Γυναίκες φρουροί με λυκόσκυλο στο στρατόπεδο Ράβενσμπρυκ (Πηγή: © Mahn- und Gedenkstätte Ravensbrück)
Ιστορίες

Γυναίκες φρουροί στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης

Ο Γιώργος Βραζιτούλης διηγείται, με αφορμή μια έκθεση στο μουσείο του πρώην στρατοπέδου συγκέντρωσης στο Ράβενσμπρυκ, την ιστορία και τον ρόλο των γυναικών φρουρών στα στρατόπεδα του Τρίτου Ράιχ.

Τις τελευταίες βδομάδες του πολέμου και ενώ ο σοβιετικός στρατός περιέσφιγγε τον κλοιό γύρω από το Βερολίνο, στη μικρή πόλη Μάλχο, στα βόρεια της γερμανικής πρωτεύουσας, οι Ναζί είχαν διατάξει την εκκένωση του εκεί στρατοπέδου συγκέντρωσης και τη μεταφορά δύο χιλιάδων περίπου γυναικών κρατουμένων, που εργάζονταν σαν σκλάβες στο τοπικό εργοστάσιο εκρηκτικών, προς τα νοτιότερα. Στις ράμπες του τρένου εξελίσσονταν σκηνές πανικού. Οι Γερμανίδες, που φρουρούσαν τις κρατούμενες, προσπαθούσαν να τις μαντρώσουν με φωνές και βουρδουλιές στα βαγόνια. Μία σκηνή με πρωταγωνίστρια μια φρουρό του στρατοπέδου είχε μείνει έντονα χαραγμένη στη μνήμη όσων επέζησαν από την κόλαση αυτή, για την αγριότητά της. Όταν ένα μικρό κορίτσι την παρακάλεσε να μην τη χωρίσει από τη μητέρα της κατά τη μεταφορά, η φρουρός τη χτύπησε ανελέητα με το μαστίγιό της, την έριξε στο χώμα και συνέχισε να τη κλωτσάει με τις μπότες της στο κεφάλι και σε ολόκληρο το ασθενικό της σώμα, ουρλιάζοντας «Εδώ δεν υπάρχουν ούτε μάνες ούτε θυγατέρες!», μέχρι που το κορίτσι ξεψύχησε από τα βάναυσα χτυπήματα.

Η φρουρός («Aufseherin») Λουΐζε Νταντς από την παραπάνω ιστορία υπήρξε μία από τις χιλιάδες γυναίκες που υπηρέτησαν ως δεσμοφύλακες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι γυναίκες αυτές δεν υπήρξαν κάποια μεμονωμένα κτηνώδη άτομα ή «δαιμονισμένες σαδίστριες», όπως είχαν επικρατήσει γενικά στη συλλογική μνήμη των κρατουμένων που επέζησαν. Πριν τη θητεία τους στα στρατόπεδα ήταν στην πλειοψηφία τους «συνηθισμένες» γυναίκες, προερχόμενες από τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα της γερμανικής κοινωνίας. Οι περισσότερες δεν ήταν καν μέλη του ναζιστικού κόμματος NSDAP. Μια έκθεση που λειτουργεί στο μουσείο του πρώην στρατοπέδου συγκέντρωσης του Ράβενσμπρυκ και φέρει τον τίτλο «Στην υπηρεσία των SS» (“Im Gefolge der SS”), ασχολείται με τα κριτικά ερωτήματα: Ποιες ήταν αυτές οι νεαρές, στην πλειοψηφία τους, γυναίκες; Για ποιους λόγους γίνονταν φρουροί στην υπηρεσία των SS στα στρατόπεδα; Ποια εγκλήματα διέπραξαν και πώς τιμωρήθηκαν γι’ αυτά μετά τη λήξη του πολέμου; Πώς αντιμετώπισε ο οικογενειακός και φιλικός τους κύκλος τη συμμετοχή τους σ’ αυτή την εγκληματική υπηρεσία; Ποιες ήταν οι τραυματικές μνήμες των θυμάτων τους; Η έκθεση προσπαθεί επίσης να απαντήσει στο ερώτημα πώς οι απλές αυτές γυναίκες μεταμορφώνονταν μέσα σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα σε βίαιες, φρικτές δεσμοφύλακες.

Ο αρχηγός των SS Χάινριχ Χίμλερ επιθεωρεί το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρυκ. Ιανουάριος 1940. Από ένα SS-άλμπουμ. (Πηγή: © Mahn- und Gedenkstätte Ravensbrück)

Τα κίνητρα

Έχει υπολογιστεί ότι 3.340 νεαρές γυναίκες, η ηλικία των οποίων κυμαινόταν κατά πλειοψηφία μεταξύ 20 και 25 ετών, εργάζονταν από το 1939 έως 1945 στο Ράβενσμπρυκ, το μεγαλύτερο γυναικείο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Γερμανίας, όπου κρατούνταν κυρίως «αντικοινωνικά και αντικαθεστωτικά άτομα». Μέχρι το 1942 αυτές οι θέσεις εργασίας ανακοινώνονταν μέσω αγγελιών στις εφημερίδες και οι ενδιαφερόμενες έστελναν την αίτησή τους στο τμήμα προσωπικού του στρατοπέδου. Η εργασία ως δεσμοφύλακας στρατοπέδου φαινόταν στις νεαρές γυναίκες ελκυστικότερη και πιο προσοδοφόρα, μια και ο μισθός των 185 Μάρκων (σήμερα περίπου 680 €) ήταν, κατά κανόνα, πολύ καλύτερος από εκείνον που είχαν στις προηγούμενες δουλειές τους. Εκτός αυτών, η θέση εργασίας εξασφάλιζε δωρεάν διαμονή, διατροφή και ρουχισμό (στολή). Για τις γυναίκες αυτές η νέα εργασία  σήμαινε κοινωνική και επαγγελματική ανέλιξη σε έναν νέο χώρο, μακριά από τις προηγούμενες στενές επαγγελματικές τους συνθήκες, για παράδειγμα, ως αγρότισσες ή εργάτριες στη βιομηχανία ή ακόμη ως κατώτερες υπάλληλοι στα ταχυδρομεία. Μία από αυτές τις γυναίκες, η Βάλτραουτ Γκ., που προερχόταν από μια φτωχή οικογένεια με πέντε παιδιά, είχε δηλώσει το 2003 σε μια συνέντευξή της πως είχε κάνει αυτή την επιλογή από «καθαρά οικονομικούς και μόνον λόγους».

Για την πρόσληψη, πέρα από καλή κατάσταση της υγείας της ενδιαφερόμενης, δεν ήταν απαραίτητη κάποια σχετική προϋπηρεσία και αρκούσε μια δήλωση υπέρ του εθνικοσοσιαλισμού και του γερμανικού έθνους. Με τον ερχομό τους στο στρατόπεδο οι γυναίκες ντύνονταν με μια καινούργια στολή, τούς δίνονταν κάποιες σύντομες οδηγίες και συνόδευαν στην αρχή τις παλαιότερες φρουρούς στην υπηρεσία τους. Μέσα σε τρεις έως τέσσερις μέρες ήταν ήδη έτοιμες, έμπαιναν δηλαδή γρήγορα στο νόημα της δουλειάς τους και αποκτούσαν εκείνο το χαρακτηριστικό αποκρουστικό αυταρχικό ύφος και στάση, όπως αναφέρουν κρατούμενοι που επέζησαν σε σχετικές μαρτυρίες τους. Πολλές από τις φρουρούς παρέμειναν σε ολόκληρη τη θητεία τους στο Ράβενσμπρυκ, ενώ άλλες συνέχισαν την καριέρα τους στο Άουσβιτς, το Μπέργκεν-Μπέλσεν ή σε άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η αγριότητά τους εκδηλωνόταν κάθε φορά με ξυλοδαρμούς, μαστιγώματα ή και ωμές δολοφονίες των κρατουμένων, με τη βοήθεια ακόμη και εκπαιδευμένων σκυλιών. Υπαρκτές, αν και σπάνιες, ήταν ακόμη και περιπτώσεις όπου, σύμφωνα με μαρτυρίες που παρουσιάζονται στην έκθεση, γυναίκες φρουροί επέδειξαν κάποια ίχνη ανθρωπισμού απέναντι στις κρατούμενες.

Κατοικίες διαμονής για τις γυναίκες φρουρούς δίπλα από το στρατόπεδο Ράβενσμπρυκ (© Γιώργος Βραζιτούλης)

Οι χώροι της έκθεσης στο Ράβενσμπρυκ, που είναι επιμελημένα διαμορφωμένη μέσα σε ένα από τα κτίρια όπου διέμεναν εκείνη την περίοδο οι γυναίκες φρουροί -ορισμένες μάλιστα μαζί με τα παιδιά τους– λίγες μόνον εκατοντάδες μέτρα έξω από την κυρία είσοδο του στρατοπέδου, είναι γεμάτοι με πορτρέτα των γυναικών αυτών. Τον επισκέπτη καταλαμβάνει ένα περίεργο συναίσθημα, όταν, κοιτάζοντας τα φιλικά βλέμματα στα περιποιημένα πρόσωπα των γυναικών, αναλογίζεται ότι λίγο πιο μακριά, μέσα σε ελεεινά παραπήγματα, ζούσαν σε άθλιες συνθήκες και βασανίστηκαν 132 χιλιάδες γυναίκες και παιδιά, όπως επίσης 20 χιλιάδες άνδρες, από 40 διαφορετικές χώρες και εθνότητες. Ανάμεσα σ’ αυτούς και χίλιες περίπου Ελληνίδες, εκ των οποίων έχουν εξακριβωθεί μέχρι σήμερα τα ονόματα μόνον 300. Περίπου 20 χιλιάδες κρατούμενοι άφησαν εκεί  την τελευταία τους πνοή, οι περισσότεροι από την πείνα, τις κακουχίες και τις αρρώστιες, την εξαντλητική εργασία ή τα ιατρικά πειράματα των Ναζί. Οι μαζικοί θάνατοι ήταν ένα κομμάτι της καθημερινότητας και των γυναικών φρουρών, οι οποίες έβλεπαν και ζούσαν τα εγκλήματα αυτά.

Μετά τον πόλεμο

Μετά την απελευθέρωση των στρατοπέδων και τη λήξη του πολέμου δικάστηκαν μόνον 77 γυναίκες φρουροί. Οι θανατικές ποινές αποτελούσαν την εξαίρεση και ήταν ελάχιστες. Δικαστικές έρευνες, που ξεκίνησαν αρκετά χρόνια αργότερα, συνήθως παύονταν λόγω της μεγάλης ηλικίας των εν ζωή κατηγορουμένων ή λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων κατηγορίας. Οι τελευταίες οκτώ σχετικές υποθέσεις έκλεισαν τον Φεβρουάριο του 2020 στο κρατίδιο του Βρανδεμβούργου, όπου ανήκει το Ράβενσμπρυκ.

Οι περισσότερες γυναίκες (πρώην φρουροί) δήλωναν στις ανακρίσεις τους άγνοια για τα εγκλήματα που τους καταλογίζονταν ή δικαιολογούσαν τη συμμετοχή τους με τον «άνωθεν εξαναγκασμό», με το επιχείρημα δηλαδή ότι δεν μπορούσαν να πράξουν διαφορετικά, ειδικά μετά το 1942, όπου, πράγματι, το καθεστώς διόριζε εξαναγκαστικά διάφορες γυναίκες φρουρούς, μεταθέτοντάς τες από άλλες υπηρεσίες ή επιχειρήσεις. Όπως αποδεικνύουν όμως οι μαρτυρίες δυο γυναικών που παρουσιάζονται στην έκθεση του Ράβενσμπρυκ, υπήρχε η δυνατότητα της άρνησης. Για παράδειγμα η Κρίστελ Βέντσελ είχε καταγράψει, 85χρονη πλέον, στις αναμνήσεις της από εκείνη την περίοδο ότι μόλις πρωτοείδε το στρατόπεδο που την είχαν διορίσει, δεν ήθελε με κανένα τρόπο να μείνει. Μίλησε με τον διοικητή του στρατοπέδου και εκείνος την άφησε να επιστρέψει στην αρχική της δουλειά, χωρίς να υποστεί την οποιαδήποτε συνέπεια. Μια άλλη υποψήφια φρουρός, η Φρίντα Μάττες, είχε δηλώσει κατά τη διάρκεια ανακρίσεων το 1945 ότι όταν αντίκρισε για πρώτη φορά τις κουρεμένες και ρακένδυτες κρατούμενες σοκαρίστηκε σε τέτοιο βαθμό που έτρεξε στον διοικητή του στρατοπέδου και κλαίγοντας τον παρακάλεσε να την απολύσει από την υπηρεσία αυτή. Ο διοικητής τη λυπήθηκε, όπως δήλωσε η ίδια, και την έστειλε στο σπίτι της, χωρίς αυτό να έχει κάποια επίπτωση για την ίδια. Εάν λοιπόν κάποια δεν ήθελε να υπηρετήσει, μπορούσε να αρνηθεί, όπως αποδεικνύει η έκθεση στο Ράβενσμπρυκ.

Το κρεματόριο του Ράβενσμπρυκ (© Γιώργος Βραζιτούλης)

Οι περισσότερες από τις γυναίκες δεσμοφύλακες δεν έδειξαν αργότερα κάποια μεταμέλεια και ελάχιστες τύψεις είχαν για τη συμπεριφορά τους. Ορισμένες μάλιστα χαρακτήρισαν ως την «ομορφότερη περίοδο της ζωής τους» τα χρόνια της εργασίας τους στο στρατόπεδο του Ράβενσμπρυκ, ενώ άλλες, όπως η Μαρία Μαντλ, βαθμοφόρος φρουρός στο ίδιο στρατόπεδο και αργότερα στο Άουσβιτς, ακόμη και λίγο πριν τον θάνατό τους, έβρισκαν «απολύτως καθόλου κακό» αυτό που συνέβαινε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η 36χρονη αυστριακή Μαντλ, που ήταν μια από τις πιο απάνθρωπες φρουρούς, εκτελέστηκε με απαγχονισμό το 1948 στην Κρακοβία, μετά την καταδίκη της σε θάνατο ως εγκληματίας πολέμου. Η καριέρα της κόρης ενός τσαγκάρη από απλή ταχυδρομική υπάλληλος σε μια αγροτική περιοχή της Αυστρίας μέχρι τo πόστο της βαθμοφόρου φρουρού στην υπηρεσία των SS στα διάφορα στρατόπεδα, αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά θέματα στην έκθεση.

Ένα άλλο αξιοπρόσεκτο παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της Ίρμα Γκρέσε, κόρης μιας αγροτικής οικογένειας από το Μεκλεμβούργο, η οποία ξεκίνησε την καριέρα της στο Ράβενσμπρυκ και μετατέθηκε στη συνέχεια επίσης στο Άουσβιτς. Σε ηλικία μόλις 21 ετών, στη περιβόητη ράμπα του Άουσβιτς, η Γκρέσε αποφάσιζε για τη ζωή ή τον θάνατο χιλιάδων θυμάτων, κάνοντας «διαλογή» ανάμεσα σ’ αυτούς που θα οδηγούνταν κατ’ ευθείαν στον θάλαμο αερίων και τα κρεματόρια, και σε εκείνους που θα οδηγούνταν στα παραπήγματα του στρατοπέδου για καταναγκαστική εργασία. Ένα μόνο χρόνο μετά, η «ύαινα του Άουσβιτς» όπως την αποκαλούσαν οι κρατούμενοι για την απάνθρωπη σκληρότητά της, θα καταδικαζόταν σε θάνατον δι’ απαγχονισμού στη γνωστή «δίκη του Μπέργκεν-Μπέλσεν».

Όσο για τη Λουΐζε Νταντς (που προαναφέρθηκε στην αρχή), η οποία προηγούμενα εργαζόταν σε ένα φούρνο και, σύμφωνα με μαρτυρίες κρατουμένων που επέζησαν, είχε μεταμορφωθεί μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα από μια «πράα» φρουρό σε μια αμείλικτη σαδίστρια, καταδικάστηκε μετά τον πόλεμο στην Πολωνία σε ισόβια κάθειρξη για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και βασανισμούς κρατουμένων. Μετά από εννέα χρόνια φυλάκισης η Νταντς επέστρεψε στη Γερμανία και έζησε μια ήσυχη ζωή, μέχρι που το 1996 οδηγήθηκε ξανά σε δίκη για τον θάνατο του κοριτσιού στο Μάλχο. Η δικαστική υπόθεση όμως έκλεισε λόγω της κατάστασης της υγείας της 80χρονης πλέον κατηγορούμενης.

Κρατούμενες στο Ράβενσμπρυκ σε καταναγκαστικά έργα (Πηγή: BArch, Bild 183-1985-0417-15, Ravensbrück, Konzentrationslager)

Επιμύθιο

Άποψη του μνημείου για τα θύματα του στρατοπέδου Ράβενσμπρυκ (© Γιώργος Βραζιτούλης)

Για πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο η γερμανική κοινωνία διαχώριζε τις γυναίκες φρουρούς των ναζιστικών στρατοπέδων από τον βασικό κορμό της, θεωρώντας τες ως μεμονωμένα «τέρατα». Με αυτό τον τρόπο προσπαθούσε να αποφύγει την παραδοχή ότι και αυτές ουσιαστικά προέρχονταν μέσα από τα σπλάχνα της. Με την έκθεση στο Ράβενσμπρυκ, όπου, χωρίς εκθέματα εντυπωσιασμού αλλά με παραστατικό και τεκμηριωμένο τρόπο, παρουσιάζονται τα «κοινότοπα» κίνητρα των γυναικών αυτών, οδηγείται κανείς τελικά στη γενικότερη διαπίστωση ότι και σήμερα, κάτω από παρόμοιες προϋποθέσεις και συνθήκες, θα μπορούσε να ξανασυμβεί το ίδιο, ότι δηλαδή οι απλές, συνηθισμένες εκείνες γυναίκες θα μπορούσαν να βρίσκονται ανάμεσά μας. Επειδή «το κακό εμφανίζεται εκεί όπου ο πράττων αποφεύγει να δώσει νόημα στα γεγονότα, όταν τα παρακολουθεί σαν να ήταν εξωτερικές διαδικασίες, όταν τα απογυμνώνει από κάθε ηθικό χαρακτήρα. Το κακό υπεισέρχεται εκεί όπου δεν υπάρχει διάκριση καλού και κακού. Δεν παράγεται ούτε ως επιθυμία του «κακού», ούτε ως απουσία του «καλού» αλλά ως διαγραφή της ίδιας της διαφοράς τους. Το κακό παράγεται όταν ο κόσμος (το «είναι») μένει χωρίς ηθική ποιότητα («νόημα»). Στην ανθρώπινη κοινωνία δεν είναι παρούσα κάποια διαβολική δύναμη του «κακού», είναι απόν το ίδιο το νόημα».*

*Παύλος Κόντος: Η κοινοτοπία του κακού. Στο: «Χρονικά» – Όργανο του ΚΙΣΕ, Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 2001, σελ. 2&21.

Πηγή:

Simone Erpel (Hrsg.): Im Gefolge der SS: Aufseherinnen des Frauen-KZ Ravensbrück. Schriftenreihe der Stiftung Brandenburgische Gedenkstätten, Band 17, 3. Aufl. 2018.

Σχετικά άρθρα

Ποιοι σταμάτησαν πραγματικά το Ολοκαύτωμα 

Μία επίσκεψη – χρέος

Γιώργος Απηλιώτης

Η Ευτυχία Ναχμία – Νάχμαν και ένα μικρό ντοκουμέντο μνήμης με 48 συγκλονιστικές φωτογραφίες

Αλέκος Ράπτης