Ιστορίες

Παπαχριστόπουλος, ένα 14χρονο με άσπρα μαλλιά

Ο Παπαχριστόπουλος είναι ένα 14χρονο που του ασπρίσαν τα μαλλιά. Ένα 14χρονο που, όχι απλά δεν τον κούρασε η μέθοδος του φίλου μου του Μήτσου, αλλά την τελειοποίησε ως ενήλικας και κατάφερε να φτάσει μαζί της μέχρι εδώ.

Ο Μήτσος δεν διάβαζε ποτέ. Ήταν διπλανός μου στο δημοτικό, και ξανά στο Λύκειο. Είδα από πολύ κοντά να εξελίσσει την τακτική του, όταν του ζητούσαν να πει το μάθημα. Οι καθηγητές ήξεραν ότι ο Μήτσος δεν θα είχε ιδέα. Έπρεπε όμως για παν ενδεχόμενο να πιστοποιηθεί η άγνοιά του, και προς τέρψιν του αδηφάγου κοινού της τάξης. «Να μας πει ο Μήτσος λοιπόν», άκουγα τους καθηγητές να λένε με αδημονία για την επικείμενη θεαματική του πτώση ενώπιον όλων. Ο Μήτσος ποτέ δεν έμενε βουβός, είχε αποφασίσει ότι η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση. Έτσι, αποφάσιζε πάντα να πει το μάθημα, και ας μην το ήξερε. Προσπαθούσε να βάλει κάποιες λέξεις δίπλα-δίπλα, όσα είχε πιάσει το αυτί του στην τάξη δεξιά και αριστερά, χθες, προχθές, πριν μία εβδομάδα, πριν έναν χρόνο ή δύο. Να τον φτάσουν όπως όπως μέχρι κάπου, να μην είναι και τελείως στο πουθενά, στο μηδέν.
Μία μέρα στην Έκτη Δημοτικού, ο δάσκαλός του ζήτησε από τον Μήτσο να πει την παραβολή με τον Ζακχαίο. Είναι η ιστορία που ο Ιησούς μπαίνει στην Ιεριχώ και ανάμεσα στο πλήθος ξεχωρίζει πάνω σε ένα δέντρο τον Ζακχαίο, έναν φοροεισπράκτορα, ο οποίος τελικά συμφωνεί να δώσει τα μισά του υπάρχοντα στους φτωχούς. «Να μας πει ο Μήτσος, λοιπόν». Παύση. Όσα χρόνια και να είχαν περάσει, και παρά τη δουλεμένη του μέθοδο, ο Μήτσος δεν ξεπέρασε ποτέ αυτά τα βασανιστικά δευτερόλεπτα σοκ, απόγνωσης και θυμού επειδή τον είχαν μόλις πιάσει αδιάβαστο. Ακολουθούσε κάποιο πνιχτό, αποπροσανατολιστικό καθάρισμα των φωνητικών χορδών, ότι δήθεν ετοιμάζει κατεβατό. Και μετά το μάθημα:
«Ήταν ο Χριστός, και μπήκε στο χωριό. (Παύση) Βλέπει έναν πάνω σε ένα δέντρο. Του λέει: Έι, εσύ! Ποιος εγώ; λέει αυτός. Ναι, εσύ. (Μεγάλη παύση) Πού με είδες; Σε είδα. Και τι θέλεις; Είσαι πολύ πλούσιος και οι άλλοι φτωχοί». (Πολύ μεγάλη παύση). Ο δάσκαλος καταλάβαινε ότι δεν είχε παρακάτω. Εκνευρισμένος που είχε χάσει τον χρόνο του, ρωτούσε τον Μήτσο αν τελικά είχε διαβάσει ή όχι. Ο Μήτσος έλεγε ναι, ο δάσκαλος τον έβριζε, αλλά πλέον δεν τον ένοιαζε και τόσο, είχε περάσει ήδη στην ασφαλή για εκείνον γκρίζα ζώνη. Κάτι είχε ψελλίσει. Η μέρα είχε περάσει.
Η καθημερινή μάχη να σπρώχνει αδιάβαστος τις μέρες, κάποια στιγμή τον κούρασε. Και το ψέμα θέλει κόπο. Όταν ο καθηγητής ιστορίας τον ρώτησε στη Γ’ Λυκείου για τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, ο Μήτσος είπε ότι δεν πρόλαβε να διαβάσει γιατί «χθες είχε γιορτή ο πατέρας του». Μία δικαιολογία που δεν τον είχα ακούσει να χρησιμοποιεί από την Πέμπτη Δημοτικού.
Μετά το Λύκειο ο Μήτσος το έστριψε. Σοβαρεύτηκε και τα πήγε καλά με τις δουλειές του. Ήταν εκεί στα 25, όταν πιστέψαμε ότι όλοι στρίβουν, όλοι μεγαλώνουν κάποτε. Μέχρι τα 40, όταν άρχισαν να καταρρέουν οι ηγετικές φυσιογνωμίες στο σόι και στη γειτονιά. Όταν καταλάβαμε ότι οι μεγάλοι δεν είναι απαραιτήτως μεγάλοι, αλλά κάποιοι από αυτούς 14χρονα. Τη μέθοδο Μήτσου τη συναντάμε παντού. Είναι όλοι αυτοί που λένε ψέματα εφήβου, αλλά με τα γκάτζεντ του ενήλικα στα οποία έχουν πια πρόσβαση. «Χάλασε το αυτοκίνητό μου, να γίνει τεστ DNA, να ανοίξουν όλοι οι λογαριασμοί, ήμουν στο αεροπλάνο, δεν την άκουσα τη δήλωση». Δεν έχουν για δικαιολογία τη γιορτή του πατέρα, αλλά το τούιτερ του παιδιού τους.
Ο Παπαχριστόπουλος είναι ένα 14χρονο που του ασπρίσαν τα μαλλιά. Ένα 14χρονο που, όχι απλά δεν τον κούρασε η μέθοδος του φίλου μου του Μήτσου, αλλά την τελειοποίησε ως ενήλικας και κατάφερε να φτάσει μαζί της μέχρι εδώ. Από το πουθενά, μπόρεσε με τα «κάτι άκουσα, κάτι είδα, Μακεδονία ναι, Μακεδονία όχι, δεν έπαιρνε μπρος το αυτοκίνητο, και δεν με αφήνετε να ολοκληρώσω» να γίνει ο σημαντικότερος έλληνας βουλευτής. Αντί να θυμώνουμε μαζί του, να αναρωτηθούμε ποιο ακριβώς είναι το μονοπάτι στην κοινωνία μας που βγάζει τα 14χρονα στην κορυφή του κόσμου. Ίσως να καταλάβουμε ότι δεν είναι στενωπός για λίγους καπάτσους, αλλά η διάπλατη, κεντρική λεωφόρος στη δημόσια ζωή της χώρας.