Βασιλική Σιωμάκου-Ευαγγελίδη
Ιστορίες

«Βασιλική, συγγένισσά μου δευτερότερη»

Σε κείνη θέλω να αφιερώσω την ημέρα της γυναίκας, φανερώνοντας μια άλλη πτυχή της προσωπικότητάς της, όπως την περιγράφει ο Γιώργος Κοντζιούλας, ο σπουδαίος συμπατριώτης μας νεορομαντικός, νεοσυμβολιστής συγγραφέας. Τα αποσπάσματα περιλαμβάνονται στο βιβλίο του «Με τον κόμπο στο λαιμό».

Δεν θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία άλλη γυναίκα τόσο ζωντανά, όσο την κυρά-Βασιλική (Σιωμάκου-Ευαγγελίδη). Ίσως γιατί βρισκόμουν όλη μέρα στο σπίτι τους στην οδό Ρώμα από νήπιο ακόμα. Ίσως γιατί ήταν η μάνα της Νίκης, της αδελφικής μου φίλης, ή γιατί τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή της οικογένειάς της τα βιώναμε κι εμείς σαν σε όνειρο. Μπορεί να ήταν όλα αυτά μαζί και άλλα πολλά, που μας συνέδεσαν ακόμη περισσότερο. Εικόνες που θα μείνουν ανεξίτηλες στη μνήμη, γεγονότα που, με το πέρασμα των χρόνων, δεν μπορώ να ξεχωρίσω, αν πραγματικά τα βίωσα ή αν προέκυψαν μέσα από διηγήσεις.

Κρυμμένη πίσω από μια πυκνόφυλλη ντάλια, με τα λευκά και βυσσινί άνθια της στην περιλάλητη αυλή του σπιτιού της στην οδό Ρώμα, νομίζω πως την είδα τη στιγμή που αντιμετώπιζε τους ασφαλίτες, κι αργότερα έχω την αίσθηση πως μάζευε τα προσωπικά της πράγματα για να τους ακολουθήσει στο κρατητήριο. Κι αν κάποια γεγονότα προέρχονται από διηγήσεις, το σίγουρο είναι ότι ως σήμερα αισθάνομαι πως υπήρχε πάντα ένας φόβος στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα στη γειτονιά και πολλά ερωτηματικά πλανιόνταν στο παιδικό μας μυαλό.

Τη θυμάμαι αγέρωχη κι ευειδή με τα μαλλιά της σπαστά -σκάλες σχημάτιζαν στο πλάι- και σαν να ήταν από τότε γκρίζα. Θυμάμαι την πλεξούδα της τυλιγμένη σε κότσο και με τα σκούρα γυαλιά της, λες κι ήθελε να κρύψει τις κεχριμπαρένιες στάλες που κυλούσαν από τα μάτια της. Ήταν άραγε πάντα μαυροφορεμένη ή η εικόνα της με αυτή τη μορφή, υπήρχε μόνο μέσα στο μυαλό μου; Ποτέ δεν ρώτησα, ακόμα και σήμερα που γράφω αυτό το μικρό αφιέρωμα για κείνη. Μου αρκεί ότι έτσι την έχω μέσα μου και μπροστά μου, σαν τη γυναίκα με τα μαύρα, σαν ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας. Και το χορικό να το αποτελούν οι ίδιοι οι δικοί της κι η μοίρα τους. Τη βλέπω στον ύπνο και στον ξύπνιο τάχα πως διασχίζει τον μικρό δρόμο μας, ανεβαίνει σαν αερικό πάνω στο σοκάκι στο σπίτι άλλων συναγωνιστών της, αυτών της οικογένειας Πασπαλιάρη.

Σε κείνη θέλω να αφιερώσω την ημέρα της γυναίκας, φανερώνοντας μια άλλη πτυχή της προσωπικότητάς της, όπως την περιγράφει ο Γιώργος Κοντζιούλας, ο σπουδαίος συμπατριώτης μας νεορομαντικός, νεοσυμβολιστής συγγραφέας. Τα αποσπάσματα περιλαμβάνονται στο βιβλίο του «Με τον κόμπο στο λαιμό». Διαβάζοντας τις λίγες γραμμές, όπου αποκαλύπτεται ο πλατωνικός έρωτας του Κοτζιούλα για κείνη, έρχομαι σε επαφή με την προσωπικότητά της, αλλά και τη φαντάζομαι ως νεαρή κοπέλα, εκείνη που γνώρισα μόνο μέσα από φωτογραφίες της που περιλαμβάνονται στο οικογενειακό τους άλμπουμ.

Ας είναι αυτές οι αράδες ένα μνημόσυνο στη γυναίκα που, με έναν τρόπο, σημάδεψε την παιδική μου ηλικία κι εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να στοιχειώνει τα όνειρά μου, καθώς αναλογίζομαι την ταραχώδη ζωή της με τις διώξεις για τις ιδέες της οικογένειάς της, με φυλακίσεις, με κρατητήρια και με οσμή θανάτου τριγύρω της.

Καταγόταν από τη Δαφνωτή Ιωαννίνων, ενώ ο Γιώργος Κοντζιούλας, που ήταν δεύτερος ξάδελφός της, από τη διπλανή Πλατανούσα. Γράφει ο συγγραφέας σε δυο σημεία των διηγημάτων του, αναφερόμενος σε κείνη:

«Βασιλική, συγγένισσά μου δευτερότερη, έρωτά μου στα βάθη του καιρού, τι λόγια νάβρω σήμερα για να εκφράσω την αρχαία γοητεία σου, τα μάγια πούχεις ρίξει απάνω μου δίχως να ξέρεις, κι έχεις σκλαβώσει μέρες και βδομάδες, την καρδιά ενός παιδιού εφτά χρονών και τόσο ακόμα. Ερχόμουν σιωπηλός από κοντά σου… γεννιόμαστε με την λαχτάρα της αγάπης, τι άλλο μπορεί να πει κανείς»!

Και αλλού γίνεται εκτενέστερη αναφορά, κι αποκαλύπτει ποια είναι η κοπέλα, που αιχμαλώτισε την καρδιά του: «Την κόρη της παπαδιάς, την ωραία Βασιλική, την κρατούσε ο Λεωνίδας (σ.σ. ο Λεωνίδας Σιωμάκος, ο αδελφός της)  μαζί του τον περισσότερο καιρό. Ήταν η πρώτη κοπέλα από τα μέρη μας που καθόταν μήνες μες στην πολιτεία και κάθε φορά ερχόταν πιο αγνώριστη από κει. Φορούσε παπούτσι με τακούνι, κάλτσες αγοραστές, είχε πετάξει το μαντίλι από το κεφάλι της. Τα μαλλιά δεν τα έπλεκε κοτσίδες σαν τις άλλες, μόνο τ’ ανασήκωνε από γύρω, πάνω από το μέτωπο. Στο τέλος άρχισε να τα τυλίγει μ’ ένα δίχτυ.

Ω! Ήταν πολύ θεσπέσιο να την κοιτάς. Εξόν που είχε πετάξει πια από πάνω της τα μάλλινα, όλο της το παρουσιαστικό κι οι τρόποι της μύριζαν ευγένεια, έσταζαν αβρότητα, γοήτευαν και μεθούσαν. Είχε μάθει να κάνει μόνη της γλυκά και μαζί με το ρακί πρόσφερνε κι απ’ αυτά σ’ ένα πιατάκι.

Δεν κρυβόταν όπως οι άλλες, όλο της το παρουσιαστικό είχε αέρα. Η Βασιλική έλαβε μαθήματα ανατροφής και μπορούσε να φαίνεται απαράλλαχτα σαν τις αρχοντοπούλες. Μιλούσε με τέμπο, άφηνε τη φωνή της και κυλούσε σε κύματα μελωδικά. Κάποια πηγή από μέσα της κελάρυζε όλη την ώρα, έδινε στην καθημερινή ομιλία τόνους αλησμόνητους. Ήταν χαρά των ματιών, ευφροσύνη της ψυχής».