Σαγράδα Φαμίλια
Ιστορίες

Αντόνιο Γκαουντί, ο «γητευτής» της Αρχιτεκτονικής

Στις 7 Ιουνίου του 1926 ένας ηλικιωμένος άντρας με άσπρα μαλλιά και γένια, ατημέλητος και σκεπασμένος με μια κουβέρτα, που έδινε την εντύπωση ζητιάνου, στεκόταν έξω από τον υπό ανέγερση ναό Σαγράδα Φαμίλια της Βαρκελώνης και παρακολουθούσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και προσοχή την πρόοδο των εργασιών.
Αντόνιο Γκαουντί 1878

Ήταν τόσο απορροφημένος και εκστασιασμένος από το μέγεθος και την εμφάνιση του έργου που δεν συνειδητοποίησε ότι στεκόταν πάνω στις ράγες του τραμ. Ο οδηγός του επερχόμενου συρμού, παρά την προσπάθειά του, δεν κατάφερε να αποσοβήσει το μοιραίο. Ο ηλικιωμένος κύριος, αιμόφυρτος μετά τη σύγκρουση, αλλά ζωντανός ακόμη, μεταφέρθηκε στο κοντινότερο νοσοκομείο. Όλοι έμειναν με την εντύπωση ότι επρόκειτο για κάποιον φτωχό, μοναχικό ζητιάνο και άστεγο της περιοχής.

Η ταυτοποίηση του βαριά τραυματισμένου άντρα την άλλη μέρα αποκάλυψε το τραγικό παιχνίδι που επιφυλάσσει η μοίρα σε ορισμένους ανθρώπους: ο «πένης και άστεγος» τραυματίας δεν ήταν άλλος από τον αρχιτέκτονα- αναμορφωτή της αρχιτεκτονικής στη Βαρκελώνη και σχεδιαστή επίσης του ναού Σαγράδα Φαμίλια, Αντόνιο Γκαουντί, που πηγαίνοντας για να εκκλησιαστεί σταμάτησε τη μοιραία εκείνη μέρα απέναντι από το έργο του για να στοχαστεί και να προγραμματίσει τις εργασίες της επόμενης ημέρας…

Δυστυχώς το νήμα της ζωής του μεγάλου οραματιστή- αρχιτέκτονα Γκαουντί κόπηκε τρεις μέρες αργότερα, το ίδιο και η συνέχιση ανέγερσης του μοναδικού ναού Σαγράδα Φαμίλια, του καυχήματος της Βαρκελώνης αφιερωμένου στη δόξα της «Αγίας Οικογένειας».

Ο Γκαουντί δεν πρόλαβε βέβαια να δει ολοκληρωμένο το έργο στο οποίο είχε αφιερώσει τη ζωή του, ούτως ή άλλως δεν το περίμενε, λόγω του τεράστιου μεγέθους και των ιδιαιτεροτήτων του. Όταν του το επισήμαιναν, λέγοντάς του ότι με αυτούς τους ρυθμούς κατασκευής, θα απαιτούνταν άλλα εκατό χρόνια για την αποπεράτωση, απαντούσε στωικά και υπερβατικά: «δεν πειράζει, εξάλλου ο εργοδότης μου (εννοούσε το Θεό), είναι αιώνιος και μπορεί να περιμένει».

Ο Αντόνιο Γκαουντί ι Κορνέτ γεννήθηκε το 1852 σε ένα χωριό έξω από την Ταραγόνα της Ισπανίας. Υπήρξε ασθενικό άτομο, υπέφερε από αρθρίτιδα, η οποία τον εμπόδιζε από το να πηγαίνει καθημερινά στο σχολείο. Αντ’ αυτού, ο μικρός Αντόνιο περνούσε τις ώρες του στο σπίτι του παππού του παρατηρώντας τη Φύση σε όλες της τις εκφάνσεις. Το ενδιαφέρον και ο θαυμασμός του για το μεγαλείο της Φύσης, που θεωρούσε υπέρτατο έργο του Δημιουργού, εκδηλώθηκε αργότερα μέσω της ευλάβειας και της θρησκευτικότητάς του, αποτυπώθηκε δε και στις αρχιτεκτονικές του κατασκευές. Ο ίδιος υποστήριζε: «Αν η Φύση είναι το έργο του Θεού και οι αρχιτεκτονικές μορφές πηγάζουν από την Φύση, τότε το έργο του Θεού συνεχίζεται δια μέσου των Αρχιτεκτόνων». Έκτοτε έβαλε στόχο της ζωής του να αποτελέσει έναν άξιο συνεχιστή του έργου του Δημιουργού.

Ο Γκαουντί φοίτησε στο Τμήμα Αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης και συγχρόνως εργαζόταν ως βοηθός σε διάφορα αρχιτεκτονικά γραφεία της πόλης, ώστε να μπορεί να ανταπεξέλθει στα έξοδα του ενοικίου του. Το 1878 ολοκληρώνει τις σπουδές του, με τους βαθμούς του ωστόσο να κυμαίνονται σε μέτρια επίπεδα. Ο Διευθυντής της Σχολής θα σχολιάσει μάλιστα: «Δίνουμε τον ακαδημαϊκό αυτόν τίτλο ή σε έναν ανόητο ή σε μια διάνοια. Ο χρόνος θα δείξει». Ίσχυε ασφαλώς το δεύτερο.

Η επαγγελματική του καριέρα αρχίζει δίπλα στον διάσημο τότε αρχιτέκτονα Χοσέ Μέστρες στη Βαρκελώνη. Η θητεία δίπλα του τον όπλισε με γνώσεις αλλά κυρίως του άλλαξε την αντίληψη που είχε σχετικά με το ρόλο της Φύσης στην Αρχιτεκτονική. Η άποψή του ότι οι μορφές και τα σχήματα μέσα στην Φύση εμπεριέχουν μέσα τους σοφία μεγαλύτερη απ’ ότι όλα τα βιβλία Ιστορίας της Τέχνης μαζί, τον έκανε να λέει συχνά ότι «τα δέντρα απέναντι από το παράθυρο μου είναι τα αγαπημένα μου βιβλία αρχιτεκτονικής».

Ο νεαρός Γκαουντί ευτύχησε να γίνει γρήγορα γνωστός στους αρχιτεκτονικούς αλλά και κοσμικούς κύκλους της Βαρκελώνης, να έχει πρόσβαση σε όλα τα μεγάλα σαλόνια της πόλης, και να συναναστρέφεται προσωπικότητες, κάνοντας χρήσιμες γνωριμίες. Μια εξ αυτών αποτέλεσε και τον σημαντικότερο σταθμό στην καριέρα του: ο δον Εουσέμπιο Γκιουέλ, έχοντας δει τα έργα του νεαρού σχεδιαστή στη Διεθνή Έκθεση των Παρισίων, ζήτησε να γνωρίσει τον Γκαουντί. Ήταν η αρχή μιας σχέσης που κράτησε μέχρι τον θάνατο του Γκιουέλ, το 1918 και η σαραντάχρονη φιλία τους έδωσε την ευκαιρία στον Γκαουντί να υλοποιήσει πολλά από τα σχέδια που είχε κατά νου. Έτσι σταδιακά ήλθαν οι παραγγελίες και τα μεγάλα έργα.

Ο νεαρός αρχιτέκτονας της Ισπανίας δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να πειραματιστεί ευρέως με ιστορικά αρχιτεκτονικά μοτίβα, διέτρεχε με άνεση τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, μόνο όμως ως ενδιάμεσους σταθμούς για τη σύλληψη του δικού του πρωτοποριακού στιλ.

Αρχικά ενσωματώνει στα σχέδιά του στοιχεία και επιρροές από την Ανατολική αρχιτεκτονική (1883-1888), τη Νέο-γοτθική  (περίοδος 1888-1909) και την απόλυτα Νατουραλιστική η οποία ξεκίνησε από το 1895 και κορυφώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1910. Ο Γκαουντί, όμως δεν ήταν ένας συμβατικός αρχιτέκτονας, ο οποίος θα εφάρμοζε σε όλη του τη ζωή αυτά που διδάχτηκε στο Πανεπιστήμιο, ούτε βέβαια θα αρκείτο στις στιλιστικές επιδράσεις από άλλες χώρες και κινήματα του παρελθόντος. Στηριζόμενος στο αισθητικό του ένστικτο αναδείχθηκε σε έναν από τους πλέον «ιδιοσυγκρασιακούς» αρχιτέκτονες του κόσμου και έμελλε με τα δημιουργήματά του να αφήσει το προσωπικό του στίγμα ανεξίτηλο στην πρωτεύουσα της Καταλονίας. Η πολιτισμική ανάπτυξη της Βαρκελώνης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ξεχωριστή ιδιοφυΐα του Αντόνιο Γκαουντί. Εδώ εκφράζονται τα τέσσερα πάθη του: η αρχιτεκτονική, μοναδικά συνδυασμένη με τη γλυπτική, η Φύση, η θρησκεία και η αγάπη του για την Καταλονία.

Η πρώτη περίοδος της καριέρας του περιλαμβάνει κτίρια που πραγματοποίησε μέχρι το 1900 και ανήκουν στο νέο-γοτθικό ρυθμό. Κατασκευές που μοιάζουν σαν να βγήκαν  από παραμύθι σε συνδυασμό με το ιδιαίτερο στυλ του Γκαουντί. Η δεύτερη περίοδος, ονομαζόμενη «της πληρότητας», ξεκινάει από το 1900 και φτάνει έως το 1926, όπου ο Γκαουντί παίρνει στοιχεία από τη Φύση, χρώματα, μορφές και σχήματα σχεδόν οραματικά, για να δημιουργήσει κτήρια μοναδικά. Ο οραματιστής Γκαουντί δημιουργεί έργα απόλυτα διαφορετικά: αντιπαραθέσεις στις γεωμετρικές φόρμες, επιφάνειες που φιλοτεχνούνται με πέτρα ή τούβλο, έντονα κεραμικά πλακάκια και μεταλλοτεχνίες ερπετών ή άνθινων μοτίβων. Ο ίδιος ήταν πλέον πρωτοπόρος του μοντερνισμού…

Κάζα Μπατλό

Το «Σχολείο του Ιησού και της Μαρίας» στην Ταραγκόνα, το «Σχολείο Καλογραιών της Τερέζας» στην πόλη του Σαν Γκερβάσιο, το «Επισκοπικό Παλάτι» στην Αστόργα, το «Casa de los Botines» στην πόλη του Λεόν, το «Bellesguard», ένα μνημείο αφιερωμένο στον Βασιλιά της Ισπανίας, το Μέγαρο και το Πάρκο Γκουέλ, η Κάζα Μπατλό, γνωστή και ως «Σπίτι των Οστών», η Κάζα Μιλά, γνωστή και ως Λα Πεδρέρα,  για να αναφερθούμε σε ελάχιστα από τα έργα που σχεδίασε ο Γκαουντί, συνιστούν λαμπρά δείγματα της άποψης του αρχιτέκτονα-καλλιτέχνη για το νέο-γοτθικό στυλ, την Art Nouveau  και την πρωτοπορία στο μοντερνισμό.

Αδιαμφισβήτητα όμως το έργο που καταχώρησε τον Γκαουντί για πάντα στο Πάνθεο των Μεγάλων Αρχιτεκτόνων ήταν η Σαγράδα Φαμίλια, το σύμβολο της πόλης της Βαρκελώνης. Ο Γκαουντί ανέλαβε το σχεδιασμό και την κατασκευή του γιγαντιαίου αυτού καθεδρικού ναού το 1883 και δούλεψε πάνω σε αυτόν επί 43 συναπτά έτη, μέχρι τον Ιούνιο του 1926. Το «Templo Expiatorio de la Sagrada Familia», «Εξαγνιστικός Ναός της Ιερής Οικογένειας», όπως είναι το πλήρες όνομα του, δεν ξεκίνησε με σχέδια του ίδιου του Γκαουντί. Στην πορεία όμως ο αρχιτέκτονας που είχε αναλάβει τον σχεδιασμό του (ο οποίος ήταν και πρώην δάσκαλος του ίδιου του Γκαουντί), αποχώρησε λόγω έντονων διαφωνιών με τον Επίσκοπο και τη σκυτάλη πήρε ο Γκαουντί, ο οποίος οραματιζόταν έναν Καθεδρικό που θα αποτελούσε το σύμβολο της Καθολικής πίστης όλης της Καταλονίας (ο Γκαουντί υπήρξε φανατικός καθολικός και Καταλανός). Από το 1915 μέχρι και το θάνατό του, ο ιδιόρρυθμος αρχιτέκτονας θα αφιερωθεί αποκλειστικά στην ανέγερση του ναού, με τις πολυάριθμες παραγγελίες που λάμβανε να εκτελούνται πλέον από τη δημιουργική του ομάδα, τα μέλη της οποίας θα γίνονταν κατόπιν γνωστοί αρχιτέκτονες. Όντας εργένης, ο Γκαουντί δεν παντρεύτηκε ποτέ του, και για να έχει άμεση σχέση με το έργο της ζωής του, εγκαταλείπει το σπίτι του και εγκαθίσταται στο εργαστήριο που είχε δημιουργήσει μέσα στη Σαγράδα Φαμίλια, αρνούμενος πεισματωδώς να το εγκαταλείψει. Σιγά-σιγά ο βίος του έγινε λιτός, ανιδιοτελής, τρομερά ασκητικός. Ζούσε σε κρύπτη κάτω από το ναό, ντυνόταν σαν φραγκισκανός μοναχός και τρεφόταν ελάχιστα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του η κατάσταση της υγείας του είχε επιδεινωθεί και ο ίδιος είχε αρχίσει να παραμελεί τον εαυτό του, να ντύνεται με κουβέρτες και να βγαίνει στον δρόμο ξυπόλητος. Με αυτή την εμφάνιση συναντήθηκε με τη μοίρα του, το ατύχημα με το τραμ, στις 7 Ιουνίου του 1926. Τα οράματα του Γκαουντί έσβησαν μετά τρεις μέρες όταν ο μεγάλος αρχιτέκτονας έκλεισε τα μάτια του στις 10 Ιουνίου του 1926. Ήταν 73 ετών. Σχεδόν όλος ο πληθυσμός της Βαρκελώνης συνόδευσε το μεγάλο τέκνο της πόλης στην τελευταία κατοικία του που δεν θα μπορούσε να ήταν άλλη από τη Σαγράδα Φαμίλια, το έργο της ζωής του: η σορός του αποτέθηκε σε κρύπτη της.

Ως επιστέγασμα της αναγνώρισης του έργου και της προσφοράς του Γκαουντί στη Βαρκελώνη, ο περίφημος -ημιτελής ακόμη- καθεδρικός ναός της πόλης, η σπουδαία Σαγράδα Φαμίλια, αυτό το αγέρωχο έργο και μνημείο  στην αισθητική κληρονομιά του Γκαουντί, που αποτελεί μείγμα παθιασμένης αρχιτεκτονικής, φυσικών στοιχείων και θρησκευτικών παραστάσεων, έχει προγραμματιστεί να ολοκληρωθεί το 2026, για να συμπέσει με τα 100 χρόνια από το θάνατο του δημιουργού του.