυρίες συμπολιτών μας που έζησαν τη φρίκη του ναζισμού. Είναι αναγκαίο να δώσουμε όνομα και πρόσωπο στον πόνο γιατί αλλιώς ό,τι συνέβη δεν μας αφορά πια σαν κοινότητα, δεν είναι συλλογικό συνειδητό και παραμένει πρόσφορο έδαφος μόνο για ιστορικούς και στατιστικολόγους.
«Το ξημέρωμα της 25ης Μαρτίου του 1944, χωροφύλακες και Γερμανοί μας κτύπησαν την πόρτα και μας είπαν, να πάμε στον μώλο. Η οικογένειά μου ήταν μεγάλη, είμαστε 60 άνθρωποι. Αφήσαμε τα σπίτι και φύγαμε για τον μώλο. Από τα Γιάννενα μας μετέφεραν στη Λάρισα, όπου μείναμε δέκα ημέρες. Εκεί, μας άρπαξαν τα χρυσαφικά και ό,τι πολύτιμο είχαμε. Με τρένα-φορτηγά, μας μετέφεραν στο Μπίρκεναου. Ήταν και η τελευταία φορά που είδα τους γονείς, τα αδέλφια, τα ξαδέλφια μου, τους δικούς μου ανθρώπους. Όλοι χάθηκαν στα κρεματόρια του Άουσβιτς. Εμένα, με έβαλαν σε ομάδα εργασίας. Δουλεύαμε με τσαπί, φτυάρι, ανοίγαμε δρόμους, κάναμε παραπήγματα που χρησιμοποιούσαν ως νοσοκομεία […] Ήταν, αρχές του 1945. Δυο-τρεις μήνες αργότερα, πίστεψα πως ήρθε και το δικό μου τέλος. Μας χώριζαν ανά τετράδες ή πεντάδες και κάθε μέρα μας έβαζαν σε σειρά για την εκτέλεση ή το κρεματόριο. Δεν πρόλαβαν τη δική μου, γιατί μπήκαν στο στρατόπεδο οι Αμερικανοί. Έτσι σώθηκα» (μαρτυρία Νίνας Νεγρίν, πηγή ΑΠΕ).
«Όρμησαν στα σοκάκια ουρλιάζοντας και πυροβολώντας, χτυπώντας πόρτες και σπάζοντας τζάμια. Πάρτε έναν μπόγο και σε μία ώρα να είστε στην πλατεία, μας είπαν. Ήμασταν επτά αδέλφια και οι γονείς μου. Η νύφη μου ήταν έγκυος στον όγδοο μήνα. Ήταν Σάββατο και η μητέρα μου δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν, τέτοια μέρα, να μην προσκυνήσει στη Συναγωγή. Τραβώντας τη σύραμε και πήγαμε όλοι στην πλατεία Μαβίλη. Ο ένας πίσω από τον άλλο, άλλος με παντόφλες, άλλος ξυπόλυτος, άλλος με πιτζάμες, με τα μωρά να σκούζουν. Μια κουρτίνα δεν τράβηξε κανείς, να δω ένα δάκρυ»… (Εσθήρ Κοέν, πηγή «Η Καθημερινή», 16 Μαρτίου, 2014).
Η σημασία της διατήρησης της μνήμης
Σήμερα, στη μαύρη επέτειο εκτοπισμού των Γιαννιωτοεβραίων, η καλλιτέχνις Adi Liraz θα παρουσιάσει ένα θεατρικό δρώμενο με τίτλο «Αναζητώντας τη Νέλλη» στο οποίο, ξεκινώντας από την πλατεία Μαβίλη και περπατώντας μέχρι τη Συναγωγή και στους δρόμους που συνιστούσαν κάποτε την ανθηρή εβραϊκή παρουσία στην πόλη, θα ανατρέξει και στο δικό της παρελθόν αναζητώντας την πρόγονή της Νέλλη Λεβή, που γεννήθηκε στα Γιάννενα και πέθανε στο Άουσβιτς. Στο κάλεσμά της για να παρακολουθήσουμε την εκδήλωση αναφέρει: «θα ήθελα να μοιραστείτε μαζί μου τη μνήμη και την αναβίωση του παρελθόντος, αλλά και ένα πιθανό μέλλον χωρίς φασισμό, χωρίς κανενός είδους ρατσισμό, χωρίς το σβήσιμο των αφηγήσεων και των κοινοτήτων, με σεβασμό σε αυτούς που έφυγαν από κοντά μας, αλλά και σε αυτούς που ακόμη και σήμερα, όπως και τότε, αναγκάζονται να αφήσουν τον τόπο τους».
Είναι μια περίεργη μέρα η 25η Μαρτίου για την πόλη. Υπάρχουν πολλά γεγονότα που διεκδικούν την προσοχή μας, την ανάγκη και τη χρησιμότητα του να τιμάμε τις θυσίες των προγόνων μας, την έμφυτη υπαρξιακή ανάγκη να τιμά κανείς την πίστη του. Πέρα από τον συμβολισμό όμως, όπως προαναφέραμε, η 25η Μαρτίου είναι η πιο οδυνηρή μέρα του περασμένου αιώνα στην ιστορία της πόλης. Για δεκάδες χρόνια ο εκτοπισμός των συμπολιτών μας είχε επισκιαστεί από τους άλλους σημαντικότατους συμβολισμούς. Ίσως να θεωρήσαμε ότι η λήθη θα σβήσει τον πόνο, ίσως να είναι ευκολότερο να γιορτάζουμε από το να πενθούμε. Η ιστορία όμως μπορεί να ξεχνιέται ή και να αγνοείται. Δεν σβήνει. Είναι λοιπόν χρέος μας να θυμόμαστε όχι μόνο γιατί έτσι πρέπει, όχι μόνο γιατί είναι μέρος της προσωπικής μας πορείας ως μέλη μιας κοινωνίας που υπήρχε πριν από μας και θα υπάρχει μετά, καθώς αφήνει ο καθένας το αποτύπωμα (μικρό ή μεγάλο) στην ευρύτερη ιστορία της πόλης, αλλά και, όπως σωστά αναφέρει η Adi Liraz, ως ανάχωμα για πιθανές τωρινές ή μελλοντικές απειλές. Εκτός κι αν λησμονούμε ότι οι νοσταλγοί του μορφώματος, που οδήγησε τους συμπολίτες μας σε έναν βάναυσο θάνατο, είναι ακόμη εδώ και ψηφίζουν για τις τύχες όλων μας μέσα στην ελληνική βουλή.