Αριστερά: Ο γιατρός Ερρίκος Ν. Λεβής με τη στολή του αξιωματικού του Ελληνικού Στρατού. Δεξιά: Ο θείος Ερρίκος (μπρος δεξιά) το 1920 σε ηλικία 7 ετών μαζί με την αδελφή του Ζανέτ (πάνω αριστερά) και ξαδέλφια τους μπροστά από το σπίτι των παππούδων τους (το λεγόμενο «Λύκειο» στη γωνία των οδών Κουντουριώτου και Ζάππα). Πάνω δεξιά είναι η Νέλλυ Λεβή, αδελφή της γιαγιάς μου. Η ξύλινη πόρτα που διακρίνεται πίσω τους διατηρείται μέχρι και σήμερα.
Ιστορίες

Υμνώντας την Ελευθερία

Ο Αλέξανδρος Μωυσής, με αφορμή τη σημερινή θλιβερή επέτειο του εκτοπισμού των Γιαννιωτοεβραίων, γράφει για τον θείο του Ερρίκο Λεβή, που γλίτωσε δύο φορές από τη selection των Γερμανών και περιγράφει πώς εκείνος και οι συγκρατούμενοί του σε ένα αεροδρόμιο κοντά στο Μπαρτς έψαλλαν τον εθνικό ύμνο, μόλις έκπληκτοι συνειδητοποίησαν πως ήταν πια ελεύθεροι.

Όταν οι Γιαννιώτες κατάλαβαν, μετά από δώδεκα μήνες απίστευτων μαρτυρίων, ότι ήταν ελεύθεροι άρχισαν να ψέλνουν τον Ελληνικό Εθνικό Ύμνο. Ο Ύμνος Εις την Ελευθερίαν ήχησε σε ένα άδειο Γερμανικό κρατητήριο κοντά στα σύνορα μεταξύ Γερμανίας και Δανίας.

Η ημερομηνία: 30 Απριλίου 1945. Βρίσκονταν δέσμιοι των Γερμανών για πάνω από έναν χρόνο, από τότε που τους είχαν συλλάβει στα Γιάννενα. Των Γερμανών οι οποίοι τους αναγνώριζαν μόνο «το δικαίωμα να αναπνέουν» και τίποτε άλλο. Των Γερμανών οι οποίοι είχαν δολοφονήσει την πλειονότητα των συγγενών και συμπολιτών τους, όταν εκείνοι έφτασαν μαζί τους στο Άουσβιτς στις 12 Απριλίου του 1944 μετά από εννέα μέρες κράτησης σε ένα υπόστεγο αυτοκινήτων στη Λάρισα και άλλες εννέα μέρες στο τρένο. Είχαν εκτοπιστεί όλοι από τα Γιάννενα στις 25 Μαρτίου. Φτάνοντας στο Άουσβιτς αντιμετώπισαν τον εφιάλτη της «selection», της επιλογής: Το πέρασμα όταν κατέβηκαν από το τρένο μπροστά από έναν γερμανό αξιωματούχο, ο οποίος, με μια κίνηση του χεριού προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά, καθόριζε το αν θα ζήσεις ή αν θα σταλείς στον θάλαμο των αερίων και τον θάνατο.

Δεν γνώριζαν τη μέρα εκείνη, όταν διαχωρίστηκαν και αποχωρίστηκαν από τους ηλικιωμένους και μικρούς συγγενείς και συμπολίτες τους τη σημασία της «selection». Τους ενημέρωσαν όμως γρήγορα οι άλλοι κρατούμενοι, δείχνοντάς τους και τον καπνό που έβγαινε από τις καμινάδες, πως όλοι οι συγγενείς και συμπολίτες τους είχαν ήδη καεί. Από τότε κάθε μελλοντικό πέρασμα από μια τέτοια γερμανική διασταύρωση ανάμεσα στους δρόμους της ζωής και του θανάτου έγινε και ένας νέος εφιάλτης.

Αντιμετώπισαν πολλές τέτοιες αγωνιώδεις διασταυρώσεις στον χρόνο που πέρασαν στα στρατόπεδα ο Ερρίκος Ν. Λεβής και οι συγκρατούμενοί του. Στο Άουσβιτς, στο Wroclau (λίγο βορειοδυτικά), στο Στέτιν (Szczecin, κοντά στις εκβολές του ποταμού Όντερ στη Βαλτική θάλασσα), στο Μπέργκεν-Μπέλτσεν (ανάμεσα από το Αννόβερο και το Αμβούργο της Γερμανίας), στο Μπαρτς (Barth, κοντά στα σύνορα μεταξύ Γερμανίας και Δανίας). Αλλά και σε ανοιχτά τρένα, μέσα στο παγερό κρύο. Ο ίδιος, ως αξιωματούχος της Ισραηλιτικής Κοινότητας Ιωαννίνων, αλλά και ως μέλος της αντίστασης του ΕΔΕΣ, είχε συλληφθεί από τους Γερμανούς πριν από τους συμπολίτες του. Γνώρισε τα κάτεργα πρώτα τον Φεβρουάριο του 1943 στο υπόγειο της οικίας Λάππα στο νησάκι των Ιωαννίνων, όπου στεγαζόταν η γερμανική στρατιωτική αστυνομία, η Feldgendarmerie. Για να φτάσει εκεί, είχε ήδη περάσει από την πρώτη άτυπη selection, αφού μαζί με δύο ακόμη Γιαννιωτοεβραίους προοριζόταν για εκτέλεση. Σώθηκαν χάρη στο γεγονός ότι ο θείος Ερρίκος γνώριζε γερμανικά και μάλωσε τους επίδοξους δολοφόνους του στρατιώτες, όταν αυτοί ετοιμάζονταν να τους εκτελέσουν κοντά στο Στρούνι, στην απέναντι όχθη της λίμνης Παμβώτιδας απέναντι από τα Γιάννενα.

Η δεύτερη άτυπη selection έγινε στο υπόγειο της Ζωσιμαίας Σχολής την οποία χρησιμοποίησαν οι Γερμανοί σαν φυλακή. Οι τρεις Γιαννιώτες Εβραίοι είχαν μεταφερθεί εκεί από το Νησί. Ήταν κρατούμενοι σε ένα δωμάτιο, το οποίο ο θείος Ερρίκος με το σαρκαστικό του χιούμορ είχε ονομάσει «το κοτέτσι». Ήταν ο χώρος όπου μεταφέρονταν όσοι προορίζονταν, όπως και οι κότες, για εκτέλεση. Στη δική τους περίπτωση η εκτέλεση θα ήταν από τους Γερμανούς ως αντίποινα για αντιστασιακές ενέργειες. Για καλή τους τύχη, αρρώστησε ο διοικητής της φυλακής και τον εξέτασε ο κρατούμενος γιατρός Λεβή. Ο διοικητής, για να τον ευχαριστήσει, μετέφερε τον ίδιο και τους άλλους δύο συγκρατούμενους στην «αίθουσα των ζωντανών» όπου κρατούνταν όσοι δεν ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο. Πριν καν φτάσει στο Άουσβιτς δηλαδή, ο θείος Ερρίκος είχε ήδη περάσει δύο εφιαλτικές γερμανικές διασταυρώσεις ανάμεσα στους δρόμους της ζωής και του θανάτου.

Το μικρό αεροδρόμιο του Stralsund-Barth κοντά στα σύνορα Γερμανίας και Δανίας στις μέρες μας. Εκεί κοντά οι Γιαννιώτες έψαλλαν τον ύμνο για την ελευθερία τους το βράδυ της 30 Απριλίου 1945.

Τον Απρίλιο του 1945 ήταν κρατούμενος μαζί με λίγους άλλους σε ένα αεροδρόμιο κοντά στο Μπαρτς. Οι Γερμανοί τους είχαν μεταφέρει επανειλημμένα προς τα δυτικά μέσα στο κρύο, κάθε φορά που πλησίαζε ο ρωσικός στρατός. Όταν όμως οι Γερμανοί ετοιμάστηκαν να εγκαταλείψουν πανικόβλητοι το Μπαρτς, για να αποφύγουν τα συμμαχικά στρατεύματα, ο θείος Ερρίκος, εξαντλημένος και άρρωστος, δήλωσε στους συγκρατούμενούς του ότι αυτή τη φορά πλέον δεν άντεχε να περπατήσει. Ήξερε ότι οι δυνάμεις του θα τον εγκατέλειπαν και πως, αν έπεφτε από την κόπωση στη διάρκεια της πορείας, οι Γερμανοί θα τον εκτελούσαν με μια σφαίρα στο κεφάλι.

«Εγώ δεν θα πάω» είπε. «Καλύτερα να με σκοτώσουν, διότι δεν θα μπορέσω να περπατήσω. Θα μείνω». Έβλεπε ότι οι Γερμανοί μέσα στον πανικό τους έκαιγαν τα πετρέλαια στο αεροδρόμιο, οπότε υπήρχε η ελπίδα ότι, μέσα στη βιασύνη τους να φύγουν, δεν θα πρόσεχαν ότι έλειπε.

«Θα μείνουμε κι εμείς μαζί σου, γιατρέ» είπαν πέντε συμπολίτες του. Εκτιμούσαν την κρίση του και το γεγονός ότι ο δαιμόνιος γιατρός του στρατού τους είχε μάθει πώς να προστατεύσουν τον εαυτό τους, όσο γινόταν, κάτω από τις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες της κράτησης τους.

Έτσι οι έξι τους κλειδαμπαρώθηκαν όλοι μαζί σε μια αίθουσα στον τρίτο πάνω όροφο, στοιβάζοντας έπιπλα μπροστά στην πόρτα, για να καθυστερήσουν τους γερμανούς στρατιώτες αν αυτοί τους αναζητούσαν.

Όμως γερμανός στρατιώτης δεν φάνηκε. Το κτίριο νέκρωσε και δεν άκουγαν καμία κίνηση.

Τη συνέχεια αφηγείται ο ίδιος ο Ερρίκος Λεβής στην τετράωρη κατάθεση του στο Μουσείο του Ολοκαυτώματος:

«Νύχτωσε. Δεν ακούγαμε τίποτα. Οπότε λέω σε δύο από αυτούς […]: Παιδιά, θα πάτε κάτω να δείτε, να βολιδοσκοπήσετε τι γίνεται. Υπάρχουν Γερμανοί; Δεν υπάρχουν; Γιατί πεινάσαμε κιόλας.

Αυτοί κατεβαίνουνε κάτω και περνάει μιάμιση ώρα και δεν δίνουν σημεία ζωής.

Στενοχώρια εγώ! Τους πιάσαν οι Γερμανοί (υπέθεσα), θα τους σκότωσαν. Εγώ φταίω που τους είπα να κατεβούνε. Εγώ εκείνο, εγώ το άλλο…

Τελικά, μετά από μιάμιση ώρα, έρχονται –μ’ ένα στομάχι τόσο– που βρήκαν το φαΐ που εγκατέλειψαν οι Γερμανοί –και ριζόγαλο ωραίο που φτιάνανε οι Γερμανοί– και ψέλνανε τον Εθνικό Ύμνο τον Ελληνικό.

Άμα ακούσαμε τον Εθνικό Ύμνο, ανοίξαμε την πόρτα.[…]

Δεν υπάρχει Γερμανός, δεν υπάρχει κανένας!  Έλα κάτω γιατρέ έχει φαΐ κι είναι ζεστό ακόμα το φαΐ!»

Τι πιο φυσικό για τους Ρωμανιώτες Εβραίους, οι πρόγονοι των οποίων σε βάθος αιώνων ήταν ελληνόφωνοι, από το να ψάλουν σε αυτή τη δραματική στιγμή τον ύμνο του Σολωμού; Τον ύμνο που διαπερνά την ψυχή του κάθε Έλληνα:

Και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε ω χαίρε Ελευθεριά!

Μπορείτε να δείτε την συγκλονιστική τετράωρη κατάθεση του Ερρίκου Ν. Λεβή, του κρατούμενου αριθμός 182449, σε 8 ημίωρα βίντεο στις ακόλουθες διευθύνσεις στο διαδίκτυο:

bit.ly/ELevis1  (μέρος 1ο), bit.ly/ELevis2 (μέρος 2ο), bit.ly/ELevis3 (μέρος 3ο), bit.ly/ELevis4 (μέρος 4ο), bit.ly/ELevis5 (μέρος 5ο), bit.ly/ELevis6 (μέρος 6ο), bit.ly/ELevis7 (μέρος 7ο), και bit.ly/ELevis8 (μέρος 8ο).

Σχετικά άρθρα

Εμείς Βλέπουμε

Σε μια φάλαγγα με πάνω από εκατό φορτηγά

Ηπειρωτικός Αγών

Ευτυχία Ναχμία – Νάχμαν: Μια σεμνή μαχήτρια που αγωνιζόταν να διατηρηθεί η μνήμη ζωντανή

Αλέκος Ράπτης