Ιωαννινα οδος Αβερωφ 37.Ο παλαιοπωλης κ.Κ.Χατζης. Η φωτογραφία είναι ευγενική παραχώρηση από τον Κώστα Μαργίολα και δημοσιεύτηκε στην εξαιρετική σελίδα του facebook "Τα Γιάννενα Μέσα στο Χρόνο"
Παλιά ΓιάννεναΣε άσπρο-μαύρο

Βόλτα στα Γιάννενα με τον Δημήτριο Σαλαμάγκα

Ο Steven Kass πετάχτηκε από το κρεβάτι του αμέσως μόλις χτύπησε το ξυπνητήρι. Δεν ήθελε κατά κανένα τρόπο να αργήσει στο πρωινό ραντεβού με το δάσκαλό του, όπως τον αποκαλούσε, τον επιφανή λόγιο και διανοούμενο των Ιωαννίνων Δημήτριο Σαλαμάγκα.

Βέβαια, με τη στενή έννοια του όρου, ο Σαλαμάγκας ούτε δάσκαλος του Steven στο σχολείο ήταν, ούτε τον είχε επηρεάσει στις σπουδές ή στην επαγγελματική του σταδιοδρομία. Μηχανικός υπολογιστών ήταν κατ’ επάγγελμα ο Steven Kass και δη σπουδαγμένος στην αλλοδαπή, εγκατεστημένος στην Αμερική από τα 18 του χρόνια, ελληνο-αμερικανός πια. Το νόστιμο ήμαρ όμως τον έφερνε συχνά-πυκνά στη γενέθλια γη, τα Γιάννενα, για να εκπληρώσει το χρέος του προς τους γονείς του και να συναντήσει παλιούς φίλους και γνωστούς, μάλλον όμως περισσότερο για να αναπληρώσει τα κενά του χρόνου που έζησε στην Εσπερία. Αυτά τα κενά συμπλήρωνε ο Steven Kass κουβεντιάζοντας με τον Δημήτριο Σαλαμάγκα, οικογενειακό φίλο, βαθύ γνώστη της ιστορίας και των πεπραγμένων των Ιωαννίνων, αλλά και των Ιωαννιτών, που ευτυχώς τα είχε αποτυπώσει σε εκατοντάδες γραπτά του τεκμήρια. Από τον Σαλαμάγκα μάθαινε τα τεκταινόμενα της πόλης του ο Steven Kass και αισθανόταν ότι δεν την είχε αποχωριστεί ποτέ, έτσι δικαιολογείται και ο τίτλος του δασκάλου και η αντίστοιχη προσφώνηση προς τον αξιαγάπητο ιστοριοδίφη και λογοτέχνη.
-Να συναντηθούμε πρωί, έχουμε πολλά να πούμε, είχε επισημάνει ο κ. Σαλαμάγκας στην τηλεφωνική τους επικοινωνία.

– Μα δάσκαλε, Νοέμβρης μήνας είναι, το πρωί έχει πάντοτε ομίχλη στα Γιάννενα, μήπως δεν είναι ευχάριστα να περπατάμε στην πόλη, προσπάθησε να τον προστατεύσει από την υγρασία ο Steven Kass.

-Έτσι είναι τα Γιάννενα, η ομίχλη είναι αναπόσπαστο στοιχείο του γιαννιώτικου τοπίου, συνέχισε ο κ. Σαλαμάγκας, την έχουμε συνηθίσει εμείς οι γιαννιώτες, μας περιτριγυρίζει από παντού, έχει περάσει και στην ψυχοσύνθεσή μας…δεν έχεις ακούσει τι λένε οι άλλοι για μας: καλοί άνθρωποι, αλλά κλειστοί αυτοί οι γιαννιώτες… ίσως οφείλεται και στα πεντακόσια χρόνια τουρκοκρατίας, έκλεισε το θέμα ο δάσκαλος, ο οποίος, όπως οι περισσότεροι γιαννιώτες, απέδιδε τα κακώς κείμενα της πόλης και των κατοίκων της στη μακραίωνη επίδραση της παρουσίας των Toύρκων.

Η συνάντηση ήταν στις 9-9.30 στο σπίτι του κ. Σαλαμάγκα στην αρχή της Δωδώνης, απέναντι από τη Ζωσιμαία Ακαδημία, έργο του περίφημου αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχου. Ο δάσκαλος τον περίμενε στην είσοδο της μονοκατοικίας που έμενε. Στητός όπως πάντα, με το κοστούμι και το παπιγιόν του, σήμα κατατεθέν της προσωπικότητάς του.

-Να κατηφορίσουμε προς την πλατεία και το Μώλο, πρότεινε, αφού πρώτα πιούμε τον καφέ μας στην Όαση. Κι έτσι ξεκίνησε η ξενάγηση.

Στο Δικαστικό Μέγαρο, δεξιά πριν την πάνω πλατεία, ο κ. Σαλαμάγκας κοντοστάθηκε, να μην ξεχάσω να χαιρετίσω το φίλο μου το Μαλάμο, ιδιοκτήτη του ομώνυμου καφενείου,είπε.

Το καφενείο βέβαια από χρόνια δεν υφίστατο, το ίδιο κι ο ιδιοκτήτης του, όπως κι ο θερινός κινηματογράφος Έσπερος δίπλα του. Είχαν δώσει τη θέση τους στο ακαλαίσθητο, κατά πολλούς, τετράγωνο και μονοκόμματο κτήριο του δικαστικού μεγάρου. Ο κ. Σαλαμάγκας όμως είχε μια εκπληκτική ικανότητα να διασυνδέει το παρελθόν με το παρόν· τη λύση έδιναν οι γραμματικές και συντακτικές υπερβάσεις, αντί δηλ. να χρησιμοποιεί παρελθοντικούς χρόνους, παρατατικό και αόριστο, μετέφερε την πράξη στον ενεστώτα και μάλλον ξεμπέρδευε εύκολα, με χιουμοριστικό μάλιστα τρόπο. Ασφαλώς και το έκανε ενσυνείδητα, καμία σχέση με άνοια… τα είχε παραπάνω από τετρακόσια.

Το πλακόστρωτο της πλατείας που τους υποδέχτηκε δεν θύμιζε ασφαλώς σε τίποτε τα παρτέρια και το κυκλικό σιντριβάνι της ανάπλασης επί δημαρχίας Σακκά, το προσπέρασαν γρήγορα, ως στοιχείο που δεν συνάδει με τη μορφολογία και την αισθητική της περιοχής, κατά τον κ. Σαλαμάγκα, και εγκαταστάθηκαν στην ανακαινισμένη Όαση, έργο του ονομαστού αρχιτέκτονα Κωνσταντινίδη, αναψυκτήριο παλαιόθεν και αγαπημένος τόπος συνάντησης των γιαννιωτών.

-Ευτυχώς τελείωσε το κτήριο της Νομαρχίας απέναντι, έδρα σήμερα της Περιφέρειας Ηπείρου, αποφάνθηκε ο δάσκαλος, χρόνια το κτίζανε, από τον πόλεμο… πήρε μια ανάσα και συνέχισε, παλιά ήταν μια εκκλησία της Αγ. Παρασκευής εκεί στην άκρη, μετά ένα τζαμί το, Ναμάζ Γκιαχ, μονολόγησε.

Η ώρα του καφέ είχε τελειώσει, πάμε έχουμε δρόμο να κάνουμε, είπε ο κ. Σαλαμάγκας, στρέφοντας το βλέμμα του αριστερά προς την οδό Μιχαήλ Αγγέλου.

-Ας δούμε τι κάνει το αρχοντικό Ιωαννίδη με την περίφημη γέφυρα, είπε απευθυνόμενος στον Steven Kass , ξέρεις κτίστηκε το 1840, ήταν το σπίτι του Χαϊρεντίν πασά.

Βέβαια ο Steven Kass ήξερε ότι το αποκαλούμενο αρχοντικό Ιωαννίδη είχε καεί το 1977 και τη θέση του πήρε τη δεκαετία 70-80 ένα πολυώροφο σύγχρονο κτήριο-έκφραση «της αρχιτεκτονικής της γυάλινης πρόσοψης»- αλλά δεν ήθελε να καταστρέψει το φλας μπακ του δασκάλου.

Κατευθύνθηκαν στην κάτω, στην κεντρική πλατεία της πόλης. Στο σταυροδρόμι με τα φανάρια ο δάσκαλος κοντοστάθηκε. Στο βάθος δεξιά η Μεραρχία αριστερά το Δημαρχείο:

-Α, τι μας έχει προσφέρει αυτή η πλατεία… τι συγκεντρώσεις, τι βόλτες, τι συναντήσεις, τι έχουν δει τα μάτια μου, τον Κωνσταντίνο ελευθερωτή έφιππο, τον ελληνικό στρατό να παρελαύνει στις 21 Φεβρουαρίου του 13, τους γιαννιώτες να ζητωκραυγάζουν την απελευθέρωση, ημέρες και μεγαλεία ανεπανάληπτα.

Η ματιά του, από εθνική έπαρση αλλά κι από μια εσωτερική ανάγκη απότισης φόρου τιμής κι ευγνωμοσύνης, αγκάλιασε το μνημείο των Μπιζανομάχων, έργο του Φαληρέα, που υψώνεται περήφανο απ’ το 1936 στον κήπο των ηρώων.

– Πολύ το αγαπάμε αυτό το μνημείο εμείς οι γιαννιώτες, αποφάνθηκε, και ήταν σαν να κατέθετε στέφανο τιμής στους πεσόντες…

-Και στα νεότερα χρόνια, συμπλήρωσε, από τον εξώστη του ξενοδοχείου Αβέρωφ εκφωνούνταν οι πολιτικές ομιλίες, Βενιζέλος, Παπανδρέου, Καραμανλής, όλοι πέρασαν.

-Εδώ μπροστά είχε στηθεί αρχικά και το ρολόι, νομίζω, που λόγω κεντρικής θέσης τείνει να γίνει το σύμβολο της πόλης, συμπλήρωσε ο Steven Kass , για να δώσει συνέχεια στην κουβέντα.

-Ναι εδώ ήταν η αρχική του θέση, ορθώθηκε το 1905, μετά, το 1918, τοποθετήθηκε εδώ που το βλέπουμε, έργο του εξαιρετικού αρχιτέκτονα Περικλή Μελίρρυτου.

Τα Γιάννενα είχαν την τύχη να εγκατασταθεί στην πόλη προς το τέλος του 19ου αι. ο νεαρός Μελίρρυτος, γόνος πλούσιας γιαννιώτικης οικογένειας ο οποίος μετά από λαμπρές σπουδές στο Παρίσι προτίμησε να επιστρέψει στην πατρίδα του και να συμβάλλει στη μεταμόρφωσή της. Και όντως τα κατάφερε αφού άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στην αρχιτεκτονική μορφολογία της πόλης. Δικό του έργο είναι το Ρολόι όπως και τόσα άλλα που ευτυχώς αρκετά από αυτά διασώθηκαν. Τα δημιουργήματά του μιλούν ακόμη για το πάθος του και την εμμονή του στην καθιέρωση του εθνικού ρυθμού στο βορειοελλαδικό χώρο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα το διδακτήριο της γεραράς Ζωσιμαίας Σχολής, η Παπαζόγλειος Υφαντική Σχολή, το σημερινό Ταχυδρομείο, η Καπλάνειος Σχολή, το μοναδικό καφωδείο, έργο πρωτοποριακό για την πόλη, τα Λουτρά, νυν Ζωσιμαία Βιβλιοθήκη, η οικία Παρλαπά, που ακόμη κατοικείται, το μοναδικό ιδιωτικό έργο του Μελίρρυτου που διασώζεται, ίσως το κτήριο Γ. Σταύρου, το νοσοκομείο Χατζηκώστα, όλα εξαίρετα δημιουργήματα του πολυτάλαντου και παραγωγικότατου Περικλή Μελίρρυτου, που κόσμησαν και κοσμούν την πόλη.

Με τα αρμόζοντα και τον ύμνο στον συμπολίτη, γιαννιώτη ευπατρίδη Μελίρρυτο έφτασαν στο τέλος της κάτω πλατείας.

Αριστερά, απέναντι από την έδρα της ηρωικής 8ης Μεραρχίας, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’30, υψωνόταν το παλιό τούρκικο διοικητήριο.

-Δεν ευτύχησε να ζήσει επί πολύ, σημείωσε ο κ. Σαλαμάγκας, έπεσε θύμα πυρκαγιάς που το κατέστρεψε ολοσχερώς το 1930. Ευτυχώς έδωσε τη θέση του στο λαμπρό κτήριο του σημερινού Δημαρχείου, μνημειώδες έργο του κινήματος της νεοβυζαντινής αρχιτεκτονικής (1938) που δεν κατάφερε, όμως, να πάρει την έκταση του νεοκλασικισμού.

Με την κουβέντα στράφηκαν δεξιά στα Λιθαρίτσια. Στρατώνες και παλάτια ζωντάνεψαν στη μνήμη του δασκάλου.

-Εδώ υψώνονταν τα σαράγια του Αλή πασά και των παιδιών του, περασμένα μεγαλεία, μονολόγησε, όλα τελείωσαν το 1822, έπαιξε και έχασε ο Τεπελενλής, με τα γένια ματωμένα πήγε στην Πόλη, όπως είχε προφητέψει ο Πατρο-Κοσμάς ο Αιτωλός, έστειλαν το κεφάλι του στην Κων/λη πεσκέσι στο σουλτάνο.

-Να όμως και το παρόν της πόλης, έκανε αισθητή την παρουσία του ο Steven Kass. Σε περίοπτη θέση στα Λιθαρίτσια, στη θέση των σαραγιών, εκτείνεται το σύγχρονο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης, έργο του μεγαλοφυούς Κωνσταντινίδη, και συνέχισε, πρέπει να είμαστε περήφανοι γι’ αυτό το κόσμημα.

-Ασφαλώς και είμαστε, συμφώνησε ο κ. Σαλαμάγκας, ο οποίος καίτοι υπερήλιξ και ως εκ τούτου συναισθηματικά νοσταλγός του παρελθόντος, επικροτούσε τις ανανεωτικές προσπάθειες να απαλλαγεί η πόλη από το οθωμανικό παρελθόν της.

-Να, βλέπεις από εδώ στην αρχή της οδού Αβέρωφ άρχισε μεταπολεμικά η ανανεωτική παρέμβαση στον κεντρικό ιστό της πόλης. Η παλιά Αβέρωφ ήταν το 1/3 της σημερινής σε πλάτος μέχρι το 1950. Σήμερα έχει τη μορφή Boulevard με δεντροστοιχίες και σύγχρονα κτίσματα. Έδειξε τη σύγχρονη Τράπεζα της Ελλάδος, έργο του Κανάκη και το γλυπτό του Πρέκα.

Η κίνηση είχε ξεκινήσει στον πλέον εμπορικό δρόμο της μεταπολεμικής πόλης. Ο δάσκαλος επανήλθε στις αναμνήσεις του…

-Καμάρες το λέγαμε παλιά αυτό το μέρος, από την τοξωτή μορφή των μαγαζιών. Είμαστε στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Αριστερά το κριθαροπάζαρο κι η Ανεξαρτησίας, δεξιά η Μητροπόλεως. Εδώ έπιανες το σφυγμό της πόλης, δεκάδες μαγαζιά κι εργαστήρια σε δρόμους και στοές, αντιλαλούσε ο τόπος από τα εργαλεία των δημιουργών, υποδηματοποιοί, τσαρουχάδες, ραφτάδες, συρμακέσηδες, καλατζήδες και οι περίφημοι ασημοτεχνίτες που έκαναν γνωστή τη γιαννιώτικη τέχνη στα πέρατα της οικουμένης. Κάποιοι αντιστέκονται σε πείσμα των καιρών…

Πλησιάζοντας στη λίμνη η ομίχλη γινόταν περισσότερο αισθητή κι η ατμόσφαιρα μύριζε υγρασία. Αριστερά η οδός Κουντουριώτη, δεξιά η Γιοσέφ Ελιγιά, η εβραϊκή συνοικία της πόλης. Ο κ. Σαλαμάγκας δεν γύρισε το βλέμμα ούτε δεξιά ούτε αριστερά, κοίταζε μάλλον αφηρημένα την κίνηση στο Κουρμανιό, έτσι ήταν το όνομα αυτής της περιοχής. Ίσως ήθελε να αποφύγει τα φαντάσματα εκείνων των χρόνων, τους τόσους φίλους του και γνωστούς Ιωαννίτες εβραίους που φορτώθηκαν στα καμιόνια των Γερμανών ναζί την αποφράδα ημέρα της 25 Μαρτίου 1944 και κανείς δεν τους ξαναείδε πια…

– Τα έχω ζήσει όλα αυτά, τα έχω ζήσει, επανέλαβε μέσα από τα δόντια του. Ένα ρίγος τον διαπέρασε, ίσως να ήταν απ’ το βάρος των αναμνήσεων, ίσως πάλι κι απ’ την υγρασία… Σήκωσε το γιακά τού πανωφοριού του και επιτάχυνε το βήμα του.

Ανάμεσα από δεκάδες μικροπωλητές και λογής–λογής μεροκαματιάρηδες κατευθύνθηκαν προς το Κάστρο και το Μώλο. Όγκος πελώριος, σκοτεινός, θολός μες την πρωινή ομίχλη διαγράφονταν δεξιά κι εμπρός τους το Κάστρο. Σαν συνεννοημένοι σήκωσαν κι οι δυο το βλέμμα τους ψηλά, ένας πύργος βουβός υψωνόταν πάνω απ’ την κεντρική πύλη κρατώντας το ρολόι και μια σημαία –σημαία ελληνική πια.

-Περπατάμε πάνω στη ντάπια, είπε ο δάσκαλος, κι εξήγησε ότι ντάπια ήταν η τάφρος που έζωνε το κάστρο. Θυμήθηκε κάτι παμπάλαια σπίτια, έτοιμα θαρρείς να σωριαστούν, γραφικά μέσα στην ανισορροπία τους, που σε καλωσόριζαν στο Μώλο.

– Έτσι να φαντάζεσαι τα Γιάννενα στις αρχές του 20ού αι., είπε στον συνοδοιπόρο του.

Πατούσαν τα πεσμένα και κιτρινισμένα πλατανόφυλλα του φθινοπώρου, μπροστά τους ασημί αντανάκλαση τα σχεδόν ακίνητα νερά της λίμνης, της χιλιοτραγουδισμένης Παμβώτιδας, μάννας των Γιαννίνων και τροφός του λεκανοπεδίου. Ήμερη κι ακίνητη, ίσως από τύψεις για τους τόσους αδικοχαμένους που οδήγησε στην Αχερουσία. Στο βάθος απέναντι, κοντινό τείχος, ο βαρύς όγκος του Μιτσικελιού.

Μπροστά στο Μώλο ο δάσκαλος έστρεψε το βλέμμα του αριστερά, χαμήλωσε το κεφάλι και ύψωσε ελαφρά το χέρι του σε χαιρετισμό: Καλημέρα συνάδελφε… ο Λορέντζος Μαβίλης, ερμήνευσε τη χειρονομία του, εξαίρετα τα σονέτα του.

-Και πραγματικός πατριώτης, συμπλήρωσε ο Steven Kass, αποδίδοντας κι αυτός τα εύσημα στον ποιητή που έπεσε στο Δρίσκο το 1912 πολεμώντας για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.

-Ναι, ναι ανταπάντησε ο κ. Σαλαμάγκας, τουλάχιστον έπιασε τόπο η θυσία του. Πολύ τον αγαπήσαμε κι αυτόν εμείς οι Γιαννιώτες και τον τιμάμε.

Πήραν το δρόμο δεξιά προς την Κυρά-Φροσύνη. Η πύλη που βγήκε γαμπρός το 1788 ο Αλή Πασάς Τεπελενλής, κάτω απ’ το καστρόσπιτο του Πασά Καλού, σφραγισμένη από χρόνια, το μετέπειτα αρχοντόσπιτο του Τσεκούρα σε κοιτάζει μόνο μέσα από φωτογραφίες.

Ήταν πια μέσα στο Κάστρο και στην περίφημη γιαννιώτικη καστροπολιτεία. Το κάθε βήμα τους ξυπνούσε παλιούς αντίλαλους και ζωντάνευε λησμονημένες ιστορίες. Ποδοβολητά αλόγων και κλαγγές από σιδερένιες πανοπλίες, βαριά βήματα Νορμανδών και βούκινα βυζαντινών, αλαλαγμοί τούρκων και αρβανιτών, αγωνίες και λαχτάρες πολιορκημένων και κραυγές πολιορκητών, χαρές και λύπες απλών ανθρώπων, στεναγμοί και πανηγυρισμοί, δόξες και μεγαλεία. Όλα αυτά τα σκοτεινά δράματα της ιστορίας από την παλαιότητα ντύθηκαν κάτι το θρυλικό κι απόκοσμο κι απόκτησαν μια ακατανίκητη έλξη και μια παράξενη γοητεία. Μεταβλήθηκαν σε θρύλους και παραδόσεις που ακολουθούν αυτήν την πόλη με πίστη κι ευλάβεια και παραδίνονται σαν κληρονομιά από γενιά σε γενιά.

Μονάχα οι τουρίστες που περιδιαβαίνουν στα σοκάκια, τα αναπαλαιωμένα με σεβασμό στην παράδοση κτίσματα, καθώς και κάποιες απόπειρες εφαρμογής νέων μορφολογικών αρχιτεκτονικών κανόνων βασισμένων σε παραδοσιακά πρότυπα, σε πείθουν πως δεν ζεις σε καιρούς αλλοτινούς…

Ο ουρανός, στενή λουρίδα στις στέγες των σπιτιών, που είχε γίνει πια γαλανός, τους θύμισε πως πήγε μεσημέρι και πως πρέπει ν’ αρνηθούν το χθες και τις χρονικές ακροβασίες και να προσγειωθούν στο σήμερα. Τα καλντερίμια σβήνουν, ο χρόνος είναι αμείλικτος…

-Στη Σκάλα να πάμε για τσίπουρα, πρότεινε ο δάσκαλος, ίσως συναντήσουμε τον άλλο συνάδελφό μου, αυτός να δεις ερωτοχτυπημένος που είναι με τα Γιάννενα…Ποιόν να εννοεί άραγε, σκέφτηκε ο Steven Kass, αλλά δεν ρώτησε, άφησε τα πράγματα να εξελιχθούν.

Η Σκάλα ήταν το λιμάνι στο μεγάλο άνοιγμα της λίμνης στα νοτιο-ανατολικά. Καΐκια και μικρο-βάρκες φόρτωναν και ξεφόρτωναν ολημερίς φρέσκα ζαρζαβατικά, δέρματα, ζωντανά κι ανθρώπους, πραμάτειες της πόλης από και προς τα παραλίμνια χωριά απέναντι. Πανδοχεία, ταβέρνες, καφενεία και μικρομάγαζα εξυπηρετούσαν χωρικούς, ξένους και γιαννιώτες, περαστικούς, πάσης φύσεως επαγγελματίες και απλούς νοικοκυραίους. Εδώ, απλωμένα σ’ όλη την ακτή της λίμνης ήταν τα ξυλάδικα και τα βαρελάδικα αλλά κυρίως τα περίφημα ταμπάκικα, τα βυρσοδεψεία της πόλης. Εδώ ήταν το βασίλειο των ταμπάκων, που οι ρίζες τους χάνονται στα βάθη των χρόνων, ιδιόρρυθμοι, κλειστοί άνθρωποι, υπερηφανεύονται ότι είναι οι πιο παλιοί γιαννιώτες, και, όπως κι οι υπόλοιποι καστρινοί τόχαν τάμα να μην απομακρύνονται ούτε για τσίπουρα απ’ τα πατρογονικά τους εδάφη.

-Βλέπεις αυτό το καφενείο, εδώ στη «Ν. Υόρκη» θα καθίσουμε τελεσιδίκησε ο κ. Σαλαμάγκας. Η πινακίδα δεν έφερε πλέον το πολλά υποσχόμενο και κοσμοπολίτικο όνομα Ν. Υόρκη, όπως ανήγγειλε ο δάσκαλος, αλλά το μεταγενέστερο και ταπεινό «Τα ναυτάκια», αλλά ο Steven Kass κατάλαβε αμέσως ότι ο δάσκαλος είχε κάνει πάλι βουτιά στο παρελθόν.

Άνοιξαν την πόρτα που έτριξε γοερά -επίτηδες δεν τη λάδωνε ο καφετζής για να αναγγέλλονται οι αφίξεις- και μπήκαν. Οι ξύλινες καρέκλες με το ψάθινο κάθισμα ήταν τακτοποιημένες γύρω απ’ τα τραπέζια που είχαν βαφτεί πάνω από δέκα φορές για να μπορούν να κρύψουν τα χρόνια τους.

Πρόσεξαν στο βάθος του μαγαζιού τον μοναδικό πελάτη, εξηντάρης και βάλε θα ήταν, με φαλάκρα και γυρτή μύτη, με μάτια που πέταγαν φλόγες.

-Να κι ο συνάδελφος, ο Δημήτρης Χατζής, γύρισε στον Steven Kass ο κ. Σαλαμάγκας, δεν σου το είπα ότι θα τον βρίσκαμε εδώ; Τότε άρχισε να συνειδητοποιεί ο Steven Kass τη «συνωμοσία των συμπτώσεων» αλλά ακόμη δεν ήξερε ότι τον περίμεναν κι άλλες εκπλήξεις…

Την ώρα των συστάσεων έτριξε ξανά η πόρτα της εισόδου. Ένας εύσωμος, γεροδεμένος άντρας δρασκέλισε το κατώφλι. Το πρόσωπό του ήταν σκαμμένο, αλλά δεν ήταν ρυτίδες, κακουχίες ήταν…..Πίσω του ακολουθούσε μια μικροσκοπική αδύνατη κοπέλα, ήταν, δεν ήταν είκοσι χρονών. Τα μάτια της έδειχναν σβησμένα με μια λύπη χυμένη στο πρόσωπο.

Το πρόσωπο του Δημήτρη Χατζή φωτίστηκε- καλώς το Σιούλα τον ταμπάκο, καλώς τηνα τη Μαργαρίτα…

Ο Steven Kass έμεινε αποσβολωμένος…δεν είναι δυνατόν, κατάφερε να ψελλίσει, ο Σιούλας ο ταμπάκος κι η Μαργαρίτα Περδικάρη… εδώ, παρόντες με το Δημήτρη Χατζή… είχε εντρυφήσει βέβαια στο βιβλίο του Χατζή «Το τέλος της μικρής μας πόλης» κι ήξερε απ’ έξω κι ανακατωτά τους ήρωές του.

-Και βέβαια είναι δυνατόν, συναίνεσαν από κοινού Σαλαμάγκας και Χατζής, όλα είναι δυνατά σ’ αυτήν την πόλη, τα Γιάννενα των θρύλων και των παραδόσεων…

Όταν μετά από ώρες άνοιξαν την πόρτα για να φύγουν, η ομίχλη είχε κατέβει πάλι χαμηλά σημειώνοντας το τέλος της μέρας, ίσως και το τέλος της μικρής μας πόλης και την αρχή μιας νέας εποχής.

Η ιδέα, ως σύλληψη, που οδήγησε στη «συνάντηση» όλων των παραπάνω προσώπων, ενυπάρχει στο διήγημα «Καμώματα της πάχνης», που εμπεριέχεται στο βιβλίο του Βαγγέλη Σιαφάκα «Με μια χιλιάρα Καβασάκι», εκδ. Πόλις, 2016. Του αποδίδω τις οφειλόμενες ευχαριστίες.

Σχετικά άρθρα

Ορέστης Τάτσης – Το θέατρο είναι «εφήμερη» τέχνη

Γεωργία Σκοπούλη

Ο Δημήτρης Χατζής και η παραστρατημένη νεολαία

Γιώργος Βραζιτούλης

Ένα αρχοντικό καίγεται

Ηπειρωτικός Αγών