Για ορισμένους πολέμους, μπορούμε να πούμε πως αυτοί ξέσπασαν σαν «κεραυνός εν αιθρία» και αποτέλεσαν μεγάλη έκπληξη για τους απλούς πολίτες. Όσοι ζούσαν στην Ελλάδα στις 20 Ιουλίου του 1974 θα θυμούνται την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο και την επιστράτευση που ακολούθησε. Για τους περισσότερους Ελλαδίτες, η είδηση της απόβασης νωρίς εκείνο το πρωί ήταν απρόσμενη. Ακολούθησαν οι ουρές στα καταστήματα τροφίμων, τα άδεια ράφια, οι συνεχείς υπερπτήσεις μαχητικών αεροπλάνων προς τα ανατολικά, οι αγωνιώδεις αναχωρήσεις των επιστρατευμένων προς το άγνωστο. Μπορεί εκ των υστέρων να αντιλαμβανόμαστε ότι η εισβολή αυτή ήταν άμεσο επακόλουθο του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου στην Κύπρο, όμως τις μέρες εκείνες η χώρα ολόκληρη βρέθηκε απροετοίμαστη, πράγμα που είχε τραγικές επιπτώσεις για τη μεγαλόνησο.
Κάτι αντίστοιχο βλέπει κανείς διαβάζοντας τα απομνημονεύματα όσων έζησαν στην Ευρώπη το καλοκαίρι του 1914, αμέσως πριν ξεσπάσει ο Α’ΠΠ. Μαθαίνοντας για τη δολοφονία του διαδόχου του Αυστριακού θρόνου Φραγκίσκου-Φερδινάνδου στο Σαράγιεβο, ελάχιστοι από τους καλοκαιρινούς παραθεριστές εκείνης της χρονιάς περίμεναν πως θα ξεσπάσει πόλεμος παρότι οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν πρόσφατα εκτελέσει φιλόδοξα εξοπλιστικά προγράμματα.
Σε αντίθεση με τα παραπάνω παραδείγματα, σε κείμενα γραμμένα το 1910-12 βλέπουμε πως την έκρηξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου την περίμεναν όλοι.
Στα μεν Γιάννενα, οι κάτοικοι της περιοχής έβλεπαν καθαρά τις αμυντικές προετοιμασίες των Τούρκων, ενώ πολλοί Ελληνογιαννιώτες ήταν μυημένοι στην Ηπειρωτική Εταιρεία. Στην δε Αθήνα, αλλά και σε ολόκληρο το Ελληνικό Βασίλειο, οι στρατιωτικές ασκήσεις με την καθοδήγηση ξένων συμβούλων γινόντουσαν σε κατοικημένες περιοχές μπροστά στα μάτια όλων.
Η αμυντική προετοιμασία των Τούρκων στην Ήπειρο
Στα Γιάννενα, οι Τούρκοι οχύρωναν εντατικά την πόλη και τα περίχωρα επί χρόνια.
Διαβάζουμε στην Αθηναϊκή εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ σε επιστολή από τα Ιωάννινα γραμμένη στις 6 Οκτωβρίου 1911: «Ἡ ἀπὸ Αὐλῶνος μέχρι Πρεβέζης καὶ Ἰμαρετίου ἄχρι Συρράκου συγκεντρωθεῖσα ὅλη στρατιωτικὴ δύναμις ἔφθασεν ἤδη τὸν ἀριθμὸν τῶν δέκα ἐννέα χιλιάδων ανδρῶν. Πρὸς κινητοποίησιν αὐτῶν ἠγκάρευσαν καὶ περὶ τὰ 500 ζῶα. Προχθές ἐκομίσθησαν ἐντὸς κιβωτίων ἐν ἄκρα μυστικότητι ἐκφορτωθέντων, καὶ εἴκοσι τέσσαρα ὀρεινά πυροβόλα. Κέντρον ἐνεργείας ὑστάτης ἀμυντικῆς γραμμῆς ὡρίσθησαν τὰ Ἰωάννινα, ὅπου διαμένει διαρκῶς ὁ γεν. στρατιωτικὸς διοικητὴς Ἐσὰτ πασσᾶς καὶ τὸ ἐπιτελεῖον του. Πρώτη γραμμὴ ἀπὸ μὲν θαλάσσης ὡρίσθη τὸ Δέλβινον, ἀπὸ ξηρᾶς δὲ τὸ Ἰμαρέτ. Δευτέρα τὸ Καλμπάκι καὶ τὰ Πέντε Πηγάδια. Ἕδραι ἀποθηκῶν, ζωοτροφιῶν καὶ ὑλικοῦ πολέμου ἡ Φιλιππιὰς καὶ τὸ Χάνι Καλμπακίου» (Εικόνα 1).
Θυμίζω ότι τα Ελληνοτουρκικά σύνορα τότε βρισκόντουσαν πάνω στον Άραχθο ποταμό, με την Πρέβεζα και τη Φιλιππιάδα στην Οθωμανική επικράτεια και την Άρτα στην Ελληνική από το 1881. Το γεφύρι στην Άρτα είχε γίνει συνοριακή διάβαση, με τελωνείο και φυλάκια (Εικόνα 2). Αντίστοιχα χωρισμένες με το ρέμα σαν σύνορο ήταν το Συρράκο με τις Καλαρρύτες. Τα σύνορα περνούσαν επίσης νοτιοανατολικά από το Μέτσοβο, με το Μαλακάσι και το τελωνείο του σε Ελληνικό έδαφος και το Μέτσοβο σε Οθωμανικό.
Μαζί με τις οχυρώσεις σε στρατηγικά σημεία, οι Τούρκοι οργάνωσαν και στρατιωτικά γυμνάσια, όπως αυτά τον Μάρτιο του 1910, πάλι από την εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ:
«Παρ’ ἐπιβατῶν ἀφικομένων ἐκ Πρεβέζης πληροφοροῦμαι ἀσφαλῶς, ὅτι ἔξωθι τῆς Πρεβέζης, περὶ τὰ τὲλη τοῦ παρόντος μηνὸς, θὰ γείνουν γενικὰ γυμνάσια τῶν εἰς τὴν Ἤπειρον συγκεντρωθέντων ἀπό τινος στρατιωτικῶν σωμάτων. Ὅλα τα σώματα ταῦτα, ἀπό τῆς 25 τρ. μηνὸς θὰ συγκεντρωθῶσιν εἰς Πρέβεζαν, καὶ ἐκτελέσωσι ψευδομάχας, γυμνάσια σκοποβολῆς καὶ ἄλλας στρατιωτικὰς ἀσκήσεις».
Ήταν αδύνατο για τους Τούρκους να κρατήσουν τα γυμνάσια και τα οχυρωματικά αυτά έργα μυστικά από τους κατοίκους της περιοχής. Όχι μόνο επειδή πολλά ήταν ορατά από τα γύρω χωριά, αλλά και επειδή στην κατασκευή τους αναμείχτηκαν και Έλληνες.
Διαβάζουμε σχετική μαρτυρία του δημοδιδάσκαλου και «πρωταγωνιστὴ τοῦ δίκτυου κατασκοπείας» Δ. Παπαϊωάννου προς τον Δημήτρη Σαλαμάγκα, την οποία ο τελευταίος δημοσίευσε στο περιοδικό Ηπειρωτική Εστία το 1961:
«Ὡς γνωστὸν, οἱ Τοῦρκοι πρὸς ἐκβραχισμὸν τοῦ ὀρεινοῦ μέρους εἰς ὅ ἀνεγείροντο ταῦτα μετεχειρίσθησαν Τούρκους στρατιώτας καταδικασθέντας εἱς καταναγκαστικὰ ἔργα λόγῳ τοῦ ὅτι ἐτάχθησαν μἐ τὀ μέρος τοῦ Σουλτάνου Χαμὶτ πρὸς ἐπαναφορὰν τῆς μοναρχίας. Καὶ ἐπειδὴ εὕρισκον μεγάλην ἀντίστασιν ἕνεκα τοῦ ὀρεινοῦ ἐδάφους δὲν μποροῦσαν νὰ προχωρήσουν διότι ἀπῃτοῦντο φουρνέλες, καὶ ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν ἤξευραν νὰ κατασκευάζωσι τοιαύτας ἠναγκάσθησαν νὰ προσλάβουν 6-10 εἰδικοὺς ἀπὸ τὸ χωρίον μου ὡς ἐργάτας διὰ τὴν κατασκευὴν τῶν ὀπῶν διὰ τὶς φουρνέλες».
Μαζί με τους συγχωριανούς του αυτούς εργάτες, ο δημοδιδάσκαλος-κατάσκοπος έφτιαξε ένα σχέδιο των οχυρώσεων το οποίο έστειλε στον Άγγελο Τυπάλδο-Φορέστη, τον πρόξενο τότε της Ελλάδας και μετέπειτα νομάρχη Ιωαννίνων.
Και αλλού διαβάζουμε: «Μέχρι δὲ τοῦ 1912 εἰχαμε δώσει ὅλας τὰς πληροφορίας είς τὸ Προξενεῖον γιὰ ὅλα τὰ πέριξ τῶν Ἰωαννίνων ὀχυρώματα, δηλαδὴ πόσα κανόνια ὑπάρχουν εἰς ἕκαστον ὀχυρὸν καὶ πόσοι ἄνδρες».
Στις 29 Αυγούστου 1912, σε άρθρο με τίτλο Οι Τούρκοι Οχυρώνουν τα Ιωάννινα, η ΠΑΤΡΙΣ έγραφε: «Ἐξ ἐπιβατῶν ἀξιοπίστων, ἀφικομένων χθὲς ἐξ Ἠπείρου, πληροφορούμεθα ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἀσχολοῦνται πυρετωδῶς εἰς ὀχυρωματικὰ ἔργα πέριξ τῶν Ἰωαννίνων καὶ ἐπὶ τῶν συνόρων. Ὁ ἐν Ἰωαννίνοις στρατὸς ἀνέρχεται εἰς 7,000 ἄνδρας».
Με τα έργα αυτά, τοποθεσίες οι οποίες είχαν στο παρελθόν συνδεθεί με βοσκότοπους ή με απόκρημνες βουνοπλαγιές προστέθηκαν στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. Έγραφε ο Ευάγγελος Μπόγκας στην Ηπειρωτική Εστία το 1961:
«Ή Μπιζάνη λέγανε τότε στα Γιάννινα. Μέ τον πόλεμο, ή Μπιζάνη άλλαξε γένος και γίνηκε τό Μπιζάνι. Γιατί, οί ‘Έλληνες δεν έβλεπαν μπροστά τους τή Μπιζάνη, τό χωριουδάκι με τά 30 σπίτια, πού βρισκόταν στο πίσιο μέρος, αλλά τό βουνό, τό πολυθρύλητο οχυρωμένο Μπιζάνι, πού τούς άνέκοψε τη θριαμβευτική πορεία».
Ο Ελληνικός Στρατός ετοιμάζεται για την επίθεση
Αλλά και στην Ελλάδα τα γυμνάσια του στρατού και του ναυτικού γινόντουσαν σε πολυσύχναστα μέρη όπου ο κόσμος τα παρακολουθούσε με ενδιαφέρον: Στο Πεδίο του Άρεως στην Αθήνα, στα περίχωρα της πρωτεύουσας, στη Θήβα, την Πάτρα, την Άρτα, τον Βόλο και αλλού.
Τον Ελληνικό Στρατό συμβούλευε ο Γάλλος στρατηγός Εντού. Την άφιξη του στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1911 ακολούθησε επί μήνες σειρά από επιθεωρήσεις και στρατιωτικά γυμνάσια.
Την Τετάρτη 18 Μάιου του 1911 έγινε άσκηση στο Χαλάνδρι: Εγερτήριο στις τρεισήμισι το πρωί, αναχώρηση στις 5. «Πάντες οἱ στρατιῶται ἦσαν εὐθυμότατοι. Δὲν εἶχον ἀπομακρυνθῆ πλέον τοῦ ἑνὸς τετάρτου τῆς ὥρας ἀπὸ τὰ παραπήγματα καὶ ὁ καταπράσινος κάμπος ἀντήχησεν ἀπὸ τρελλὰ τραγούδια. Ἡ Χάϊδω καὶ τὸ Μελαχροινὸ κατέλαβον τὴν πρώτην γραμμήν. Πῶς τὸ λὲν, ρὲ Θανάσ’, ἐκεῖνο τοῦ χωριοῦ μας; Καὶ ὁ ὑποδεκανεὺς Θανάσης ἀμέσως ἤρχιζε τὴν Πενταγιώτισσα. Ἡ διμοιρία ὁλόκληρος συνώδευεν εἰς τὸ τραγοῦδι τὸν ὑποδεκανέα».
Ένα στρατιωτικό απόσπασμα κατέλαβε θέσεις βορειοανατολικά από το Χαλάνδρι. Το άλλο κατέλαβε το Ψυχικό. Το βόρειο απόσπασμα επιχείρησε επίθεση προς την Αθήνα την οποία υπεράσπισε το απόσπασμα του Ψυχικού. Ολόκληρη η πεδιάδα αντήχησε από τους κρότους από τα άσφαιρα πυρά του πεζικού και του πυροβολικού.
Λίγες μέρες αργότερα, την Πέμπτη 26 Μαΐου 1911 σε μια άλλη άσκηση, δύο μεραρχίες στρατού επιτέθηκαν προς την Αθήνα από το Τατόϊ και το Μενίδι, ενώ μια τρίτη μονάδα προέλασε από την Κηφισιά. Υποστηρίζοντας τους επιτιθέμενους, μια ταξιαρχία του ιππικού οχυρώθηκε στο Σταυρό για να παρεμποδίσει την ενίσχυση του αμυνόμενου στρατού της Αθήνας από τα Μεσόγεια.
Ήταν βέβαια αραιοκατοικημένο τότε το Λεκανοπέδιο της Αττικής, αλλά φανταστείτε τον στρατό «της αμύνης» παραταγμένο από τα Τουρκοβούνια ως το Νέο Ηράκλειο από τη μια και στο Μπραχάμι (Άγιο Δημήτριο) από την άλλη. Φανταστείτε επίσης τον στρατό της επίθεσης στα βόρεια να φτάνει από τις τότε λεγόμενες «Κουκουβάουνες» (σήμερα Μεταμόρφωση) και από εκεί να απωθεί τον αμυνόμενο στρατό καταλαμβάνοντας τους γύρω λόφους.
Φανταστείτε μετά όλους να σταματούν για το μεσημεριανό τους φαγητό, για lunch break όπως λέμε σήμερα, με τους αξιωματικούς συγκεντρωμένους για το γεύμα τους στο Μαρούσι. Το δε απόγευμα, οι επιτιθέμενοι επιχείρησαν κυκλική κίνηση προς το Καματερό για να επιτεθούν προς την Αθήνα από τα βορειοανατολικά. Το βράδυ, μετά το τέλος των ασκήσεων ακολούθησε συνάντηση του Εντού με τους σωματάρχες όπου σχολίασε τις επιχειρήσεις και τις αποφάσεις τους.
Το Σάββατο, 11 Ιουνίου του 1911, Αθηναίοι και Πειραιώτες βρέθηκαν αντιμέτωποι με μεγάλη άσκηση πυροβολικού. Το βουητό από τα πενήντα καινούργια τηλεβόλα ακούστηκε σε ολόκληρο το λεκανοπέδιο. Στο σενάριο της άσκησης αυτής, ένα εχθρικό απόσπασμα προχώρησε από τη Βάρη προς την Αθήνα και αντιμετωπίστηκε από το στρατό των Αθηνών ο οποίος ανέπτυξε το πυροβολικό του σε θέσεις στα γύρω υψώματα.
Στις 12 Φεβρουαρίου 1912, διαβάζουμε τον τίτλο: «Ἡ φρουρά τῶν Ἀθηνῶν τρέπει εἰς φυγήν τοὺς Μαραθωνομάχους». Η φρουρά των Αθηνών, «μιὰ μακρὰ γραμμὴ ἀπὸ χακὶ» κινήθηκε για να αντιμετωπίσει τον «εχθρό» που πλησίαζε από το Μαραθώνα. Ὀλίγον ὀπίσω ἀκόμη κόσμος περιέργων καὶ στρατὸς στραγαλατζήδων καὶ κουλουρτζήδων». Οι θεατές ακολουθούσαν παρά τον παγερό βόρειο άνεμο. Στάθμευσαν στον Ἀγιο Ιωάννη τον Κυνηγό. Ο εχθρός βρισκόταν στο Σταυρό. Άρχισε να πέφτει βροχή, αλλά η άσκηση συνεχίστηκε. Στο τέλος, ο στρατηγός Εντού «ἀνέπτυξε εἰς τους ἀξιωματικούς τὴν κριτικἠν του διερμηνεύοντος τοῦ κ. Δαγκλῆ».
Αλλά και τον Μάιο του 1912 έγιναν μεγάλες στρατιωτικές ασκήσεις στη Θήβα με την παρουσία του στρατηγού Εντού. Τα στρατεύματα ήταν καταυλισμένα μέσα στην πόλη αλλά και στα γύρω χωριά κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής, μέχρι και τη Λειβαδιά. Σαν χώρος των ασκήσεων είχε οριστεί η περιοχή μεταξύ από την Τανάγρα και τη Θήβα. Κοντά στη Θήβα, ενθουσιασμένος ένας θεριστής παρακολούθησε τη μάχη από το χωράφι του φωνάζοντας στους διερχόμενους στρατιώτες: «Κουράγιο καὶ τοὺς φάγαμε παιδιά!»
Αμέσως μετά τη Θήβα οι ασκήσεις συνεχίστηκαν στην Τανάγρα και το Σχηματάρι. Ξεκινώντας στη Λειβαδιά, μια στρατιά προσπάθησε να καταλάβει την Αττική. Άλλοι έσπευσαν από το Μενίδι για να αμυνθούν. Στη διάρκεια της άσκησης αυτής τραβήχτηκε και η ιστορική φωτογραφία του Βενιζέλου μαζί με τον διάδοχο και μετέπειτα βασιλιά Κωνσταντίνο (Εικόνα 3).
Μετά το Σχηματάρι, στις 14 Μαίου οι «μάχες» μεταφέρθηκαν στο Κακοσἀλεσι (Αυλώνα). Τα γυμνάσια στο Κακοσάλεσι συνέπεσαν με την γιορτή της Αγίας Τριάδας οπότε «τὸ ἀπόγευμα χορὸς εἰς τὴν πλατείαν. Καὶ τί χορὸς! Μὲ τὴν στρατιωτικὴν μουσικὴν, ἡ ὁποία κατὰ διαταγὴν τοῦ μεράρχου κ. Δαγκλῆ ἀπὸ τὰς 6 μὲχρι τῶν 8 ἐσκόρπιζε τοὺς ἤχους της καὶ ἐκράτει τὸν ρυθμόν. Ἀληθινὸ πανηγῦρι. Αἱ παρθενικαὶ κόραι τοῦ χωριοῦ, λαμπροστολισμέναι μὲ τὰ μεταξωτά των, μὲ τὶς ἀεροριγμένες μπόλιες, χαμηλοβλέπουσαι, καὶι μὲ παλλόμενον τὸν χρυσὸν τῶν γιορντανιῶν εἰς τὰ στήθη, ἐχόρευαν μαζὺ μὲ τοὺς λεβέντες χωρικοὺς καὶ τοὺς στρατιώτας». Τα γυμνάσια κατέληξαν με προέλαση από το Μπογιάτι (Ἀγιο Στέφανο) και τη Σταμάτα προς την Αθήνα.
Από τα τέλη του 1911, ένα νέο όπλο είχε προστεθεί στη δύναμη του Ελληνικού στρατού και συμμετείχε στις ασκήσεις, το αεροπλάνο. Ἡ «αεροπλοΐα» θεωρήθηκε αρχικά σαν το τέταρτο όπλο του στρατού μετά το πεζικό, το πυροβολικό και το ιππικό. Το σχετικό κονδύλιο είχε ψηφιστεί από το υπουργείο των Στρατιωτικών το Δεκέμβριο του 1911.
«Ἐνῶ τὰ στρατεύματα τῆς ἀμύνης προχωροῡν πρὸς τα στενὰ διὰ νὰ ἀποκρούσουν τὸν ἐχθρὸν, ὑψηλὰ εἰς τὸν οὐρανὸν, ἐπάνω ἀπὸ τὰς ὑψηλὰς κορυφὰς τῶν βουνῶν ποῦ ὑψώνονται νοτίως πρὸς τὸ Κακοσάλεσι, ἰχνογραφεῖται ἕνα πουλὶ περιέργου σχήματος, τὸ ὁποῖον γλυστρᾶ εἰς τὸν αἰθέρα καὶ ὁλοὲν πλησιάζει τὸ χωριό.
-Πουλὶ εἶνε, ὁρὲ;
-Ἀμὴ ξέρω κ’ἐγὼ. Πουλὶ φαίνεται.
-Θεὸς φυλάξοι, ποῦ εἶνε πουλί!
-Ἀμ’ τ’ εἶνε κυρούλα;
-Δὲν ξέρω. Πουλὶ μιὰ φορὰ δὲν εἶνε. Δαιμονικὸ, παιδί μ’, δαιμονικό…
Ὅλοι κατάπληκτοι κυττάζουν τὸν οὐρανὸν καὶ αἱ ἀπορίαι Ἑλληνιστί καὶ Ἀλβανιστὶ διαδέχονται ἡ μία τὴν ἄλλην».
Το πελώριο «πουλί» ήταν αεροπλάνο με τον πιλότο του υπολοχαγό Χ. Καμπέρο, το οποίο συμμετείχε στα γυμνάσια (Εικόνα 4).
Και Ανθοπόλεμος!
Δεν έγιναν ωστόσο μάχες μόνο με άσφαιρα όπλα και με τηλεβόλα τις μέρες εκείνες στην Αθήνα. Στις αρχές Μαΐου, οι Αθηναίοι επιδόθηκαν και σε ανθοπόλεμο! Στην «ἐορτή τῶν ἀνθεστηρίων» την Κυριακή 6 Μαΐου 1912 στο Ζάππειο, βρίσκουμε τους Αθηναίους «ἀνθοπολεμοῦντες». Παρόντες και ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Παναγιώτης Δαγκλής, ο δήμαρχος Αθηναίων Σπύρος Μερκούρης και πολλοί άλλοι επίσημοι. Η εκδήλωση συνοδεύτηκε από παρέλαση αρμάτων με πρώτη μια τεράστια κούκλα που συμβόλιζε την Άνοιξη. Στο νου όλων τότε ήταν το Κρητικό ζήτημα: «Θαυμάσιον τὸ ἄνθιμον καὶ στολισμένον με στάχυα ἁμάξι, τοῦ ὁποίου ἐπιβαίνει χορός ἀπὸ τριάκοντα Ἀτθίδας, φερούσας τὸ γραφικώτατον Κρητικὸν ἔνδυμα καὶ ἕνα εὐσταλῆ Κρῆτα. Τραγουδοῦν Κρητικά τραγούδια καὶ αἱ κρυστάλλιναι φωναί των προσθέτουν ἄπειρον εὐμορφιάν εἰς τὴν παρέλασιν. Ὁ κ. Πρωθυπουργὸς γελᾶ εὐχαριστημένος, χειροκτροτεῖ καὶ ραίνει τὸ ὡραῖον ἅρμα μὲ ἄνθη».
Η προετοιμασία στο Ναυτικό και «Ο Αβέρωφ»
Στο ναυτικό, τα γυμνάσια γινόντουσαν νύχτα και μέρα με Γάλλους αλλά και Άγγλους συμβούλους. Από την πλευρά των Γάλλων βλέπουμε τον ναύαρχο Λουί Νταρτίζ ντι Φουρνέ, τον οποίο θα ξανασυναντήσουμε το 1916 στα Νοεμβριανά. Τους Άγγλους διοικεί ο ναύαρχος Τώφφνελ.
Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1910 διαβάζουμε: «Αἱ Είδήσεις τοῦ Μονάχου πληροφοροῦνται ἐκ Παρισών ὅτι ὁ ναύαρχος Φουρνιὲ, κατ’ἐντολὴν τῆς Γαλλικῆς Κυβερνήσεως, ἀπέστειλεν εἰς τὸν Βασιλέα Γεώργιον τὸ κάτωθι πολεμικὸν σχέδιον: Κατὰ τὸν Φουρνιὲ, ἡ Ἑλλὰς δέον νὰ στηρίξῃ τὴν δρᾶσιν αὐτῆς κυρίως ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καταλαμβάνουσα τὰς νήσους τοῦ Αἰγαίου καὶ προλαμβάνουσα οὔτω τὴν Τουρκικὴν κινητοποίησιν. Ἡ Ἑλλὰς, κατὰ τὸ σχέδιον, οὐδεμίαν σημασίαν πρέπει νὰ δίδῃ εἰς τὸν Τουρκικὸν στὸλον, διότι οὖτος λόγῳ τῆς στάσεως τῶν δυτικῶν Δυνάμεων εἶνε ἠναγκασμένος νὰ παραμένῃ ἄπρακτος εἰς τὰ Δαρδανέλλια. Ἔχουσα τοιουτοτρόπως ἡ Ἑλλὰς ταχείας ἐπιτυχίας ἐλάχιστην πρέπει νὰ δώσῃ σημασίαν εἰς τὴν κατάληψιν τῆς Θεσσαλίας, ἧς ἄλλως τε ἡ ἄμυνα καθίσταται λίαν προβληματική».
Ακολούθησαν, όπως και στο στρατό, μια σειρά από γυμνάσια. Τα μεσάνυχτα της Δευτέρας 21 Μαΐου 1912 ο στόλος αναχώρησε από το Φάληρο με θέμα της νυκτερινής άσκησης την προστασία των μεταγωγικών που μετέφεραν τον στρατό στο Βόλο.
Διαβάζουμε επίσης στις 17 Ιουνίου 1912: «Προχθὲς τὸ βράδυ εἰς τὸν ὅρμον τοῦ Φαλήρου ἐβυθίσθησαν δύο ἀπὸ τὰ θωρηκτά μας, ὁ Ἀβέρωφ καὶ ἡ Ὕδρα. Δὲν τὸ ἐμάθατε βέβαια. Μολαταῦτα αὐτὸ ὑπῆρξε τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ψευδοναυμαχίας καὶ τῶν βροντῶν τῶν πυροβόλων, τὰ ὁποῖα συνετάραξαν Γῆν καὶ Πόντον. Χθὲς τὸ ἑσπέρας εἴχαμεν πάλιν τὰ ἴδια. Νέα ψευδοναυμαχία, νέαι καταπλεύσεις μὲ τοὺς προβολεῖς, νέοι πυροβολισμοί».
Το σημαντικότερο γεγονός για την προετοιμασία του ναυτικού τότε ήταν η άφιξη του θωρηκτού Αβέρωφ την Πέμπτη 1η Σεπτεμβρίου του 1911. Ο ενθουσιασμός ήταν τέτοιος ώστε όχι μόνο ολόκληρη η κυβέρνηση και η βασιλική οικογένεια, αλλά και δεκάδες χιλιάδες κόσμου κατέβηκαν στο Φάληρο για να δουν το καμάρι του Ελληνικού ναυτικού.
Με κόστος πάνω από ένα εκατομμύριο αγγλικές λίρες της εποχής (ποσό που αντιστοιχεί σήμερα σε πάνω από 150 εκατομμύρια), η κυβέρνηση του Βενιζέλου που είχε προκύψει από την Επανάσταση το 1909 στο Γουδί, παράγγειλε το θωρηκτό τον Οκτώβριο του της ίδιας χρονιάς. Χάρη στο κληροδότημα του Ηπειρώτη εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ, ο οποίος είχε πεθάνει 10 χρόνια πριν στην Αλεξάνδρεια, η Ελληνική κυβέρνηση μπόρεσε να πληρώσει την προκαταβολή των 250 χιλιάδων λιρών που απαιτούσε ο κατασκευαστής. Έτσι, πρόλαβε να εξασφαλίσει το σκάφος, το οποίο αρχικά προοριζόταν για την Βραζιλία και για το οποίο είχε δείξει επίσης ενδιαφέρον η Τουρκία. Η Βραζιλία είχε αναγκαστεί να ακυρώσει την παραγγελία.
Το θωρηκτό αυτό αποτελούσε ένα συνδυασμό της τεχνογνωσίας των Ευρωπαίων της εποχής με Ιταλούς κατασκευαστές (την εταιρεία Ορλάνδο στο Λιβόρνο), Γερμανική θωράκιση (με ατσάλι από την εταιρεία Κρουπ), Αγγλικά κανόνια (από την εταιρεία Βίκερς), αλλά και Άγγλους συμβούλους.
Οι σύμβουλοι ήταν απαραίτητοι, αφού όπως για κάθε νέο όπλο, η χρήση του αρχικά απαιτεί την μεταφορά τεχνογνωσίας στον παραλήπτη. Τέτοιο πλοίο, το Ελληνικό ναυτικό δεν είχε ξαναδεί. Οπότε το πλήρωμα χρειάστηκε κάποιο διάστημα για να τελειοποιήσει τη διαχείριση του σκάφους. Η διαδικασία αυτή δεν ήταν απλή. Υπήρξαν μάλιστα όπως θα δούμε και προστριβές ανάμεσα στους Άγγλους σύμβουλους, τον πρώτο Έλληνα κυβερνήτη του, τους αξιωματικούς και το πλήρωμα.
Η καθέλκυση του θωρηκτού έγινε στα ναυπηγεία Ορλάντο στο Λιβόρνο στις 27 Φεβρουαρίου του 1910 (Εικόνα 5) και η τελετή ύψωσης της Ελληνικής σημαίας στο πλοίο την επόμενη χρονιά, τη Δευτέρα 16 Μαΐου 1911. Αμέσως μετά, το πλοίο αναχώρησε με προορισμό την Αγγλία για να συμμετάσχει στις εκδηλώσεις για τη στέψη του βασιλιά Γεωργίου Ε’. Στην τελετή αυτή, Ο Αβέρωφ έπλευσε μαζί με την Τουρκική ναυαρχίδα Χαμιδιέ, την οποία έμελλε να αντιμετωπίσει με επιτυχία στο βόρειο Αιγαίο λίγους μήνες αργότερα.
Δυστυχώς λίγες μέρες μετά την επιτυχημένη εμφάνιση του στις εορταστικές εκδηλώσεις για τη στέψη του Άγγλου βασιλιά, το θωρηκτό προσάραξε σε ύφαλο λίγο έξω από το λιμάνι του Πλύμουθ.
Την προσάραξη σε ύφαλο ακολούθησε στάση από το αγανακτισμένο πλήρωμα, αντικατάσταση του κυβερνήτη και μερικών από τους αξιωματικούς και αργότερα παραπομπή των στασιαστών σε ναυτοδικείο. Έτσι ανέλαβε μετά κυβερνήτης ο Παύλος Κουντουριώτης, το όνομα του οποίου συνδέθηκε έκτοτε για πάντα με το θρυλικό θωρηκτό. Οι επισκευές κράτησαν έξη εβδομάδες (Εικόνα 7).
Το ψυχικό κεφάλαιο από τις ασκήσεις και το εθνικό χρέος
Δεν προετοίμασαν μόνο τους στρατευμένους οι ασκήσεις που έγιναν στην Ελλάδα αλλά και στις πόλεις της Αμερικής και της Αυστραλίας όπου ζούσαν ομογενείς. Ετοίμασαν επίσης ψυχολογικά ένα ολόκληρο έθνος για την τελική αναμέτρηση με τον Τούρκο κατακτητή. Έτσι, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος τον Οκτώβριο του 1912, οι Έλληνες ήταν έτοιμοι. Μοιραία, μαζί με τις ένδοξες νίκες και τις κατακτήσεις του Ελληνικού Βασιλείου, οι εφημερίδες γέμισαν με λίστες από νεκρούς και τραυματίες στο άνθος της ηλικίας τους οπότε αυτή η ψυχολογική προετοιμασία ήταν αναγκαία.
Το ψυχικό κεφάλαιο που είχαν δημιουργήσει όλες αυτές οι ασκήσεις στήριξε τους Ελληνικούς θριάμβους απέναντι στο μουσουλμάνο κατακτητή όπως την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων. Το κεφάλαιο αυτό όμως αναλώθηκε μετά σε ιδιαίτερα αιματηρές μάχες εναντίον των ομοθρήσκων Βουλγάρων στο Β’ Βαλκανικό πόλεμο, αποδυναμώθηκε από τον Εθνικό Διχασμό, σπαταλήθηκε για χατίρι άλλων στη βόρεια Βαλκανική και στην Ουκρανία στα τέλη του Α’ΠΠ, και εξαντλήθηκε τελικά στην εχθρική έρημο έξω από την Άγκυρα το 1922.
Κι ενώ ξόδεψε αργά αλλά σταθερά αυτό το πολύτιμο ψυχικό κεφάλαιο επί μία δεκαετία, ο Ελληνικός λαός συσσώρεψε παράλληλα ένα δυσβάσταχτο οικονομικό χρέος σε ξένες δυνάμεις και το κληροδότησε μετά στα παιδιά και στα εγγόνια του.
Ας ελπίσουμε πως η σημερινή γενιά της πρόωρης σύνταξης, του μπιτς μπαρ και του φραπέ δεν θα αφήσει παρόμοιο κληροδότημα δυσβάσταχτου οικονομικού χρέους στους απογόνους της. Ας μην ξεχνάμε πως το οικονομικό χρέος του 1924 είχε συσσωρευτεί για την επιδίωξη εθνικών υποχρεώσεων όπως την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Το χρέος του 2024 όμως πως θα το δικαιολογήσουν οι επόμενες γενιές αν το φορτωθούν;
Η πρώτη Ελληνική νίκη του 1912
Πριν γιορτάσει τις ένδοξες νίκες των στρατευμάτων του, το Ελληνικό κοινό γιόρτασε μίαν άλλη νίκη το καλοκαίρι του 1912: Το χρυσό μετάλλιο του Κωστή Τσικλητήρα στους Ολυμπιακούς της Στοκχόλμης. Ο Μεσσήνιος αθλητής από την Πύλο ήταν σημαιοφόρος της Ελληνικής αποστολής στη Σουηδική πρωτεύουσα (Εικόνα 8). Για τους φίλους της ομάδας του «τριφυλλιού», ο Τσικλητήρας είναι επίσης γνωστός σαν ένας από τους παίκτες της πρώτης ποδοσφαιρικής ομάδας του Παναθηναϊκού (Εικόνα 9).
Στη Στοκχόλμη, ο Τσικλητήρας κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στο μήκος άνευ φοράς με 3 μέτρα και 37 εκατοστά. Κατέκτησε επίσης το χάλκινο μετάλλιο στο άλμα εις ύψος άνευ φοράς με 1 και 55. Παλιότερα, είχε κερδίσει δύο αργυρά μετάλλια στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου το 1908. Δεν υπήρχαν ραδιόφωνο και τηλεόραση βέβαια τότε, οπότε την επιτυχία του το κοινό στην Ελλάδα την έμαθε από τις εφημερίδες. Οι επίσημοι και οι φίλαθλοι τον υποδέχτηκαν τη Δευτέρα 23 Ιουλίου 1912 όχι στο αεροδρόμιο, αφού δεν υπήρχαν τότε επιβατικά αεροπλάνα, αλλά στο σιδηροδρομικό σταθμό Πελοποννήσου. Νωρίτερα την ίδια μέρα, ο Ολυμπιονίκης είχε φτάσει στη Πάτρα με ατμόπλοιο από την Τεργέστη.
Έγραψε σχετικά η ΠΑΤΡΙΣ τότε: « Ἔφυγεν ἀπὸ τὰς Ἀθήνας, ἐπῆγεν εἰς τὴν Στοκχόλμην, ἐνίκησε καὶ χθὲς μᾶς ἦλθε στεφανωμένος μὲ τὸν στέφανον τῆς παγκοσμίου νίκης. Μὲ τὸ χαμόγελον εἰς τὰ χείλη καὶ τὴν ἱκανοποίησιν τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἐξετέλεσε τὸ καθῆκον πρὸς τὸν ἑαυτόν του καὶ τὴν πατρίδα του».
Αναρωτήθηκα τι απέγινε το παλληκάρι αυτό μετά το 1912. Δυστυχώς ο Τσικλητήρας δεν πρόλαβε την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Αν και κατετάγη εθελοντής, ο στρατός τον κράτησε στα μετόπισθεν. Γράφτηκε ότι κάποιοι θέλησαν να τον «προστατεύσουν», αφού τυχόν θάνατος του στις μάχες θα έπληττε το ηθικό του στρατού.
Στις αρχές Φεβρουαρίου 1913, ο Κωστής Τσικλητήρας αρρώστησε από μηνιγγίτιδα και πέθανε μια βδομάδα αργότερα, την Κυριακή 10 Φεβρουαρίου. Στο πλευρό του είχε σπεύσει και ο αδελφός του Σταύρος, ο οποίος πολεμούσε στο Ηπειρωτικό μέτωπο όπου η άλωση του Μπιζανίου και των Ιωαννίνων ήταν θέμα ημερών. Ο Ελληνικός τύπος της εποχής δεν έδωσε μεγάλη έμφαση στην κηδεία του επειδή τα πρωτοσέλιδα εκείνες τις μέρες κάλυπταν οι αιματηρές μάχες στο Μπιζάνι.
Χρειάστηκε να περάσουν ογδόντα χρόνια μέχρι να κερδίσει ξανά Ελληνόπουλο χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο στο στίβο, χάρη στη Βούλα Πατουλίδου το 1992. Δακρύσαμε τότε μαζί της όταν την είδαμε στην τηλεόραση να κερδίζει το χρυσό στη Βαρκελώνη. Η νίκη αυτή ήταν επιστέγασμα της εντατικής της προετοιμασίας. Ο αρθρογράφος του 1912 θα είχε γράψει: «Μὲ τὸ χαμόγελον εἰς τὰ χείλη καὶ τὴν ἱκανοποίησιν τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἐξετέλεσε τὸ καθῆκον πρὸς τὸν ἑαυτόν του καὶ τὴν πατρίδα του, ἡ ὑπερήφανος Ὀλυμπιονίκης ἀνεφώνησεν, Διὰ Τὴν Ἐλλάδαν Ρὲ Γ….».