Ιστορίες

Παγωμένα κλικ

Καθαρός ουρανός, αλλά ήλιος με δόντια. Φορτώνεσαι δυο φωτογραφικές μηχανές σεβαστού όγκου, βάζεις μια τρίτη μικρή, πλακέ στην τσέπη του μπουφάν και η σιγουριά σου συμπληρώνεται από τη φωτογραφική κάμερα του κινητού. Είσαι ετοιμοπόλεμος. Βγαίνεις από το σπίτι και πας προς το αυτοκίνητο. Κοντοστέκεσαι δίπλα του και προσπαθείς να βγεις από το δίλημμα. Αυτοκίνητο ή πόδια;

Το κρύο είναι δυνατό, κάτω γυαλίζει ο πάγος και σε απειλεί. Και με τα πόδια και με το αυτοκίνητο η τούμπα είναι πιθανή. Αποφασίζεις αυτοκίνητο για να προστατεύσεις τις μηχανές κι ας χάσεις κάποια κλικ στα στενά της πόλης, που δεν θα τα ξαναβρείς ποτέ. Τα γλυπτά του χιονιού και του πάγου είναι μοναδικά, είναι για τώρα, ό,τι προλάβεις.

Παρκάρεις κάπου κοντά στη λίμνη και ξεκινάς το περπάτημα. Τα παπούτσια να πατούν μόνο χιόνι, όχι αλλού, όχι εκεί που γυαλίζει. Τον τόπο τον ξέρεις από τότε που γεννήθηκες κι ας μην έχεις αναμνήσεις από τόσο μικρός. Τι να θυμάσαι από τις αρχές της δεκαετίας του ’70; Κι όμως ο χώρος σε καλεί ξανά και ξανά. Το καυτό καλοκαίρι ή τον παγωμένο χειμώνα. Σε καλεί να τον περπατήσεις και να βγάλεις άλλη μια φορά σχεδόν τις ίδιες φωτογραφίες. Σχεδόν. Γιατί ποτέ δεν ήταν, ποτέ δεν θα’ ναι ίδιες. Είναι ο χρόνος που προσθέτει εδώ και αφαιρεί παραπέρα, είναι η δική σου ματιά που θέλει να ξαναβυθιστεί στο νερό, να ξαναπετάξει στον ουρανό, να σκαλίσει τα τείχη για να βρει τα μυστικά.

Προχωράς πάνω στο χιόνι και κλικάρεις. Αδιαφορείς για το ψύχος και κλικάρεις. Κι αν νομίζεις πως η λίμνη αδιαφορεί για την παρουσία σου δίπλα της, κάνεις λάθος. Η υγρασία που σου στέλνει σου παγώνει το δέρμα. Άλλωστε πάντα με τον τρόπο αυτό σε καλωσόριζε η λίμνη. Η λίμνη σου.