Χαρτονόμισμα των 2 κατοχικών μάρκων
Ιστορίες

Το κατοχικό RM και οι κατοχικές δαπάνες – μια ξεχασμένη ιστορία

Το 1941 οι Γερμανοί δεν κατέλαβαν απλώς την Ελλάδα -έπεσαν πάνω της και την κατασπάραξαν. Ο Νίκος Αλμπανόπουλος γράφει για το κατοχικό μάρκο, το «ευγενικό» άδειασμα των καταστημάτων, τις στρατιωτικές δαπάνες και την καταστροφή της δραχμής, όλα όσα οδήγησαν δηλαδή στην πείνα του '41-'42 και τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων αθώων αμάχων.

Τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί δεν είναι ότι κατέλαβαν απλώς την Ελλάδα -είναι ότι έπεσαν πάνω της σαν τις ακρίδες. Αν και γρήγορα μετέθεσαν την προσοχή τους σε άλλα μέτωπα, στάθμευσαν εδώ ένα ισχυρό στρατό κατοχής, όπως και οι Ιταλοί. Τα έξοδα συντήρησης υποχρεωνόταν να αναλάβει η κατακτημένη χώρα.

Θα περίμενε κανείς, στο πλαίσιο έστω της ανισότητας που διέπει τις σχέσεις κατακτημένου – κατακτητή, να υπάρξει κάποια συνεννόηση για τη μορφή που θα έπαιρνε αυτή η «συντήρηση»: τι θα περιλαμβάνει, με ποιο ρυθμό, με ποιους περιορισμούς, ώστε να μείνει κάτι για τους ντόπιους. Γιατί μπορεί να κρατάς το μαχαίρι, αλλά να γονατίσει και να διαλυθεί ο άλλος δεν σε συμφέρει· θα πάψει να σου προσφέρει.

Τίποτα τέτοιο δεν συνέβη. Μάλιστα, οι Γερμανοί προέβησαν σε μια απίστευτη πατέντα οι λεπτομέρειες της οποίας σήμερα, ογδόντα χρόνια μετά, έχουν λίγο πολύ ξεχαστεί: Άρτια προετοιμασμένοι, έφεραν στην Ελλάδα από την πρώτη μέρα δύο κινητές τυπογραφικές μονάδες. Σ’ αυτές εκτύπωναν καθημερινά χιλιάδες χαρτάκια χωρίς αντίκρισμα, που είχαν βαφτίσει Μάρκα του Ράιχ (Reichsmark, RM). Αυτά τα παράδοξα χαρτονομίσματα, μιας όψης μάλιστα, δίνονταν στους στρατιώτες κατά την έξοδό τους από τη μονάδα, για το εστιατόριο, το καφενείο, το ζαχαροπλαστείο, τα τσιγάρα στο περίπτερο ή για πιο ακριβά ψώνια σε όλα τα εμπορικά.

Το κατοχικό RM είχε αυθαίρετη ισοτιμία 1 = 50 δραχμές (και λίγο μετά 60 δρχ.). Η ακριβής ισοτιμία δεν έχει καμία σημασία. Είτε στις 5 δραχμές οριζόταν είτε στις 500, πάλι θα ήταν αδιάφορο, αφού οι Γερμανοί στρατιώτες εφοδιάζονταν καθημερινά με πρακτικά ανεξάντλητο αριθμό.

Μια πιο χρήσιμη λεπτομέρεια είναι ότι το κατοχικό RM δεν ήταν το «κανονικό» Reichsmark. Δεν εκδιδόταν από την κεντρική τράπεζα της Γερμανίας αλλά από το Reichskreditkassen (βλ. τη λέξη στη φωτογραφία των 2 RM), το Ταμείο Οικονομικής Διαχείρισης των κατεχόμενων χωρών και αποτελούσε στην πράξη το «χρήμα της Βέρμαχτ». Η κυκλοφορία του δεν επιτρεπόταν καν εντός της Γερμανίας -μόνο στις κατακτημένες χώρες.

Τι σημασία είχε αυτό; Ότι δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί ως συνάλλαγμα, για εισαγωγή εμπορευμάτων. Συνεπώς, για την κατεχόμενη χώρα και τους κατοίκους της, δεν είχε την παραμικρή αξία. Ήταν απλώς ένα χαρτάκι για να γίνεται η αρπαγή εμπορευμάτων με τάξη και ευγένεια. Για πολλούς λόγους, η γερμανική διοίκηση δεν ήθελε ο στρατός να μεταβληθεί σε μάζα βιαστών και πλιατσικολόγων. Περιστατικά αυθαίρετης ατομικής βίας ή διαφθοράς των αξιωματικών και στρατιωτών τους, τα τιμωρούσαν συνήθως αυστηρά. 

Στα ελληνικά νησιά οι Ιταλοί κυκλοφόρησαν το ανάλογο του γερμανικού RM, τη «μεσογειακή δραχμή», σε διάφορες αξίες. Στη φωτογραφία ένα χιλιάρικο από τη συλλογή χαρτονομισμάτων του πατέρα μου, Αντώνη Αλμπανόπουλου. Η πείνα που γνώρισε η Σύρος όπου μεγάλωσε ήταν τρομακτική και η αναλογία θανάτων εξαιτίας της προς πληθυσμό η μεγαλύτερη στην Ελλάδα -μεγαλύτερη από της Αθήνας

Θεατρική παράσταση

Σχεδιάστηκε λοιπόν αυτή, η άλλη μέθοδος. Αντί να μπει ο Γερμανός στρατιώτης σε ένα -ας πούμε- υποδηματοπωλείο με κραυγές και το όπλο προτεταμένο, θα μπει σαν κύριος. Θα καλημερίσει, θα ρωτήσει τον επιχειρηματία τι του προτείνει να δοκιμάσει -ωραία αυτή η δερμάτινη σειρά! Θα διαλέξει δύο ζευγάρια για αυτόν κι από ένα για τη γυναίκα και τα δύο παιδιά του στη Γερμανία, θα πληρώσει με χαρτάκια, θα πάρει τα ρέστα του και θα φύγει. Κατόπιν θα πάει στο ταχυδρομείο και θα στείλει στην οικογένεια τα τρία ζευγάρια, μαζί με μερικές αθηναϊκές λιχουδιές και αναμνηστικά. Ακόμα και τα ταχυδρομικά τέλη για το δέμα, θα τα πληρώσει με κατοχικά RM.

Υπάρχει μάλιστα σε όλη αυτή την θεατρική παράσταση και μια ωραία, συμπληρωματική λεπτομέρεια: Τα ρέστα, καταβάλλονται σε δραχμές, που έχουν μεγαλύτερη αξία από την (ανύπαρκτη) των RM. Και δαρμένος δηλαδή ο εκάστοτε επιχειρηματίας, που εισπράττοντας χαρτάκια ξεπουλά εμπορεύματα τα οποία δεν θα αναπληρώσει ποτέ, και κλαμένος στο τέλος, αφού επιστρέφει δραχμές!

Για αυτό πολλοί καταστηματάρχες, όταν μετά τις πρώτες μέρες έγινε αντιληπτό τι σήμαινε το σκηνικό, επιχειρούσαν να μην «εισπράττουν» καν τα RM, ώστε να μην υποχρεώνονται να επιστρέψουν δραχμές! Απλώς, χάριζαν τα εμπορεύματά τους στους Γερμανούς. Την ίδια στιγμή οι Γερμανοί επιδίωκαν ακριβώς το αντίθετο, δηλ. να «χαλάνε» RM σε κάθε αγορά τους ώστε να αποκτούν δραχμές.

Χαρακτηριστικό το περιστατικό που μεταφέρεται από τον Αμερικανό Λερντ Άρτσερ, στο Βαλκανικό του Ημερολόγιο: «(…) ο Τζορτζ μου είπε ότι, τις προάλλες που ήταν στου Ζώναρς, είδε ένα Γερμανό αξιωματικό να κερνάει τα ποτά στην παρέα του και να πληρώνει με ένα χαρτονόμισμα των πεντακοσίων μάρκων, αρνούμενος να δεχτεί ρέστα οτιδήποτε άλλο εκτός από δραχμές. Αργότερα, στο εστιατόριο του πάνω ορόφου, διέκρινε τον ίδιο Γερμανό να πληρώνει το μεσημεριανό του με ένα άλλο χαρτονόμισμα των πεντακοσίων μάρκων, χωρίς να χρησιμοποιεί τις δραχμές που είχε πάρει για ρέστα».

Ωραία και η αναφορά του Χατζή στο «Ρέκβιεμ για ένα μικρό ράφτη» του Διπλού Βιβλίου: «Οι Ιταλοί τον πρώτο καιρό, οι Γερμανοί, που ‘ρθαν ύστερα, περνούσανε μέσα, μπαινοβγαίναν όποτε θέλαν. Μπορούσανε να παίρνουνε τρόφιμα, με τα κατοχικά λεφτά στην αρχή, αρπάζοντας ύστερα (…)». «Μέσα» εννοεί στο χωριό του ήρωα και «ύστερα», στα χρόνια που φουντώνει η Αντίσταση.

Όπως ήταν αναμενόμενο, με τα χωρίς αντίκρισμα «χρήματα» των Γερμανών εξαφανίστηκαν αστραπιαία όλα τα εμπορεύματα από τα ελληνικά καταστήματα και φυσικά δεν αναπληρώθηκαν ποτέ. Πολύ σύντομα τα κατοχικά μάρκα δεν είχαν καν λόγο ύπαρξης. Η δουλειά μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Έτσι οι Γερμανοί επέλεξαν να διακόψουν την κυκλοφορία τους από τις 5 Αυγούστου 1941.

Ακόμα μεγαλύτερα βάρη

Δεν είχαν όμως καμία πρόθεση να παραιτηθούν από τα υπόλοιπα -και πολύ σημαντικότερα- έξοδα κατοχής: καθημερινή τροφοδοσία μονάδων, κατασκευή στρατώνων, οχυρωματικών έργων, λιμανιών, φυλακίων, παρατηρητηρίων και οδικού δικτύου προς όλα αυτά, μετακινήσεις μονάδων, επισκευές οχημάτων και σκαφών, διαμονή αξιωματικών, ρουχισμός, εξοπλισμός εν γένει κλπ. Με δυο λόγια τις καθ’ αυτό λειτουργικές δαπάνες του στρατού τους. Ένας τιτάνιος λογαριασμός για μια μικρή, φτωχή, κατακτημένη χώρα που είχε μόλις βγει από πόλεμο.

Για αυτές τις δαπάνες η συνηθέστερη διαδικασία ήταν η ακόλουθη: οι Γερμανοί επέλεγαν ένα εργολάβο ή έμπορο. Με την ολοκλήρωση της εργασίας ή υπηρεσίας ή προμήθειας αυτός έκοβε τιμολόγιο (σε δραχμές) το οποίο ο αρμόδιος Γερμανός αξιωματικός υπέγραφε και σφράγιζε, πιστοποιώντας την παραλαβή. Περιττό να προσθέσω, ουδόλως τον ενδιέφερε να παζαρέψει την τιμή. Ακολούθως ο ανάδοχος κατέθετε το θεωρημένο τιμολόγιο στην Τράπεζα της Ελλάδος για να πληρωθεί.

Καθώς τα κρατικά έσοδα είχαν καταρρεύσει και ο κρατικός προϋπολογισμός ήταν βαθύτατα ελλειμματικός, η εξόφληση ήταν δυνατή μόνο με την εκτύπωση όλο και περισσότερων χαρτονομισμάτων, όλο και πιο μικρής αξίας. Ο χορός των μηδενικών είχε αρχίσει.

Μήνα με το μήνα οι ανάγκες των Γερμανών και Ιταλών σε δραχμές αυξανόταν. Αρχικά κυμαίνονταν στα 1,5 δις δρχ., τέλη του 1941 στα 4 δις, στη διάρκεια του 1942 στα 7 με 8 δις και αρχές 1943 γύρω στα 20 δις (πάντα σε δρχ. ανά μήνα). Δεν έκαναν οι Γερμανοί περισσότερα οχυρωματικά έργα, απλώς το νέο, πληθωρικό χρήμα, δεν επαρκούσε για τις πληρωμές.

Η δίχως τέλος απαξίωση της δραχμής σε συνδυασμό με την εξαφάνιση των εμπορευμάτων, το πάγωμα της βιομηχανίας (άφαντες πρώτες ύλες και καύσιμα), την αναπόφευκτη μείωση της αγροτικής παραγωγής ήδη από τον καιρό του ελληνοϊταλικού πολέμου και την αδυναμία εισαγωγών, έφεραν τη μεγάλη πείνα του φθινοπώρου 1941 – χειμώνα 1942.

Μπροστά σε αυτές τις καταστροφές, η κυβέρνηση δοσίλογων κάτι έπρεπε να κάνει ώστε να δικαιολογήσει την ύπαρξή της. Στο κάτω κάτω, αν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί επρόκειτο να εφαρμόζουν την πολιτική τους δίχως κανένα όριο, αρκούσαν οι πληρεξούσιοί τους. Τι ανάγκη είχε η ελληνική ιστορία να επιβαρυνθεί με το δοσιλογισμό; 

Η αντίδραση των δοσίλογων

Στις 5 Νοεμβρίου 1941, καθώς διαφαινόταν ο λιμός, ο πρώτος διορισμένος πρωθυπουργός Γεώργιος Τσολάκογλου συγκάλεσε σε σύσκεψη επιφανείς οικονομολόγους, ζητώντας τη συνδρομή τους στην αντιμετώπιση της κρίσης. Αφέλεια; Δεν το νομίζω. Γνώριζε ότι η μόνη πραγματική λύση -η διακοπή των κατοχικών δαπανών- βρισκόταν έξω από την αρμοδιότητά του. Γνώριζε όμως επίσης ότι η κυβέρνησή του στερούνταν πολιτικής νομιμοποίησης, διορισμένη καθώς ήταν από ξένο στρατό, πέρα από κάθε συνταγματική πρόβλεψη. Ερχόταν τώρα να προστεθεί η ανθρωπιστική κρίση, που θα την αποτέλειωνε. Κοινωνικά στηρίγματα αναζητούσε.

Παρόμοιες συσκέψεις λοιπόν δεν οδηγούσαν πουθενά. Δεν υπάρχει πιο σουρεαλιστική ανακοίνωση, από αυτή που εκδόθηκε και δημοσιεύθηκε στον Τύπο την επομένη: «Ο κ. πρωθυπουργός εισηγούμενος επικαλέσθη τη συνδρομή των παρόντων όπως δια του κύρους των συντελέσουν εις την καταπολέμησιν όλων των ψευδών πληροφοριών και διαδόσεων, αι οποίαι τίθενται εις κυκλοφορίαν υπό ανθρώπων αδιαφορούντων δια την δυστυχίαν του ελληνικού λαού και επιζητούντων να κλονίσουν την πίστιν εις το εθνικόν νόμισμα κατά τρόπον εγκληματικόν και αντεθνικόν δημιουργούν τον πανικόν, ο οποίος άγει εις την αδικαιολόγητον ανύψωσιν των τιμών και επιτείνει την πείναν».

Η κατάρρευση της δραχμής και η έλλειψη τροφίμων δεν οφειλόταν στην πολιτική του στρατού Κατοχής, αλλά σε Έλληνες που… διέδιδαν φήμες. Φήμη ότι οι Γερμανοί είχαν πλημμυρίσει χαρτονομίσματα την αγορά και αδειάσει ράφια και αποθήκες. Μαζί, επιχειρήθηκε μια θεαματική «επίθεση» σε λίγους μαυραγορίτες, με χαστούκια του Τσολάκογλου μπροστά σε δημοσιογράφους. Γνώριμη η επίκληση της ατομικής ευθύνης, όταν στην πραγματικότητα το πλαίσιο καθορίζεται από τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες.

Ο Τσολάκογλου στόχευσε και… ψηλότερα. Στις 6 Νοεμβρίου αιτήθηκε με επίσημη επιστολή του να γίνει δεκτός από τον Χίτλερ. Ήταν τόσο βαθιά η περιφρόνηση των Γερμανών προς την κυβέρνησή του που η απάντηση δεν ήταν απλώς αρνητική, αλλά ήρθε 55 μέρες μετά, προφορικά, μέσω του πρέσβη Άλντεμπουργκ στην Αθήνα! Κατά κάποιο τρόπο πάντως διεσώθη έτσι ο Τσολάκογλου που αφενός δεν θα είχε πετύχει απολύτως τίποτα ως προς το κρίσιμο θέμα των δαπανών και της πείνας, αφετέρου θα τον βάρυναν μεταπολεμικά οι χαμογελαστές φωτογραφίες με τον Φύρερ, την ώρα που στις ελληνικές πόλεις εμφανίζονταν οι πρώτοι νεκροί στους δρόμους.

Όταν οι Γερμανοί… παρακαλούσαν τον εαυτό τους

Η κυβέρνηση δοσίλογων έκανε κάποιες παρασκηνιακές παρακλήσεις να μειωθεί το κατοχικό κόστος. Όπως ήταν αναμενόμενο όμως, δεν υπήρχε κανείς στη ναζιστική ιεραρχία που να βάζει την επιβίωση ενός ξένου λαού πάνω από τις ανάγκες του πολέμου. Είναι εντυπωσιακό πάντως ότι Γερμανοί και Ιταλοί αξιωματούχοι διαπίστωναν ότι η Ελλάδα διαλύεται και υποκριτικά «παρακαλούσαν»… τον εαυτό τους (!) για αυτοσυγκράτηση σε δαπάνες: «Δεδομένου ότι δεν είναι δυνατή προς το παρόν (…) η ριζική αντιμετώπιση του θέματος, δεν απομένει παρά η συνέχιση του σημερινού καθεστώτος πληρωμής δαπανών κατοχής, παρά το αναντίρρητο γεγονός ότι η Ελλάδα θα οδηγηθεί έτσι σε ακόμα μεγαλύτερο πληθωρισμό. Αμφότερες οι στρατιωτικές διοικήσεις παρακαλούνται να περιορίσουν, όσο το δυνατόν περισσότερο, τις δαπάνες τους» (έγγραφο του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, 9.11.1941).

Ακόμα και όταν λάμβαναν οι Γερμανοί μέτρα που υποτίθεται θα ανακούφιζαν τη χώρα, δεν έμπαιναν καν στον κόπο να τα συζητήσουν με τους δοσίλογους, απλώς τους τα κοινοποιούσαν εκ των υστέρων. Έτσι συνέβη στις 23 Μαρτίου 1942, όταν ο Γερμανός πρέσβης έγραψε στον Τσολάκογλου: «Λαμβάνω την τιμήν να φέρω κατωτέρω σε γνώσιν της Υμετέρας Εξοχότητας διαφόρους συμφωνίας, αι οποίοι συνήφθησαν εν Ρώμη τη 14-3 ε.ε. μεταξύ της κυβερνήσεως του Ράιχ και της βασιλικής ιταλικής κυβερνήσεως. Αι συμφωνίαι αποσκοπούσιν εις την ανακούφισην της ελληνικής οικονομίας» (και τα δύο έγγραφα παρατίθενται από τον Δ. Κούκουνα στο βιβλίο του Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή).

Ποια ήταν η ανακούφιση; Στο εξής, δαπάνες που βαρύνουν την Ελλάδα θα θεωρούνταν αυτές μέχρι του ποσού 1,5 δις δρχ. μηνιαίως, ενώ από κει και πάνω θα καταλογίζονταν ως… άτοκα «δάνεια»! Καθώς το πρόβλημα ήταν ότι ένα κράτος χωρίς έσοδα τύπωνε δραχμές για να πληρώνει κατοχικές δαπάνες, το αν τα εξωφρενικά ποσά που καταβάλλονταν χαρακτηρίζονταν δάνεια ή όχι, δεν είχε εκείνη τη στιγμή καμιά πρακτική επίπτωση στη ζωή των κατοίκων. Ούτε φυσικά είχαν στο νου τους οι ναζί ότι στη νέα ευρωπαϊκή τάξη που θα εγκαθιστούσαν εφόσον κέρδιζαν τον πόλεμο, περιλαμβανόταν η επιστροφή των «δανείων».

Η αποτυχία της κυβέρνησης Τσολάκογλου να μετριάσει έστω και ελάχιστα τις απαιτήσεις των Γερμανών, ακύρωσε το βασικότερο επιχείρημα για την ύπαρξή της. Πλέον ήταν φανερό ότι οι κυβερνώντες ήταν απλοί διεκπεραιωτές… Μοναδική τους ευθύνη ήταν η διαμονή του στρατού κατοχής να είναι όσο το δυνατόν πιο στρωτή και ομαλή.

Στην ήδη φτωχή Ελλάδα το πλιάτσικο του στρατού Κατοχής οδήγησε στο λιμό του ‘41-42 με τον τεράστιο αριθμό θυμάτων στον άμαχο πληθυσμό. Ο δοσιλογισμός «ξεπλύθηκε» με τον εμφύλιο και τελικώς για το συνολικό έγκλημα ελάχιστοι Γερμανοί και Έλληνες πλήρωσαν. Τουλάχιστον ας έχουμε υπόψη πώς συντελέστηκε.

Παιδιά της κατοχής περιμένουν τη σειρά τους για το συσσίτιο. Οι φωτογραφίες της Βούλας Παπαϊωάννου κατέγραψαν την πείνα του ’41 στην αιωνιότητα. Κοιτώντας τα στα μάτια, δεν μπορούμε να ξεχνάμε τι σημαίνει ναζισμός, τι σημαίνει πείνα και καταστροφή από τον πόλεμο, τι σημαίνει να επιβιώνουν σήμερα, δυο γενιές μετά, χιτλερόψυχοι σε μια χώρα που υπέστη τα πάνδεινα από τους ναζί