«Νάρκης του άλγους δοκιμές εν φαντασία και λόγω…».
Κωνσταντίνος Καβάφης – Μελαγχολία του φανταστικού Ιάσωνος Κλεάνδρου εν Κομμαγηγή
Κι αν «ο Λέων Τολστόι δεν είναι πια εδώ», είναι «ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα». Κι αν δεν είναι ο Κώστας Καρυωτάκης, θα είναι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στη Σκιάθο, η μεγάλη αγάπη του Αποστόλη. «Κατόπιν πολλών εννιαυτών αναχωρώ προς νήσον μου».
Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και δυο τρία ονόματα από τον παγκόσμιο κύκλο της διανόησης, τον Τζέημς Τζόυς, για παράδειγμα, με τον Οδυσσέα του, ή τον Μαρσέλ Προυστ, «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», τον Χόρχε Μπόρχες με τις μυθοπλασίες του ή και τον Ζωρζ Μπερνανός ακόμη, με τον επαρχιακό εφημέριο και το περίφημο ημερολόγιό του. Όλους αυτούς που αναφέρω κι άλλους τόσους σπουδαίους έλληνες και ξένους συγγραφείς και ποιητές, μου τους σύστησε στην πορεία των πολλών χρόνων που τον συναναστρέφομαι, ο Αποστόλης Οικονόμου, ο Αποστολάκης όπως τον φωνάζουν μικροί- μεγάλοι στο Λουζέτσι και σε όλα τα Κατσανοχώρια. Είναι ο παππούς, κατά τη Μυρτώ μας.
Ο συγγραφέας των 18 διηγημάτων με τον τίτλο «Ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα» που κρατώ σήμερα στα χέρια μου και τα έχω κλείσει για να τα ξανανοίξω άπειρες φορές, τα τελευταία δέκα ή και παραπάνω μερόνυχτα, είναι ο… δράστης. Είναι εκείνος που με μύησε στη δύσκολη λογοτεχνία. Θέλοντας και μη, από ένα ποντίλιο (γινάτι) νομίζω, τον ακολούθησα κατά καιρούς και γνώρισα, μεταξύ των άλλων, τον Αστέριο της Πασιφάης του Χόρχε Μπόρχες, πρόσφατα τον Οράσιο Ολιβέιρα, τον πρωταγωνιστή του Χούλιο Κορτάσαρ, σε κείνο το μεγαλειώδες διανοητικό παιχνίδι το «Κουτσό». Όλη αυτή η γνώση του είναι συσσωρευμένη σε 193 σελίδες, όσες του πήραν οι προσωπικές του ιστορίες, για να τις εξιστορήσει. Και να τις κάνει λογοτεχνία. Όχι δύσκολη, ούτε δυσνόητη, μα ωραία και προσιτή σε όλους. Στάλες βροχής της μνήμης του.
Θα μπορούσα να το χωρίσω σε ενότητες το πόνημά του ως εξής: Από την εδώ μεριά, από άλλες μεριές… Από τον Δημήτρη Σαλαμάγκα και τους γιαννιώτικους περιπάτους, έως τον Μιλτιάδη Μαλακάση. Να σταθώ στον αλησμόνητο φίλο του, τον Μπάμπη Πλακούτση, που του το αφιέρωσε το βιβλίο. Να πάω στα εγχώρια στη συνέχεια, στον Γιώργο Μακρίδη και στα καστρινά του (εκεί με προκαλεί να γκιζερίσω με τη φαντασία μου), ως την κυρά Μάρθα στο μπαλκόνι της, τον κυρ Χαρίλαο με τα του «Σοφοκλέους τα κλέη».
«Αν κάποιος κυνηγά της ζωής τα πολλά, τα μεγάλα και τον μέτριο βίο αφήνει, θα φανεί στη δική μου τη γνώμη, πως μωρία τον δέρνει πολλή». Και μεταφραστής ο κυρ Χαρίλαος, συν τοις άλλοις. Να πάω στη Φανερωμένη και στον μύλο του Τοπόλια, να φτάσω στη θρυλική Καλούτσιανη. Αμ’ ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, τι θέση μπορεί να έχει;
Σαν κατακλείδα με προκαλεί να ξαναδιαβάσω Καρυωτάκη, να μάθω για τον γεροντοέρωτα του μεγάλου μας Παπαδιαμάντη και τη Θεανώ Δρακοπούλου, που δεν είναι άλλη από τη Μυρτιώτισσα. Να πάω στη Μοσχούλα και στη θεία Αχτίτσα… Χριστούγεννα έρχονται.
Γράφει χωρίς αποσιωπητικά ο Αποστόλης. Χωρίς πρόλογο κι επίλογο, χωρίς επίμετρο. Δύσκολο να επιλέξω σε ποια από τις μεριές να βάλω το συναίσθημα, που βγάζει μέσα από το γραπτό του. Ένα κείμενο απλό, καλογραμμένο, χωρίς φτιασίδια, αλλά με πολλές ευαισθησίες. Είναι εκείνα τα χαρίσματά του, και τα άλλα που είναι οικεία σε όσους τον γνωρίζουν από την καλή. Κι αν μέσα σε όλα αυτά τα σπουδαία, ο επιμελητής του βιβλίου δεν είδε μια άνω τελεία, ή ένα κόμμα που παρείσφρησε αυθαίρετα σε μια πρόταση, αυτά είναι γράμματα ψιλά, μια σταγόνα στον ωκεανό και τα προσέχουν μόνο οι δάσκαλοι, οι σχολαστικοί.