Εθνοτική πολυχρωμία στο παζάρι του Μοναστηρίου. (Κάρτ-ποστάλ από φωτογραφία των αδελφών Μανάκια, 1918)
Ιστορίες

Εθνοτικοί χαρακτήρες στη Μακεδονία στις αρχές του 20ου  αιώνα

Ο συνεργάτης του Ηπειρωτικού Αγώνα Γιώργος Βραζιτούλης παρουσιάζει εν συντομία το σχετικά άγνωστο έργο «Εθνογραφία της Μακεδονίας» του βαλκανολόγου και γλωσσολόγου καθηγητή του Πανεπιστημίου της Λειψίας Γκούσταβ Βάιγκαντ, στο οποίο περιέχονται ενδιαφέροντα στοιχεία, πληροφορίες και απόψεις του συγγραφέα του για την ιστορία των διαφόρων πληθυσμιακών ομάδων της Μακεδονίας καθώς και για τη γλώσσα και τον πολιτισμό τους, τη θρησκεία τους, τις επαγγελματικές ασχολίες τους και πολλά άλλα,
Ο Γκούσταβ Βάιγκαντ (Αρχείο του Παν/μίου της Λειψίας)

Την άνοιξη του 1917 ο γερμανός Κάιζερ Βίλχελμ ο Β’, μετά τη κατάληψη των εδαφών της Μακεδονίας από τα στρατεύματά του, σύστησε μια επιτροπή ειδικών με σκοπό τη συλλογή στοιχείων και πληροφοριών και τη σύνταξη διαφόρων μελετών (ανθρωπολογικών, γεωγραφικών, οικονομικών, γεωλογικών κ.ά.) για την πολυπολιτισμική αυτή περιοχή. Μέλος αυτής της «Μακεδονικής Επιτροπής» υπήρξε και ο βαλκανολόγος και γλωσσολόγος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Λειψίας Γκούσταβ Βάιγκαντ (Gustav Weigand, 1860-1930), ως ο καλύτερος γνώστης της ανθρωπογεωγραφίας της περιοχής μέσω των περιηγήσεων και των ερευνών του κατά τις προηγούμενες δυο δεκαετίες στα Βαλκάνια.

Το επιστημονικό έργο του Βάιγκαντ είναι στην Ελλάδα ελάχιστα γνωστό – μόλις το 2001 και 2004 κυκλοφόρησαν οι δυο τόμοι για τους Βλάχους της Βαλκανικής με τον κύριο τίτλο «Οι Αρωμούνοι (Βλάχοι)» – και μάλλον απαξιωμένο, με το επιχείρημα ότι ο γερμανός καθηγητής δρούσε στην εποχή του στρατευμένα στην υπηρεσία ξένων συμφερόντων, αρχικά της Ρουμανίας και μετέπειτα της Βουλγαρίας.

Το επίσης σχετικά άγνωστο έργο «Εθνογραφία της Μακεδονίας» (Ethnographie von Makedonien)  που παρουσιάζουμε εδώ, συνέγραψε ο Βάιγκαντ στο πλαίσιο της Επιτροπής κατά την περίοδο 1917/19 και εκδόθηκε το 1924 στη Λειψία. Το βιβλίο περιέχει ενδιαφέροντα στοιχεία, πληροφορίες και απόψεις του συγγραφέα του για την ιστορία των διαφόρων πληθυσμιακών ομάδων της Μακεδονίας καθώς και για την γλώσσα και τον πολιτισμό τους, τη θρησκεία τους, τις επαγγελματικές ασχολίες τους και πολλά άλλα, που σίγουρα θα αποτελούσαν αντικείμενο πολλών συζητήσεων μεταξύ των ειδικών βαλκανολόγων και ιστορικών. Στο παρόν άρθρο θα περιοριστούμε στις ανθρωπολογικές παρατηρήσεις και απόψεις του Βάιγκαντ για τον χαρακτήρα των διαφόρων εθνοτικών ομάδων της περιοχής, όπως τις γνώρισε ο ίδιος στα διάφορα ταξίδια του, και συγκεκριμένα, τους Έλληνες, τους Βλάχους, τους Βούλγαρους, τους Αλβανούς και τους Τούρκους.

Ο Έλληνας

Αξίζει να σημειωθεί πως παρ’ όλον που η αντιμετώπιση του Βάιγκαντ από τις ελληνικές αρχές της εποχής κατά τη διάρκεια των περιηγήσεών του ήταν ιδιαίτερα εχθρική, ο ίδιος στην εν λόγω περιγραφή δεν δείχνει κάποια αντιπάθεια αλλά προσπαθεί να αναδείξει κυρίως τις θετικές πλευρές του χαρακτήρα των Ελλήνων.

Ένα προεξέχον χαρακτηριστικό στον Έλληνα κατά τον Βάιγκαντ είναι η εθνική του υπερηφάνεια, η οποία μάλιστα φτάνει σε βαθμό έπαρσης. «Αυτή η εθνική έπαρση – αναφέρει –  ενισχύεται μέσω του ελληνικού σχολείου, σε βαθμό που να παρακινεί τους μη Έλληνες να θέλουν να ανήκουν σε έναν τόσο ένδοξο λαό, με τέτοιο λαμπρό παρελθόν, έναν λαό που έβγαλε τα μεγαλύτερα μυαλά στον κόσμο».

Η εθνική έπαρση των Ελλήνων αναφορικά με το παρελθόν τους είναι κατά τον Βάιγκαντ και η αιτία που προσπαθούσαν να φτιάξουν τη νεοελληνική γλώσσα κατά το δυνατόν παρόμοια με τα αρχαία ελληνικά (καθαρεύουσα), ενώ η λαϊκή γλώσσα (δημοτική) θεωρούνταν εκείνη την εποχή ως ανάξια να υπηρετεί τον λογοτεχνικό λόγο. Ακριβώς αυτή η κατάσταση – πιστεύει ο Βάιγκαντ – «έσωσε τον βουλγάρικο και βλάχικο πληθυσμό της Μακεδονίας από την “γραικοποίηση/εξελληνισμό”. Τα ελληνικά σχολεία που στήθηκαν παντού σε πόλεις και χωριά δεν ήταν σε θέση να λειτουργήσουν αφομοιωτικά εξαιτίας ακριβώς της δύσκολης γραπτής γλώσσας, η οποία διαφέρει εντελώς από την διαδεδομένη λαϊκή γλώσσα. Αν η λαϊκή ελληνική ήταν και η γραπτή ελληνική,- σημειώνει ο Βάιγκαντ – τότε θα γίνονταν η κοινή γλώσσα όλων των χριστιανικών λαών της Μακεδονίας».

Ένα άλλο θετικό στοιχείο που αναγνωρίζει ο Βάιγκαντ στον Έλληνα είναι η μεγάλη του ευφυία, η οποία εκδηλώνεται ιδιαίτερα στην επιχειρηματική ζωή. «Ο Έλληνας από αρχαιοτάτων χρόνων ήταν στενά συνδεδεμένος με το εμπόριο και ένα  μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων είχε αφιερωθεί από γενεάς εις γενεάν στο εμπόριο και κατάφεραν να γίνουν κατά κάποιο τρόπο “βιρτουόζοι” στο είδος» σε πολλές χώρες, όπως η Αίγυπτος, η Παλαιστίνη, η Μικρά Ασία, η Νότια Ρωσία και η Ρουμανία.

Ο Βάιγκαντ δηλώνει επίσης πως του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στους Έλληνες, (όπως και στους «γραικομάνους», δηλαδή  σ’ εκείνους τους Βλάχους που ταυτίζονταν με το ελληνικό έθνος), «η εξαιρετικά μεγάλη ιδέα της προσφοράς για εθνικούς σκοπούς». Αναφερόμενος στις τεράστιες δωρεές για εκκλησίες και σχολεία τονίζει πως «ο Έλληνας σε καμία περίπτωση δεν είναι τσιγγούνης, κερδίζει πολλά λεφτά, είναι όμως και γενναιόδωρος. Με τη γενναιοδωρία είναι συνδεδεμένη και η φιλοξενία που παρέχει με ευχαρίστηση, και μάλιστα όχι μόνον ο πλούσιος αλλά και ο φτωχός αγρότης ή βοσκός».

Για τον Βάιγκαντ ο Έλληνας είναι «εύκολα προσιτός και ομιλητικός, και του αρέσει ιδιαίτερα να συζητάει για πολιτική, η οποία διεγείρει όλα τα κοινωνικά στρώματα». Στις πόλεις οι άνδρες συναντώνται καθημερινά στα καφενεία και στα χωριά στα χάνια, «συχνά περισσότερο απ’ όσο θα ωφελούσε τις δουλειές τους, και συζητάνε για πολιτική».

«Από προσωπική εμπειρία μπορώ να πω – γράφει ο Βάιγκαντ σε ένα άλλο σημείο – πως έχω γνωρίσει πολλούς Έλληνες, οι οποίοι με την επιτήδεια κοινωνική τους συμπεριφορά, με την ευγενική, φιλική τους φύση, κερδίζουν αμέσως την συμπάθεια του άλλου, όμως θα πρέπει κανείς να αποφεύγει να συζητήσει μαζί τους για πολιτική, ειδικότερα όταν έχει να κάνει με “ψευτοέλληνες”. Η μεγαλομανία και η καυχησιάρικη στάση τέτοιων πατριωτών είναι συχνά ανυπόφορη» αναφέρει σχετικά, εννοώντας ίσως κάποιους «Ελληναράδες» της εποχής.

Εντύπωση έκανε επίσης στον Βάιγκαντ «το πνεύμα δημοκρατίας που διαπερνά όλα τα κοινωνικά στρώματα και ηλικίες» και διηγείται ενδεικτικά το παρακάτω περιστατικό: «Ταξίδευα με ένα ελληνικό ατμόπλοιο από τον Βόλο στην Αθήνα. Εκτός από μένα ήταν μονάχα ένας έλληνας συνταγματάρχης συνεπιβάτης στην καμπίνα πρώτης θέσης κι έτσι γευματίζαμε πάντα με τον καπετάνιο οι τρείς μας. Συνέβη λοιπόν το εξής: ο σερβιτόρος που μας εξυπηρετούσε, ένας άνδρας το πολύ 30 ετών, πηγαινοερχόμενος με τον δίσκο στα χέρια του παρέμβαινε στη συζήτησή μας, και έλεγε ελεύθερα την πολιτική του άποψη, χωρίς να προκαλεί την παραμικρή δυσαρέσκεια στον καπετάνιο ή τον συνταγματάρχη.  Θα ήθελα να έβλεπα τα μάτια ενός γερμανού συνταγματάρχη σε μια παρόμοια περίσταση!»

Ο Βλάχος

Ο Βλάχος (ή Αρωμούνος, όπως τον αποκαλεί ο Βάιγκαντ καθιερώνοντας από τις πρώτες του σχετικές μελέτες αυτόν τον επιστημονικό όρο) αναφέρεται στο βιβλίο ως όχι ιδιαίτερα αγαπητός στους άλλους βαλκανικούς λαούς. «Στις διάφορες μακεδονικές πόλεις διατηρεί εξ αιτίας της κοινωνικής του θέσης έναν ευυπόληπτο ρόλο, όμως στην κεντρική Αλβανία, όπου είναι περισσότερο γνωστός ως φτωχός αγωγιάτης και νομάδας κτηνοτρόφος, αντιμετωπίζεται κυρίως με περιφρόνηση. Για τον Έλληνα (ο Βλάχος) είναι βρώμικος, τρώει ανενδοίαστα διάφορα αηδιαστικά φαγητά και είναι φωνακλάς, εξ ου και η παροιμία: “Δυο Βλάχοι ένα παζάρι”! Ο Βούλγαρος από την πλευρά του θεωρεί – κατά τον Βάιγκαντ – τον Βλάχο «μεγάλο τσιγγούνη και άπληστο επιχειρηματία».

«Διάφοροι γερμανοί περιπλανόμενοι που συνάντησα στη Μακεδονία – σημειώνει ο Βάιγκαντ – με διαβεβαίωσαν πως πάντα εύρισκαν ανοιχτές πόρτες σε φτωχούς αλβανούς, έλληνες ή βούλγαρους αγρότες, αλλά σε βλάχικα χωριά τους έδιωχναν με απειλές».

Ο Βάιγκαντ επιφυλάσσεται  να κρίνει την φιλοξενία των Βλάχων, αφού, όπως αιτιολογεί, «οι μεν εθνικά διακείμενοι», δηλαδή οι επί το πλείστον «ρουμανίζοντες», τον υποδέχονταν παντού με εγκαρδιότητα και ενθουσιασμό, ενώ αντιθέτως οι «γραικομάνοι» τον απέφευγαν ή τον έδιωχναν. Στη Λάιστα, αναφέρει για παράδειγμα, δεν ήθελε κανείς να του προσφέρει κάποιο χώρο για να κοιμηθεί, ενώ επίσης σε άλλα μέρη τον εκμεταλλεύτηκαν αδιάντροπα, επειδή τον θεωρούσαν ρουμάνο προπαγανδιστή.

Κρίνοντας τα πνευματικά χαρακτηριστικά των Βλάχων, ο Βάιγκαντ τονίζει, πως υπάρχουν εντυπωσιακά πολλοί ευφυείς άνθρωποι ανάμεσά τους. «Η μεγάλη πνευματική τους διαύγεια, η εργατικότητα και η ενεργητικότητα, εξηγεί, πώς τόσοι πολλοί κατόρθωσαν να γίνουν ιδιαίτερα πλούσιοι. Όμως δεν έχουν μέσα τους τη γενναιοδωρία σαν τους Έλληνες, δεν ρισκάρουν μεγάλα ποσά, μια και τους εμποδίζει η τσιγγουνιά τους, η οποία τους κάνει φοβητσιάρηδες» επισημαίνει σε ένα άλλο σημείο.

Άλλα τυπικά χαρακτηριστικά που παρατηρεί ο Βάιγκαντ στους Βλάχους  είναι η ολιγάρκεια και η καθαριότητα, για τα οποία αναφέρει στο βιβλίο: «Οι βλάχοι κτηνοτρόφοι και οι Φερσερώτες (Αρβανιτόβλαχοι)  είναι εξαιρετικά ολιγαρκείς άνθρωποιˑ υπομένουν με άνεση τις μεγαλύτερες καταπονήσεις παρά την απέριττη διατροφή τους. Η ζωή έξω στο ύπαιθρο επί βδομάδες με τα ίδια ρούχα είναι κάτι φυσιολογικό για εκείνους. Στα σπίτια όμως των (βλάχων) τεχνιτών και εμπόρων συναντά κανείς την απόλυτη  καθαριότητα. Ενώ παντού αλλού στην Μακεδονία έχουν εξαπλωθεί κάθε είδους ζωύφια, μπορεί κανείς να είναι σίγουρος ότι θα βρει από κάθε άποψη παραδειγματική καθαριότητα στα ωραία ορεινά βλαχοχώρια. Εκεί υπάρχει επίσης συνειδητά ανεπτυγμένη η αίσθηση της ομορφιάς της Φύσης, του καθαρού αέρα και το κρύου καθαρού νερού, περισσότερο από τους άλλους βαλκανικούς λαούς».

Ο Βούλγαρος

Αναφερόμενος στους Βούλγαρους, και μάλιστα με μια ιδιαίτερη συμπάθεια, ο Βάιγκαντ εννοεί τόσο τους κατοίκους του τότε Βασιλείου όσο και τους σλαβόφωνους ντόπιους πληθυσμούς της Μακεδονίας, τους οποίους θεωρεί αδελφούς λαούς.

Ο Βούλγαρος – σύμφωνα με τον Βάιγκαντ – θεωρείται «κουτός» από τους γειτονικούς του λαούς, αυτό όμως ο ίδιος το αποδίδει στην έλλειψη οιασδήποτε σχολικής παιδείας του αγροτικού κατά πλειοψηφία πληθυσμού, με συνέπεια η αντιληπτικότητά του να είναι σημαντικά βραδύτερη. «Όμως για κουτό, αργόστροφο, δεν μπορεί να μιλάει κανείς – ισχυρίζεται στη συνέχεια – και σίγουρα όχι για τον μακεδόνα Βούλγαρο, ο οποίος στον χαρακτήρα του είναι αισθητά πιο ζωηρός και εύστροφος από τα αδέρφια του στο Βασίλειο (της Βουλγαρίας)».

Ο Βάιγκαντ επισημαίνει ακόμη μια «αναμφίβολα αντιληπτή διαφορά» μεταξύ των Βουλγάρων στις δυο πλευρές της οροσειράς της Ροδόπης, γεγονός που πιθανολογεί ότι προέρχεται από τη διαφορετική εθνογραφική ανάμειξή τους. «Ο Βούλγαρος των περιοχών νότια του Δούναβη έχει ορισμένα εσωτερικά χαρακτηριστικά  που τον φέρνουν πιο κοντά προς τον Γερμανό, όπως για παράδειγμα η αργή αντιληπτικότητα που προαναφέρθηκε, η αντοχή και η εργατικότητα στη δουλειά, το πείσμα του στην επίτευξη των στόχων του, η επιμονή του στις προκαταλήψεις του, η τσιγγουνιά και η μικροπρέπεια στα έξοδά του, οι χρονοβόρες σκέψεις και σταθμίσεις όταν πρόκειται για σημαντικές αποφάσεις, η γενναιότητά του, που αγγίζει φορές το μαχητικό μένος, όταν προκληθεί κάποια στιγμή. Όλα αυτά και άλλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα – πιστεύει ο Βάιγκαντ – υπάρχουν επίσης και στον Μακεδόνα (Βούλγαρο) αλλά σε μειωμένο βαθμό. Η φαντασία αντικαθιστά στον Μακεδόνα τη νηφάλια αίσθηση της πραγματικότητας. Είναι πιο ζωηρός, πιο φλογερός στη συζήτηση, του αρέσει πολύ να υπερβάλλει στις διηγήσεις του, αν και όχι με τον τόσο χονδροειδή τρόπο των Βλάχων και των Ελλήνων, ψεύδεται χωρίς δισταγμό, επειδή οι σκληροί καιροί που έχει περάσει, τον έχουν διδάξει να λέει ψέματα. Είναι παθιασμένος, φανατισμένος, αδίστακτος στους πολιτικούς αγώνες, ακόμη και κτηνώδης, το ίδιο όπως και ο Έλληνας, όμως παρ’ όλα αυτά πράος και με απίστευτη υπομονή στο να αντέχει την αδικία σε περιόδους ειρήνης. Έχει μάθει να υπομένει τις δυσκολίες δίχως παράπονο, κλείνει τις στεναχώριες μέσα του και τις βγάζει μόνον όταν είναι σίγουρος ότι έχει απέναντί του έναν καλοπροαίρετο φίλο. Η καχυποψία και η επιφυλακτικότητα απέναντι στον ξένο είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα όλων των Βουλγάρων».

Ο Αλβανός

Στους Αλβανούς της Μακεδονίας – σημειώνει ο Βάιγκαντ – επικρατούν περισσότερο οι μουσουλμάνοι Γκέγκηδες παρά οι χριστιανοί Τόσκηδες, επειδή οι πρώτοι είχαν μεταφερθεί από την τουρκική κυβέρνηση για να ενισχύσουν το μουσουλμανικό στοιχείο στην περιοχή. Η λαϊκή τους παράδοση επισκιάζεται από τη μουσουλμανική τους θρησκεία. Υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους Τόσκηδες και τους Γκέγκηδες, όχι μόνον όσον αφορά τη γλώσσα, τα έθιμα, τις φορεσιές και την σωματική τους διάπλαση, αλλά και στον χαρακτήρα τους. «Ο κάπως αργός και βαρύς Γκέγκης απέναντι στον κινητικό και σπινθηροβόλο Τόσκη δημιουργεί την εντύπωση ενός πνευματικά νωθρού ανθρώπου» γράφει ο γερμανός καθηγητής.

Οι Αλβανοί είναι ξακουστοί γενικότερα για την ανδρεία τους, «κοιτάζουν τον θάνατο στα μάτια χωρίς να τρέμουν» τονίζει ο Βάιγκαντ. Στη Μακεδονία ο μουσουλμάνος Αλβανός εργάζεται συχνά ως φύλακας αγροκτημάτων ή χωραφιών, Τούρκων όπως και Ελλήνων. Εκείνο που εκτιμούν ιδιαίτερα στον χαρακτήρα του, και που δεν υπάρχει στους άλλους βαλκανικούς λαούς, είναι η αξιοπιστία του. «Όταν ο Αλβανός δώσει το λόγο της τιμής του στον κύριό του, τη λεγόμενη “μπέσα”, τότε αυτός μπορεί να βασιστεί απόλυτα πάνω του».

Όσον αφορά τη διατροφή του, ο Αλβανός είναι πολύ ολιγαρκής. Είναι μαθημένος να ζει κάτω από εντελώς φτωχικές συνθήκες. Κυρίως οι Γκέγκηδες πάνω στα βουνά τους πρέπει να αγωνίζονται διαρκώς για την απόκτηση και μόνο της απαραίτητης τροφής τους. «Τα λεπτά και οστέινα πρόσωπά τους δείχνουν καθαρά ότι βρίσκονται μόνιμα σε κατάσταση πείνας. Η ολιγάρκεια και η λιτότητα δεν είναι γι’ αυτούς αρετές αλλά αναγκαιότητα», αναφέρει ο Βάιγκαντ. Ο Τόσκης είναι περισσότερο εύθυμος, έχει επίσης περισσότερα αγαθά στη διάθεσή του, τού αρέσει και το κρασί. Η ευφυία και η επιχειρηματικότητά τους οδήγησε πολλούς από τους Τόσκηδες σε μεγάλο πλούτο ως εμπόρους σε χώρες όπως την Αίγυπτο, τη Ρουμανία, την Αγγλία ή την Αμερική.

Ο Τούρκος

Για τους Τούρκους ο Βάιγκαντ παραδέχεται από την αρχή ότι έχει μόνο μια περιορισμένη εικόνα αφού ήρθε σε επαφή μόνον με κρατικούς υπαλλήλους και στρατιώτες κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, και ελάχιστα με τον απλό λαό. Στο χαρακτήρα του Τούρκου βρίσκει πολλά συμπαθητικά στοιχεία σε σχέση πάντα με τους υπόλοιπους βαλκανικούς λαούς. «Η μεγάλη ηρεμία του σε όλες τις περιστάσεις, η εξαιρετική φιλοξενία του και ευγένεια απέναντι στους ξένους, το φιλικό και ανοιχτό του βλέμμα δείχνει ελκυστικό. Είναι ευγενικός, γενναιόδωρος, υπόσχεται τα πάντα, αλλά δεν κρατάει ποτέ τον λόγο του. Είναι νωχελής και του αρέσει να αφήνει τη δουλειά, ειδικά την πνευματική, σε άλλους. Δεν νομίζω ότι στερείται ευφυίας – γράφει ο Βάιγκαντ –  αλλά δεν έχει ούτε όρεξη μήτε αντοχή για εντατική μελέτη».

«Όταν ο Τούρκος είναι χορτάτος και έχει χρήματα, τότε είναι καλόψυχος και επιεικής ακόμη και προς παρανομούντες και χρεοφειλέτες, πράγμα που – όπως γράφει – του επιβεβαίωσαν πολλοί αγρότες. Όμως o τούρκος υπάλληλος μπορεί να συμπεριφερθεί και σκληρόκαρδα ή απάνθρωπα, όταν θέλει να εισπράξει χρήματα. Δεν γίνεται μόνον υπαίτιος για τη μεγαλύτερη αδικία, αλλά δε νοιάζεται καθόλου να θυσιάσει, ελαφρά τη καρδία, τη ζωή ενός Χριστιανού. Αυτά που έχει υποφέρει ο χριστιανικός πληθυσμός της Μακεδονίας από τους τούρκους δημοσίους υπαλλήλους και στρατιωτικούς, δεν είναι σε θέση να περιγράψει καμία γραφίδα» τονίζει χαρακτηριστικά σε άλλο σημείο.

Τα κοινά χαρακτηριστικά

Στις παραπάνω εθνοτικές ομάδες ο Βάιγκαντ διακρίνει ορισμένα κοινά βαλκανικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, ακόμη κι αν αυτά – όπως αναφέρει – έχουν εξελιχτεί με διαφορετικό τρόπο. «Πρώτα απ’ όλα είναι η μανία τους να υπερβάλλουν ασύστολα, και όχι μόνον στη λαϊκή λογοτεχνία τους όταν εξαίρουν τα ανδραγαθήματα των ηρώων τους, αλλά και στην συνήθη καθημερινή ζωή» και συμπληρώνει με έμφαση: «Το ένα τέταρτο να πιστέψει κανείς από αυτά που ακούει, είναι, τις περισσότερες φορές, πάρα πολύ».

Στον ίδιο κάνει επίσης άσχημη εντύπωση το γεγονός, ότι κατά κανόνα δεν τηρούνται οι προσωπικές δεσμεύσεις ή υποσχέσεις, και αν στη συνέχεια ο παραβάτης κατηγορηθεί γι’ αυτό, τότε «το αντιμετωπίζει με ένα φιλικό χαμόγελο, ενώ σπάνια και με υπεκφυγές να ζητήσει κάποια συγνώμη».  Ένα τρίτο κοινό χαρακτηριστικό, είναι το ότι τα πάντα γίνονται αργά, χωρίς ίχνος βιασύνης. «Αυτό που μαθαίνει κανείς σε ταξίδια στην Τουρκία είναι η υπομονή. Το “γιαβάς-γιαβάς” των Τούρκων έχει διεισδύσει σε όλους τους βαλκανικούς λαούς – γράφει ο Βάιγκαντ  – και  φυσικά αυτή η βασική αρχή επιδρά ανασταλτικά όταν μεταφέρεται στον πολιτικό ή οικονομικό τομέα».

Το ψέμα είναι επίσης συνηθισμένο φαινόμενο σε όλους τους πληθυσμούς της Μακεδονίας, σημειώνει ο Βάιγκαντ. «Δεν θεωρείται ηθικό ελάττωμα αλλά ένδειξη εξυπνάδας, γι’ αυτό όταν πιάνεται κανείς να λέει ψέματα, δεν του προκαλεί κάποια ντροπή αλλά θυμό, που δεν ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να μην αποκαλυφτεί». Ακόμη και στις εμπορικές συναλλαγές η ανέντιμη εξαπάτηση θεωρείται ως κάτι αυτονόητο, «ακόμη και ως αξιέπαινη ικανότητα, αφού εκλαμβάνεται ως ένδειξη καπατσοσύνης».

Τα συμπεράσματα

Ο Γκούσταβ Βάιγκαντ δείχνει γενικότερα στο έργο του μια ιδιαίτερη συμπάθεια προς την πολυπολιτισμικότητα του βαλκανικού και μακεδονικού χώρου. Ίσως από αυτή τη συμπάθεια να απορρέει, εν μέρει, και η άποψή του για το «Μακεδονικό ζήτημα» στο κεφάλαιο με τα συμπεράσματα στο συγκεκριμένο βιβλίο, όπου προτείνει μια «αυτόνομη Μακεδονία, που θα αναγνωρίζει πλήρη ελευθερία στην πολιτιστική εξέλιξη της κάθε εθνότητας», ως την «πιο επιτυχή λύση» για τους κατοίκους της αλλά «και για την αποφυγή αιματηρών εξεγέρσεων στο μέλλον». Τη χρονιά όμως που δημοσιεύτηκε το βιβλίο οι απόψεις του αυτές ήταν πλέον ανεπίκαιρες και ανεδαφικές, αφού στο νότιο και μεγαλύτερο τμήμα της γεωγραφικής Μακεδονίας η Ελλάδα με την ανταλλαγή πληθυσμών και την εγκατάσταση των εκατοντάδων χιλιάδων ελλήνων προσφύγων από την Μικρά Ασία και τον Πόντο, είχε ανατρέψει συντριπτικά υπέρ των συμφερόντων της τους εθνολογικούς συσχετισμούς, θωρακίζοντας έτσι δια παντός την εθνική της ομοιογένεια.

Πηγή: Gustav Weigand: Ethnographie von Makedonien. Geschichtlich-nationaler, sprachlich-statistischer Teil. Leipzig, Friedrich Brandstetter, 1924.

.* Θερμές ευχαριστίες προς τον δρ Νικόλαο Σιώκη για τη παραχώρηση της ψηφιακής φωτογραφίας των αδελφών Μανάκια.

 

Σχετικά άρθρα

Στη Βουλή η συμφωνία των Πρεσπών. Τώρα όλοι θα πληρώσουν τη Μακεδονία

Θύμιος Τζάλλας