Ιστορίες

«Δεν είσαι εσύ σε θέση να με κρίνεις»!

Ο Νίκος Αλμπανόπουλος γράφει σήμερα για την κριτική, ποιοι δικαιούνται να την κάνουν και αν μια εγκωμιαστική ή επικριτική συζήτηση βοηθά την τέχνη.

Μια από τις πιο περιττές συζητήσεις: «πρέπει ο κριτικός να είναι καλλιτέχνης ο ίδιος»;

Σοβαρά τώρα; Πρέπει ο κριτικός λογοτεχνίας να έχει γράψει λογοτεχνία; Ο κριτικός θεάτρου να έχει γράψει, σκηνοθετήσει ή παίξει σε κάποιο έργο; Για να κρίνει κάποιος μια έκθεση ζωγραφικής πρέπει να έχει πλαφόν δυο ατομικές εκθέσεις; Αν ίσχυε η προϋπόθεση, δεν θα έπρεπε τότε να παίζει ρόλο και η στάθμη; Δεν θα έπρεπε, εκτός από ομότεχνος ο κριτής, να στέκεται καλλιτεχνικά «υψηλότερα» του κρινόμενου;

Υπάρχουν όχι ένα μόνο, αλλά αρκετά επίπεδα κριτικής. Υπάρχει το πιο απλό, «μου άρεσε/δεν μου άρεσε το τάδε έργο και να γιατί», αλλά υπάρχει και η δυνατότητα (λέω ένα παράδειγμα) κάποιου κριτικού να διακρίνει σε έναν νέο καλλιτέχνη ή σε ένα νέο ρεύμα την αξία τους πριν αναγνωριστούν πλατιά (μετά, ξέρουν όλοι). Πιο δύσκολο αυτό, απαιτεί άλλου είδους αντίληψη.

Μια αντίληψη που αν την κατείχαν αποκλειστικά οι «ομότεχνοι» (πχ. οι ποιητές για την ποίηση κ.ο.κ.), τότε η τέχνη δεν θα είχε ακολουθήσει διαφορετικές διαδρομές, δεν θα είχε γνωρίσει αποτυχίες και τελικώς δεν θα είχε την ομορφιά που έχει: θα βρισκόταν προ καιρού σε μονόδρομο, «παγωμένη», τελειωμένη.

Η άποψη ότι η τέχνη κρίνεται σωστά «μόνο στον κύκλο της» είναι αδιανόητη. Μπορεί να κρίνεται κ α ι στον κύκλο της φυσικά, αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν ζουν για αυτήν την κρίση οι καλλιτέχνες. Για αυτή την κρίση ζουν μόνο εκείνοι που -συγχωρέστε με- δεν έχουν πετύχει την αναγνώριση που επιθυμούν και το αποδίδουν αυτό στην άγνοια κοινού και κριτικών.

Οι καλλιτέχνες δεν γράφουν, δεν ζωγραφίζουν, δεν συνθέτουν, δεν παίζουν για τον κύκλο τους, αλλά για το κοινό. Και το κοινό μιλά διαρκώς για το έργο τους, είτε με λόγια απλά, είτε εμπεριστατωμένα, είτε το βράδυ με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, είτε σε ένα έντυπο υψηλής κυκλοφορίας, γράφοντας ένα κείμενο κρινόμενο κι αυτό εξίσου αυστηρά. Αν όλη αυτή η συζήτηση με κάποιο τρόπο σταματούσε να γίνεται (ή αν περιοριζόταν στα ανόητα «μάγεψε πάλι ο….»), η τέχνη θα ήταν νεκρή την επομένη το πρωί και η νεκροψία θα έλεγε: «θάνατος από αδιαφορία». Όσο και αν ακούγεται παράδοξο, στη σ υ ζ ή τ η σ η -εγκωμιαστική ή επικριτική εξίσου- χρωστάει πρώτα από όλα η τέχνη την ύπαρξή της, όχι στους καλλιτέχνες!

Ένα μόνο προσόν διαθέτουν (ενδεχομένως) παραπάνω οι κριτικοί, επαγγελματίες ή μη, που έχουν κάποτε υπάρξει οι ίδιοι καλλιτέχνες: γνωρίζουν από πρώτο χέρι ότι μια αρνητική ή επιφυλακτική κριτική άλλοτε βοηθάει -και άλλοτε απλώς πονάει. Το αν όμως αξιοποιήσουν αυτό το προσόν όταν έρθει η σειρά τους να κρίνουν, είναι άλλη ιστορία.

Τη φωτογραφία μιας άστεγης οικογένειας (1987) από τη Mary Ellen Mark τη σκέφτομαι συχνά ως μια από εκείνες που με δίδαξαν τι είναι η φωτογραφική τέχνη. Έχει πράγματι τόση αξία; Έχει για μένα. Για σας; Μπορείτε να την κρίνετε ελεύθερα.

Σχετικά άρθρα

Ελιξίριο

Βίκυ Βάββα

«Τέχνη & Αναπηρία» από το ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων

Ηπειρωτικός Αγών

Άξονας εξωστρέφειας του δήμου ο πολιτισμός