Σπήλαιο «Κατακομβών» Κάστρου, κάτοψη
Ιστορίες

To «γνωστό – άγνωστο» σπήλαιο στο Κάστρο των Ιωαννίνων

Ο συνεργάτης του Ηπειρωτικού Αγώνα Απόστολος Κατσίκης επαναφέρει το ζήτημα της μελέτης – ανάδειξης - αξιοποίησης του -άγνωστου στους περισσότερους- σπηλαίου του Κάστρου των Ιωαννίνων δίνοντας συμπληρωματικά στοιχεία γι' αυτό, κυρίως γεωλογικού και ιστορικού περιεχομένου.

Πριν από μερικές μέρες, σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, ο συντοπίτης μας και ενεργός πολίτης Γιάννης Γρατσανίτης, ικανός γνώστης των χαρακτηριστικών και της ιστορίας της πόλης μας, επανήλθε -διότι και κατά το παρελθόν με δημοσίευση στον Ηπειρωτικό Αγώνα είχε ασχοληθεί με το θέμα- στο ζήτημα της μελέτης – ανάδειξης – αξιοποίησης του σπηλαίου του Κάστρου των Ιωαννίνων. Η περίπτωση είχε απασχολήσει επίσης προ ετών και τον συνεργάτη της ίδιας εφημερίδας Γιώργο Απηλιώτη.

Με αφορμή τα παραπάνω και δεδομένου ότι αφενός το εν λόγω σπήλαιο είναι (μάλλον) άγνωστο στην πλειοψηφία των Γιαννιωτών, αφετέρου δε ακόμη και μετά τα εν λόγω δημοσιεύματα δεν υπήρξε καμία αντίδραση εκ μέρους των αρμοδίων προσώπων και φορέων, καταθέτω σήμερα με την ιδιότητα – ειδικότητα του Γεωγράφου-Γεωλόγου, αλλά και ασφαλώς με αυτήν του πολίτη των Ιωαννίνων, ένα πληρέστερο κείμενο με συμπληρωματικά στοιχεία, κυρίως γεωλογικού και ιστορικού περιεχομένου για το σπήλαιο του Κάστρου. Ευελπιστώ ότι το σημερινό δημοσίευμά μου, ως συνέχεια των προηγουμένων, θα αποτελέσει ένα (επιπλέον) κίνητρο προς τους καθ’ ύλην αρμοδίους –φορείς και παράγοντες- για την έναρξη της διαδικασίας περαιτέρω συστηματικής μελέτης, καταρχάς και εν συνεχεία της ανάδειξης και αξιοποίησης του «γνωστού – αγνώστου» σπηλαίου του Κάστρου των Ιωαννίνων.

Η περιοχή «Κάστρο» της πόλης μας περιλαμβάνει μια χερσόνησο, η οποία εισβάλλει στη λίμνη Παμβώτιδα. Πρόκειται για τεκτονική έξαρση που δομείται από ασβεστολίθους του Σενωνίου. Η έξαρση αυτή γεωμορφολογικά παρουσιάζει δύο όψεις: η βόρεια και ανατολική περιοχή της περιβάλλεται από τη λίμνη, από την οποία παρουσιάζει υψομετρική διαφορά τουλάχιστον 20 μ. H πλευρά αυτή της χερσονήσου εμφανίζει εντελώς κάθετα τοιχώματα μέχρι δε πριν από μερικές δεκαετίες, πριν δηλαδή κατασκευαστεί ο περιμετρικός παραλίμνιος δρόμος, η λίμνη έφτανε μέχρι τη βάση των κατακόρυφων βράχων του Κάστρου. Η άλλη πλευρά της χερσονήσου, προς τα δυτικά, εμφανίζεται κατωφερής (από υψόμετρο 490 σε υψόμετρο 470), συνιστά τη γεωγραφική σύνδεσή της με την ξηρά και πολεοδομικά τη συνέχεια της συνοικίας «Κάστρο» με την υπόλοιπη πόλη.

Στο Β-ΒΔ τμήμα της χερσονήσου και σε επαφή σχεδόν με τη λίμνη Παμβώτιδα υπάρχει άνοιγμα – είσοδος προς ένα σπηλαιώδες σύστημα, το οποίο, κατά πάσα πιθανότητα, διατρέχει υπογείως ολόκληρο τον ασβεστολιθικό όγκο της χερσονήσου του Κάστρου. Η ύπαρξη του σπηλαίου ήταν γνωστή από παλιά, μάλιστα κατά τη διάρκεια της διοίκησης της περιοχής από τον Αλή Πασά (έως το 1822), είχε αξιοποιηθεί ως αποθήκη πυρομαχικών. Ο Αλή Πασάς χρησιμοποίησε το πρώτο μέρος του σπηλαίου ως πυριτιδαποθήκη. Για να εξασφαλίσει δε το απρόσβλητο, έκτισε και δεύτερο εσωτερικό τοίχο, όπως και θέσεις παρατηρητών προς τη λίμνη. Μέσα στο σπήλαιο, εκτός των αποθηκευτικών χώρων, υπήρχαν και τρία δωμάτια -κοιτώνες για τη στέγαση της μόνιμης φρουράς.

Εντούτοις και πάρα τη γνώση περί της ύπαρξής του, η πρώτη και μοναδική μάλλον εξερεύνηση και περιγραφή του σπηλαίου έγινε μόλις το έτος 1976  από ομάδα ειδικών. Δια την ιστορίαν αναφέρεται ότι τον Ιανουάριο του 1976, και μετά από εντολή του δημάρχου Κων/νου Μπέγκα, ο επιμελητής του Δημοτικού Μουσείου Γεώργιος Σουλιώτης και ο φωτογράφος Νικόλαος Γκογκώνης επισκέφτηκαν το σπήλαιο και έκαναν σχετικές φωτογραφικές λήψεις, οι οποίες δημοσιεύτηκαν τότε στον τοπικό τύπο. Στη συνέχεια ο νομάρχης Ιωαννίνων Νικόλαος Χανός ζήτησε τη συνδρομή της «Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας» της οποία μέλη, με επικεφαλής την Άννα Πετροχείλου, επιχείρησαν μια πρώτη εξερεύνηση και αποτύπωση του σπηλαίου. Τα αποτελέσματα της σπηλαιολογικής αυτής εξερεύνησης και αποτύπωσης δημοσιεύτηκαν μάλιστα στο «Δελτίο της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας», Τ.ΧΙΙΙ, τ. 4-5, Οκτ.1975 – Μαρτ.1976, το δε σπήλαιο με την ονομασία Σπήλαιο «Κατακομβών» Ιωαννίνων φέρει τον Αριθ. Σπηλ. Μητρ. 6375. Τα στοιχεία που παρατίθενται αξιοποιούν, εν πολλοίς, την τεχνική έκθεση της ομάδας Πετροχείλου.

Η είσοδος του σπηλαίου σήμερα, λίγο πάνω από το επίπεδο του δρόμου, είναι αρκετά μεγάλη αλλά δεν είναι ορατή από την πλευρά της λίμνης δεδομένου ότι έχει κτισθεί για λόγους ασφαλείας και αξιοποίησης και φέρει, μετά τις επεμβάσεις, μόνον ένα άνοιγμα – πόρτα διαστάσεων 2 μ. Χ 1 μ. Ακολουθούν δύο διάδρομοι οι οποίοι οδηγούν σε ευρύχωρους θαλάμους, τουλάχιστον τέσσερις, μήκους και πλάτους μερικών δεκάδων μέτρων, οι οποίοι μάλιστα φέρουν διάκοσμο από σπηλαιοθέματα (σταλακτίτες, σταλαγμίτες, κολώνες κ.ά.), όπως και πλήθος μικρών αβαθών λεκανών με νερό. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του σπηλαίου είναι ότι το εσωτερικό του διαθέτει μια (δεύτερη) είσοδο – έξοδο η οποία αρχίζει ή καταλήγει από – στο άνω μέρος της χερσονήσου του Κάστρου, εκεί όπου έχει κτιστεί το Τζαμί Ασλάν Πασά, σημερινό Δημοτικό Μουσείο. Πρόκειται για σήραγγα υπό μορφή έλικας και κλιμακωτή, λαξευμένη στον βράχο, προφανώς από τον Αλή Πασά (υπάρχει επιγραφή πάνω στον σοβά με αναφορά στο έτος μάλλον επισκευής, 1815), η οποία εξασφάλιζε την πρόσβαση στην πυριτιδαποθήκη από το πάνω μέρος. Λόγω της ιδιομορφίας της η όλη κατασκευή ονομάζεται «Κατακόμβες». Η παράδοση αναφέρει ότι στα μπουντρούμια αυτά, που χρησιμοποιήθηκαν και ως φυλακές, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο από τους Τουρκαλβανούς, ήρωες της ελληνικής επανάστασης, όπως οι Κατσαντώνης, Βλαχάβας κ.ά.

Σύμφωνα με την ερευνητική αποτύπωση του 1976, το σπήλαιο εκτείνεται από ΒΑ-Α προς ΝΔ-Δ και κατ’ ευθεία γραμμή σε μήκος 80 μ. Το σύνολο των διαδρόμων του ανέρχεται σε 300 μ., καταλαμβάνει δε έκταση ~1500 τ.μ. Όσον αφορά τη βιολογία του, διαπιστώθηκε ότι κατοικείται από νυχτερίδες και δολιχόποδα.

Η γεωμορφολογική γένεση του σπηλαίου οφείλεται αφενός μεν σε τεκτονικές κινήσεις, είτε στην ευρύτερη, είτε στη συγκεκριμένη περιοχή, σε συνδυασμό με τη διαβρωτική ενέργεια του νερού στα μητρικά ασβεστολιθικά πετρώματα. Για την επίδραση των ενδογενών δυνάμεων μαρτυρούν τα ρήγματα και οι διακλάσεις των πετρωμάτων που έχουν διευρυνθεί και διαταραχτεί. Επίσης οι καταπτώσεις διαλυμένων πετρωμάτων της οροφής που βρίσκονται σήμερα στο δάπεδο. Για τη δράση της διάβρωσης μαρτυρά η καρστικοποίηση των πετρωμάτων αλλά και η απόθεση του ασβεστίτη που οδήγησε στη γένεση του λιθολογικού διακόσμου. Εξάλλου οι ασβεστόλιθοι Σενωνίου ηλικίας, από τους οποίους δομείται μεγάλο μέρος της περιοχής του λεκανοπεδίου, είναι εξαιρετικά επιρρεπείς στη διάλυση – καρστικοποίηση και τη δημιουργία σπηλαιωδών εμφανίσεων (όπως συνέβη στο σπήλαιο Περάματος).

Το σπήλαιο του Κάστρου, του οποίου την ύπαρξη, όπως αναφέρθηκε, ελάχιστοι γνωρίζουν, θα μπορούσε κάλλιστα να αξιοποιηθεί (και) τουριστικά δεδομένου ότι παρουσιάζει όχι μόνο σπηλαιολογικό ενδιαφέρον (συμπληρώνει μαζί με τα σπήλαια Περάματος, Καστρίτσας, Δουρούτη, τη σπηλαιολογική εικόνα του λεκανοπεδίου), αλλά είναι συνδεδεμένο με την πρόσφατη ιστορία του τόπου, οι δε συνθήκες προς αξιοποίησή του εμφανίζονται εξαιρετικά ευνοϊκές: βρίσκεται στο ιστορικό κέντρο της πόλης των Ιωαννίνων, με τα σπουδαιότερα αξιοθέατα (Κάστρο, Μουσεία) και δίπλα στη λίμνη Παμβώτιδα, τον τομέα δηλαδή της πόλης με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και ως εκ τούτου τη μεγαλύτερη τουριστική επισκεψιμότητα. Επομένως, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ακόμη στοιχείο προστιθέμενης αξίας στα υπόλοιπα και τόσο σημαντικά τα οποία διαθέτει η πόλη μας και ευρύτερα η περιοχή του λεκανοπεδίου.

Η Άννα Πετροχείλου «επί το έργον»

Σχετικά άρθρα

Μια φωτογραφία αγαπημένη  από τα παλιά εκείνα χρόνια της δεκαετίας του 1980

Ακόμη μία υπενθύμιση για το αστικό σπήλαιο των Ιωαννίνων